παράξενο που δεν μαράθηκαν ακόμα
οι παπαρούνες στα νησιά
ίσως
να τις ποτίζει το αλμυρό νερό που κυλάει στα αυλάκια
τα αρχαία νερά τα κόκκινα κάτω από τη γη χίλια χιλιόμετρα
πως βρέθηκε τόσο αίμα σε ένα βράχο
πως βρέθηκε στα μαραμένα μου χείλια τόσος πόθος λέει η γη
χρόνια βγάζω μάραθο, αγριόχορτα , αγκάθια
πονάω στη γέννα σαν τις γυναίκες τις παλιές
και πάλι γόνιμη δεν είμαι μα κάθε μήνα παλεύω
με τα ωάριά μου τα ζαρωμένα τα μέλη μου τα γερασμένα
να ποτίσω τους ανθρώπους
κι ας με γεμίζουν με το σάλιο τους το δηλητηριασμένο τα ζώα
κι ας χαράζουν πάνω μου γραμμές με καυτή πίσσα
τα φώτα κάθε βράδυ τώρα ανάβουν.
τα απογεύματα οι γλάροι
ψάχνοντας για ψάρια
μου φιλούν τα πόδια
που καμιά φορά
τους αφήνω να ξεκουράζονται .
Friday, May 15, 2009
Wednesday, May 13, 2009
τα μεσημέρια
και τις μέρες αυτές γίνομαι ένα με τη σκόνη
που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.
οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε
-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-
σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.
σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων
και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και
που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.
οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε
-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-
σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.
σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων
και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και
Sunday, May 10, 2009
κι αν ο καιρός πέρασε
δεν πειράζει που δεν είδα φέτος να ανθίζουν τα λουλούδια,
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.
Subscribe to:
Posts (Atom)