Τι όμορφος που ήσουν Πιερ Πάολο μέσα στα λευκά.
Τι κι αν ήταν σάβανα.
Τι όμορφος που ήσουν κι εσύ χτες έτσι όπως έπεφτε πάνω σου το φως του δρόμου.
Ήθελα να σε ρωτήσω αν με αγαπάς-μα δεν το τόλμησα, ήταν γλυκειά η στιγμή, ήταν παγωμένο το στόμα.
Το βράδυ χαράζω σχήματα στο χώμα. Χωράει, σκέφτομαι, η τρέλα μου σε κουτάκια?
με τα δάχτυλά μου σφίγγω το χώμα, το πιέζω, το αφήνω.
τι όμορφα που κάθε τι ωραίο πεθαινει-κι ετσι πάντα πικρά το νοσταλγούμε.
δεν χρειάζεται καν να πούμε την αλήθεια που χρειαζόταν τότε.
Τι είπες εκείνη τη στιγμή στο δολοφόνο σου,Πιερ Πάολο?
Friday, October 29, 2010
Thursday, October 28, 2010
Sunday, August 22, 2010
τα κύματα που δεν έσπασαν στους βράχους
Και το μόνο που θα μείνει από μας,
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
δυο μπουκάλια άρωμα, άμμος στα παπούτσια και τις τσάντες μας,
μισοτελειωμένα βιβλία, ταινίες που δεν προλάβαμε να δούμε, εκδρομές που δεν σχεδιάσαμε,
ένα στρωμένο κρεβάτι που δε θα προδώσει τα μυστικά που είχαμε
-διπλωμένα σεντόνια, μια νυχτικιά με σατέν κορδέλα προσεκτικά απλωμένη-
δυο εισητήρια από μουσεία που επισκεπτήκαμε, μισοτελειωμένα φλιτζάνια τσάι
πεταμένα φίλτρα καφέ.
Δυο φορέματα που δεν είδες να φοράω.
Εκείνο που σου άρεσε δεν θα το ξαναβάλω-το μπλε μαρέν με τη δαντέλα σα να κουρέλιασε, σα να ξεχείλωσε το στρίφωμά του-
κι ας είναι πλυμένο και σιδερωμένο στη ντουλάπα μου.
Όταν θα σε βλέπω καμιά φορά στο δρόμο, θα λέω από μέσα μου
πως ίσως, τότε που τα φώτα για ένα λεπτό έσβησαν, για μια στιγμή να με αγάπησες.
Και μετά θα σκεπάζομαι όπως σαβανώνουν τους νεκρούς.
Με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη στεγνά
θα σιγοτραγουδάω
για τα παιδιά μας που δεν γεννήθηκαν, τις νύχτες που δεν αγκαλιαστήκαμε,
τα κρύα πρωινά που δεν μου κράτησες το χέρι.
Τα μεσάνυχτα, κάποιος θα μου βρέξει τα χείλη με ένα βαμβάκι.
Ίσως να είσαι εσύ.
Ίσως πάλι, και όχι.
Friday, May 14, 2010
the queen
η βασίλισσα των Κυκλάδων με καλεί.
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Και σαν ναύτης που περιμένει να πιάσει το λιμάνι,
διαλέγω πουκάμισα ριγέ και χοντρά βαμβάκια, σηκώνω τα μανίκια ξανά,
καλύπτω το καμένο μου χέρι -μα όχι τελείως- να βλέπω το χρόνο στον καρπό μου να ξαναγεννιέται
και ξεχνάω να ξυπνήσω την αυγή, να καλωσορίσω τα πουλιά στο μπαλκόνι.
Ποιο άρωμα να διαλέξω- τον κάλυκα της δροσιάς, το πράσινο τσάι της Άπω Ανατολής, βανίλια βερύκοκο, το φιλί της Ρώμης, την απόδραση από το άστυ-
ποιο χρώμα για τα μάγουλά μου, μπρούντζινο σαν αρχαίο κεραμικό, κόκκινο σαν το αίμα του μήνα μου, ροδαλό σαν τα χείλη μου, κοραλί σαν τα κοράλλια που έψαχνα μικρή
μέσα στα καταστήματα γυρνώ σαν το δερβίση.
Και γράφω πάλι λέξεις κομμένες σαν την αλυσίδα που με κρατούσε σαν ομφάλιος λώρος,
πέφτω στα λάθη μου όπως άλλοι στα βράχια
αγγίζω το λαιμό μου σαν τη μητέρα μου τις άυπνες της νύχτες.
"Herr God, Herr Lucifer
beware, beware.
Out of the ash I reach with my red hair
and I eat men like air"
Sylvia Plath
Saturday, May 08, 2010
ebben?
δεν γράφω πια για τις ημέρες της θλίψης.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Ίσως τα πράγματα που βλέπω- δυο νεκροί σκατζόχοιροι στη σειρά σαν στρατιώτες πεσμένοι στη μάχη, ο εκτυφλωτικός ήλιος τα μεσημέρια που κάνει όλα τα αντικείμενα να κολυμπούν στο φως, τα κύματα-
να μην υπάρχουν, να τα βλέπω μόνο εγώ
και να είναι μόνο οι νεκρές ψυχές πραγματικότητα, ο επιθανάτιος ρόγχος, οι αναθυμιάσεις των μολυσμένων πόλεων, το ουρλιαχτό του λύκου στην καρδιά μου.
Κι έτσι δεν θέλω να γράφω πια.
Το σώμα δεν πεινάει, δεν διψάει για συγκινήσεις.
Τα μάτια χόρτασαν αντανακλάσεις.
Και λερώνω τα χέρια μο με μπογιές και στολίδια, τραβάω τα βλέφαρά μου να μην πέσουν
σα γκροτέσκα μάσκα,
μουτζουρώνω τα χείλη μου με μελάνι, κρατάω το κοντάρι της σκούπας με καμάρι.
Δεν ξέρω τι να γράψω πια σε εκείνους που με άκουγαν-
καπνίζω, αγγίζω επιφάνειες, αφουγκράζομαι τις καμινάδες
μήπως βγάλουν καπνό, παρόλο που έρχεται το καλοκαίρι.
Subscribe to:
Posts (Atom)