ξανά ξημερώματα βρίσκομαι στα λιμάνια
μια μπάλα στο στομάχι δυο χτυπήματα στην καρδιά
στον αέρα ακόμα η τσίκνα και τα καμένα λάδια στο πεζοδρόμιο
πειραιάς άγιος σπυρίδωνας σταθμός ηλεκτρικός
τα πορνοπεριοδικά στα περίπτερα δυο πεταμένα χαρτάκια από γκοφρέτα αποτσίγαρα
μια βροχή που δεν έρχεται
μια ζωή που δεν έρχεται.
Θα θελα να άκουγα λίγο Αζναβούρ λίγο Ζακ Μπρελ
λιπαρό δέρμα νύχια φαγωμένα
και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω
ne me quitte pas άρωμα bois des iles
κίτρινα λουλούδια στα μάτια μου ανθίζουν στα θάλασσα
κι όμως δεν είναι ψέμα
-τα μυστικά σου φανερώθηκαν-
η ραφή στην κάλτσα σου, το στιλέττο στη μπότα σου
σε φιλώ γλυκά και σε μισώ θανάσιμα
με λίγο νάζι και οργή, τρίξιμο των δοντιών
κι αέρα στα πανιά μου.
Saturday, September 19, 2009
Thursday, September 17, 2009
ατμος ρυζιου
στην Αθήνα είμαι ξανά μια επαρχιώτισσα. Τι κι αν γεννήθηκα πικρά μέσα στην αλμύρα-είναι ξένη η πόλη, είναι ξένοι οι δρόμοι, είναι ξένοι οι άνθρωποι, σε κοιτούν απειλητικά, χαιδεύουν απειλητικά τις κλειδώσεις των δακτύλων τους, τρίβουν τις γροθιές τους.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.
Subscribe to:
Posts (Atom)