Saturday, November 29, 2008

τα σαββατιατικα πρωινά

η Αθήνα βαριέται ακόμα πιο πολύ. Στα ακριβά καφέ στο Κολωνάκι, στα συνοικιακά στέκια που κορίτσια αγοράζουν φτηνά βερνίκια και ρουζ και κοκκαλάκια μαλλιών, στα κεντρικά κομμωτήρια, η πόλη μισοκοιμάται.
Με φόντο τα εποχιακά λαμπιόνια, τις γιρλάντες και τη φωνή του Μπινγκ Κρόσμπυ, με αρώματα πολύτιμα στους καρπούς και το ντεκολτέ, τα μάτια τα μισάνοιχτα σταμάτησαν να κοιτούν, να αγαπούν, να συναντιούνται.
Ψελλίζουν κάτι για κρίσεις οικονομικές
το γάμο της τάδε και της δείνα
κλέινουν εισητήρια για παραστάσεις που δεν καταλαβαίνουν
περιμένουν μετρό και τρόλευ
δοκιμάζουν κραγιόν στον καρπό σε πολυκαταστήματα
ξεφυλλίζουν βιβλία που πάλι δεν καταλαβαίνουν
η βλακεία, είναι ανίκητη σκέφτονται
μετά ανοίγουν ξανά τις τηλεοράσεις τους.
Μουγκές εκσπερματώσεις και πόθος ξεπλυμένος
πράσινο τσάι τα απογεύματα-μα τι πλήξη, όλα απαγορεύονται πια αν είναι διασκεδαστικά
καφές,τσιγάρο,φαγητό
"θυμάμαι τότε στη Φωκίωνος Νέγρη-η Μελίνα- το ουίσκυ-τι κομψός που ήταν αλήθεια ο Καραμανλής-τα Χριστούγεννα λέμε να πάμε στη Νέα Υόρκη,εσείς;"
Και δεν ξέρουν πως και η Νέα Υόρκη βαριέται
βρωμίζουν τα πεζοδρόμια από το χιόνι
μαγειρεύουν ρολό κιμά και πινουν αναψυκτικά από το κουτάκι
κι αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας
συνεχίζει την πορεία του
κρυφά νυσταγμένος και εκείνος.

Wednesday, November 19, 2008

κι εγώ...


νιώθω σαν να μεγάλωσα πια
δε με συγκινούν τα χρώματα της ίριδας
τα δερματόδετα βιβλία, οι μουσικές και οι γιορτές.
σπάνια πια αλλάζω δέρμα
αναστενάζω στις βροχές, σηκώνω το ψέμα μου.
ο πόνος μέσα στα μάγουλά μου και πιο πάνω
χτυπάει τη φλέβα του καρπού, τη διαστέλλει.
τα μάτια τα κόκκινα της έμπνευσης δεν με καρφώνουν
αν και προσεύχομαι γοναστιστή,γυμνή, σε κάθε χτύπημα του ρολογιού.
ακόμα κι όταν θέλω να χαθώ στα κρίνα
η δύναμη της γης πίσω με τραβάει, σαν θήραμα σε κυνήγι ματωμένο.

Saturday, November 15, 2008

στα κρύα κλαδιά

στα κρύα κλαδιά της μνήμης έχω μάθει να κρυώνω.
δεν με ενοχλούν πια τα σύννεφα, τα ξεροβόρια,τα άκαμπτα ποδαράκια των νεκρών πουλιών.
σαν επίμονη γυναίκα στη γέννα περιμένω.
κρατάω τα πόδια μου ανοιχτά
τα χέρια μου σφιγμένα
τα χείλη μου από τα δαγκώματα λευκαίνουν.
κι ας τρέχουν δίπλα μου ποτάμια από μέλη κάποιων που κάποτε αγάπησα
το άρωμα της μνήμης θάβεται σιγά σιγά στις λάσπες
και τα ποιήματα που δε γράφτηκαν ποτέ τραγουδώνται από αγγέλους πεσμένους.
και περιμένω το νερό
να ξεπλύνει
να πνίξει
να χορτάσει τις μικρές μου ύαινες.

Thursday, November 13, 2008

μέσα στο κόκκινο ποτάμι

με προκαλούν οι λέξεις
σαν παλιοί ιππότες σε μονομαχίες
κρατούν κάτω από το πρόσωπό μου όπλα γεμάτα
κραδαίνουν το κουφάρι μου
ρουφάνε το αίμα μου.
μην είσαι δειλή μου λεν
θα πονέσει τόσο, τόσο λίγο
όσο θα τρέχει το υγρό από την ψυχή σου στο χαρτί
όσο θα βλέπεις τους φόβους σου να γράφονται
όσο οι εφιάλτες σου θα τριγυρίζουν και τους άλλους.
κι εγώ σθεναρά αντιστέκομαι
θα νικήσω λέω τη μια
και το χέρι μου προκαλώ να γράψει από την άλλη
και τάζω έπαθλα φτηνά στον εαυτό μου
σαν κάτι φτηνά πλαστικά παιχνίδια πεταμένα στη γωνιά
σαν πεταμένα τσιγάρα μετά από ονομαστικές γιορτές στην επαρχία.



Friday, November 07, 2008

να είχα τα λόγια


και τι να πεις σε έναν καιρό που αρνιέται να αλλάξει
στον ιδρώτα που κυλάει από το σώμα σου σαν προσευχή
τι να πεις στα παλιά σου ρούχα, δυο σκισμένα σεντόνια,μια τρυπημένη κουβέρτα που έκανε το γύρο τόσων κρεβατιών
τι να πεις στο σώμα σου το ίδιο που αλλάζει
φουσκώνει και μαζεύει σαν την παλίρροια με κάτι χειμωνιάτικα φεγγάρια
τραβώντας πίσω του αδεια μπουκάλια και τα πετράδια της χαμένης Ατλαντίδας.
Τι να πεις στο σώμα αυτό το κουρασμένο
που σμιλεύτηκε με γάλα ζεστό και ζυμωτό ψωμί
μέλι από μέρη μακρινά και νερά, λιωμένο χιόνι
που καλύπτεται από μαύρες φορεσιές
που τις λερώνει στα σοκάκια και τα σπασμένα πεζοδρόμια
τι να πεις στη γύμνια την αληθινή, εκείνη του δικού σου προσώπου στον καθρέφτη.
και δε φτάνουν πια οι μουσικές οι εξαίσιες, τα στολίδια τα ακριβά, ο καφές και τα τσιγάρα τα βαριά-
τι να πεις στα ζαρωμένα μάτια και το δέρμα το χάρτινο και το λάρυγγα τον κλεισμένο
κι αν σκεφτείς πως από καιρό περίμενες
την παρακμή,τις ράθυμες κινήσεις, τη νύστα που μυρμηγκιάζει τα άκρα
κάτι απογεύματα που πέφτει όλη η σκόνη του κόσμου
πάνω στους ώμους σου
και σφίγγεις τη γροθιά μπρος στον καθρέφτη-και τώρα οι δυο μας ,λες
και όλη του κόσμου η ντροπή
και όλου του κόσμου οι αμαρτίες
ξεπροβάλλουν σαν την Μέδουσα,στη θάλασσα του μυαλού σου.