Thursday, February 26, 2015

untitled I



Δεν φεύγεις ποτέ, έτσι? Πάλι  ήσουν εδώ και με κυνηγούσες κάτω από τα λευκά σεντόνια-ένας ζεστός, καλοκαιρινός Φλεβάρης. Το τοπίο άλλαζε με μια κίνηση της παλάμης σου σα να σβήνεις μαυροπίνακα. Ήσουν στα μαύρα και με περίμενες κάτω από  μπαλκόνι ,τα ξύλινα πατώματα είχαν ακίδες και έμπαιναν στα πόδια μου και δεν έφευγαν, και αυτό το έκανες εσύ.
Κάθε μέρα παίζαμε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι με δυο παιδιά που περπατούσαν στα τέσσερα και γάβγιζαν σαν σκυλιά στις πόρτες. Η πισίνα λειτουργούσε, δίπλα στον Σαρωνικό, ένα συντριβάνι ίδιο με της Φοντάνα ντι Τρέβι με επιγραφή. Βουτούσα στο ένα έβγαινα στο άλλο και με κοιτούσες-δεν έμπαινες στο νερό, το βαθύ μέρος ήταν βαθύ πολύ. Τα μυστικά του κήπου έλεγες, ήταν μια ωραία ταινία, σα να έλεγες, χτύπα το κεφάλι σου στο ρηχό μέρος κι εγώ θα γελάω γιατί δεν θα πεθαίνεις. Υπήρχαν και άλλοι και δεν μας μιλούσαν, κρύβονταν στο σπίτι, έβγαιναν για να ψωνίσουν από το μανάβικο, κρέας που έτρεχε αίμα και λαχανικά ξεριζωμένα, μαγείρευαν? Δεν ξέρω αν μαγείρευαν, με έστελνες στο μανάβικο, αγόραζα κίτρινες και κόκκινες πιπεριές και φρέσκο βασιλικό. Φώναζες τα δυο παιδιά Απόλλωνα και Άρτεμη, τα δίδυμα που γεννήθηκαν στη Δήλο κάτω από τη μεγάλη, ανελέητη ζέστη.
Το έσκαγα και κολυμπούσα στη θάλασσα. Το ήξερες. Περίμενες να το σκάσω ,ήξερες πως δεν θα το έκανα  και πάλι το περίμενες. Η άμμος ήταν ξανθιά. Κρατιόμουν από αρμυρίκια για να μην πέσω, τρώγαμε τίποτα? Δεν τρώγαμε. Τα βράδια πηγαίναμε σε ένα μπαρ ξύλινο, παράγγελνες για μένα Dubbonet και έπινες από το δικό μου. Κανένας δεν μας πλησίαζε, γυρνούσαμε στο σπίτι, με άφηνες να κοιμηθώ και μετά έφευγες, χανόσουν σε διαδρόμους.
Έγραφα κάρτες σε παλιές μου συμμαθήτριες. Τις ταχυδρομούσα κι ας ήξερα πως δεν θα φτάσουν, πάλι στο μπακάλικο, μανιτάρια σαν πνευμόνια, φρούτα μεγάλα σαν γροθιές. Πρέπει να φύγω έλεγα,και γυρνούσα με το καλάθι και μια βιδωμένη γνάθο .Από κάτω ο Σαρωνικός με κορόιδευε. Κολύμπα σαν ψάρι έλεγε. Οι άλλοι έφευγαν μπροστά, εγώ κολυμπούσα στο συντριβάνι. Φώναζα το μικρό σου όνομα. Έκανες πως δεν ήσουν εσύ.
Είχα άβαφα χείλη και αλατισμένα μαλλιά, το μαύρο μου φόρεμα από τα φιλανθρωπικά και πέλματα με ακίδες. Τα μαλλιά μου κόνταιναν αντί να μεγαλώσουν. Πλενόμουν με μια πήλινη κανάτα. Λες και ήμασταν σε χρόνους αρχαίους, αγάλματα που ζωντάνεψαν, φιγούρες με ψηφιδωτά που έκαναν ένα βήμα μπροστά, που ξεκόλλησαν από τους τοίχους και άφησαν μόνο βότσαλα.
Το τελευταίο βράδυ, πάλι ντυμένος στα μάυρα, κοιμήθηκες στο κρεβάτι μου, δίπλα μου.Το πρωί άφησες ένα σημείωμα να φύγουμε μαζί.
Στο μπακάλικο έκλεψα 3 κραγιόν,Sabrina, Fire down below, Rain. Τρία ρουζ Amour, Exhibit A, Albatross. Τα έβαλα στην τσέπη. Δεν σε ακολούθησα. Τάισα τα παιδιά στην πύλη. Μου έγλειψαν τα χέρια.

Sunday, October 26, 2014

Γράμμα χωρίς αποστολέα και παραλήπτη

Περνάνε οι δρόμοι σαν τις νύχτες που έχω πονοκέφαλο, κέντρο Αθήνας με χρωματιστες πινακίδες και αδεσποτες γάτες στο διάβα μου κι εγω δεν ξέρω αν θέλω να τις χαιδεψω ή να τις κλωτσησω-κράτα με μη με παρασύρει ο κοσμος,κράτα με να μην τον παρασύρω εγω.εστρωσα ενα κόκκινο σεντόνι για να κρύβει το αίμα που βγαίνει κρύβεται οπως η ντροπη και λέω ασε με να σε κοιτάζω, ασε με να σε κοιτάζω μονο και μετα να φύγω δεν χρειάζεται να λέμε πολλα εξάλλου κουράζεται το στόμα και ξεραινεται και λέξεις δεν μπορει να προφερει.
Για αυτο φοραω κραγιόν μπεζ για να θυμίζει το στόμα των νεκρών αχρωμο και ξερό για αυτο φοραω τα παπούτσια που με πονάνε  
Τα φώτα σαν πληγωμένα πουλιά στην εθνική οδό και το παλτο σου είκοσι χρόνια στη ντουλάπα αφορετο 
Είπες θα μου μιλήσεις δεν μιλησες είπες θα με φροντίσεις δεν με φροντισες 
Με αφησες εδω στη λεωφόρο να σε περιμένω να έρθεις να με πάρεις κι εγω εκει 
Να σου αγοράζω καραμέλες με κανέλα που σ αρεσανε να μύριζω όμορφα Ουφ. Έρθεις και να σε φίλησω με τα σάπια μου δόντια 

Wednesday, May 28, 2014

hats off

χτες αγόρασα ένα πράσινο καπέλο, το χρώμα της ζήλειας. Η μαμά μου έλεγε πως είναι το χρώμα της ελπίδας και όταν τη ρώταγα χρώμα διάλεγε το πράσινο. Η μαμά μου δεν ήξερε τι σημαίνει ζήλεια-μερικοί άνθρωποι πάντα διαλέγουν τη χαρά.
Τα καπέλα προστατεύουν απ' τον ήλιο και καλύπτουν, το ήξερες πως η Γκάρμπο ξεκίνησε ως πωλήτρια σε κατάστημα καπέλων στη Στοκχόλμη?Παλιά υπήρχαν και θήκες, καπελιέρες, τώρα χάθηκαν και αυτές και τα κρεμάμε στο άγκιστρο στο δωμάτιο και μας μιλάνε σαν στρογγυλά στόματα.Παίρνουν ζωή μόνο όταν τα φοράμε?
Αγόρασα ένα πράσινο καπέλο, φτηνό και ευτελές σε αξία, για να καλύπτω το κεφάλι μου από τον ήλιο και το βλέμμα ενός ανελέητου θεού. Θα κρύβει τις ρίζες των μαλλιών μου όταν ξεπροβάλλουν με αναίδεια, θα ρίχνω την άκρη στο μέτωπό μου όταν δε θέλω να με βλέπουν-για ένα καθαρό μέτωπο ζούμε, για ένα φιλότιμο όπως έλεγε και ο Ιωάννου.
Όλοι οι άνθρωποι αγαπούν τα καλοκαίρια και εγώ αισθάνομαι ευάλωτη σαν νεογέννητο βρέφος. Ο ήλιος είναι υπέρλαμπρος και εμείς δίπλα του χλωμαίνουμε σε λάμψη, είναι απαιτητικός και ματαιόδοξος, κάποιοι θα μείνουν στη σκια με καπέλα και μακριά μανίκια, λένε πως έχουν ευαίσθητο δέρμα και πονάει τα μάτια τους αλλά μάλλον κρύβουν την αλήθεια που θέλει να ξεπροβάλλει.
Πράσινο, το χρώμα της ελπίδας και του φθόνου,παράξενο που συμβαδίζουν χέρι χέρι.

Wednesday, April 09, 2014

the skin we live in

εκχύλισμα σαλιγκαριών για δέρμα χωρίς σημάδια
τίποτα για τα σημάδια της ψυχής 
στα φαρμακεία προσφέρουν ελιξήρια νεότητας και πανάκειες
ακόμα για τα φάρμακα που γλυκαίνουν θες κόκκινες γραμμές αυτό δεν άλλαξε

τι έβαλαν τόσες γυναίκες τόσα χρόνια
υδράργυρο και κιμωλία ίζημα από τη γη βατόμουρα πατζάρια
χλώριο και οξυγόνο οξέα που πάνε όλο και πιο βαθιά μέχρι να πιάσουν κόκκαλο
εύφλεκτο οινόπνευμα
σαν να τιμωρούν το δέρμα τους να τιμωρούν έναν καμβά που δείχνει λάθη

φυσικά κανένας δεν θέλει να θυμάται τα λάθη του παρελθόντος
τα πρόσωπα συγχωρούν ή δεν συγχωρούν αλλά θυμούνται
λευκά, σκουρόχρωμα, με κηλίδες ή χωρίς
οι ενοχές μας απλώνονται αργά τις ώρες που δεν έχουμε ιδέα
ησύχασε δεν πονάει όσο νόμιζες
άσε το χέρι σου 

 

Tuesday, April 01, 2014

γράμμα στον οδυσσέα α.

μια γυναίκα στο δρόμο φοράει ροζ πουά γόβες
που βρήκε πουά γόβες αναρωτιέμαι
πάνω στη Σόλωνος που τα πεζοδρόμιο είναι τόσο στενό
ροζ παλ σαν ρώγες έφηβης κοπέλας, λευκές βούλες όπως πάνω σε μανιτάρια
οι γάμπες της είναι ολόισιες και χωρίς σημάδια 
άραγε κρυώνει χωρίς καλσόν
στο περίπτερο πληρώνω ένα μπουκάλι νερό με κέρματα των 5 λεπτών
ο περιπτεράς βλέπει τηλεόραση και μπροστά του είναι παραταγμένα τα ματ
δεν δείχνει να τον νοιάζει και πολύ
προτιμά να μετράει τάλιρα 
είναι ένα τόσο ωραίο απόγευμα
ήθελα τσάι σπιτικό κρύο με λεμόνι αλλά κανένας πια δεν το φτιάχνει
ο ουρανός είναι ένα ροδάκινο που περιμένει να φαγωθεί
είναι άνοιξη 
(θέλει δουλειά πολλή)

από μέσα μου τραγουδάω το la boheme
έχω δυό πράσινα μάτια με μπλε βλεφαρίδες είμαι τραγούδι
δεν είμαι τραγούδι όταν με κοιτάς
γίνομαι άνθρωπος με τρεμάμενα γόνατα που δεν ισορροπούν σε γόβες
οι σταθμοί είναι κλειστοί που να πάω
(άνοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω)
έχει γυρίσει ο ήλιος έχει γυρίσει από καιρό
ψάχνω το άλογο του Ριχάρδου του Τρίτου το αιματοβαμμένο στέμμα
ψάχνω το τρίτο στεφάνι του Ταχτσή το όπλο του Κώστα Καρυωτάκη
είναι βαθιά χωμένα κάτω στα πεζοδρόμια και πάνω τους κάνουν κλακ κλακ οι γόβες
(Θεέ μου πρωτομάστορα)
κι στα βουνά να με έχτιζες δεν θα σταματούσα να τραγουδάω 
και κάτω από τις κοίτες των ποταμών 
σου έγραφα από πίστη μου απαντούσες με γρίφους
κλείσε με στη θάλασσα εγώ θα βγω στη Λέσβο σαν το κεφάλι του Ορφέα
που ημέρωνε τα άγρια θηρία
(το σώμα του Μαγιού)

Monday, March 31, 2014

γύρη

Οι μέρες οι ηλιόλουστες είναι οι δυσκολότερες, όταν αλλάζει η ώρα-δεν τις αντέχεις. Αντέχεις πιο εύκολα το κρύο και τη βροχή και τα μεγάλα σκοτεινά απογεύματα, λες θα έρθει η άνοιξη και όλα θα είναι πάλι ωραία, θα βγουν τα κορίτσια περίπατο και θα χαμογελάσουν τα λουλούδια, θα έρθουν καλύτερες μέρες για μένα και για όλους
μα όταν έρχονται καταλαβαίνεις πως μεγαλύτερο ψέμα από αυτό δεν υπάρχει, οι ηλιόλουστες μέρες είναι εδώ και είναι το ίδιο σκληρές, το κρύβουν σε ένα μελιστάλαχτο ζεστό προσωπείο και πρέπει να ψάχνεις ξανά να βρεις παγίδες.
την άνοιξη αρχίζει ξανά η πανοπλία σου, γυαλιά ηλίου για να μην φαίνεται το βλέμμα, οι πρώτες ανησυχίες για τον ήλιο και την ακτινοβολία, ανησυχείς αν το καλοκαίρι θα είσαι όμορφη και ψάχνεις να βρεις ελαττώματα κι όταν πέφτει η νύχτα η ανησυχία μεγαλώνει
λες θέλω να γίνω γύρη
να αφήνω απαλή κίτρινη σκόνη στα μπαλκόνια να είμαι λεπτή και αόρατη σαν ιστός αράχνης, να γονιμοποιώ τα λουλούδια που ξεπροβάλλουν από τις φυλλωσιές
και να προκαλώ αλλεργίες, δάκρυα και μπουκωμένη αναπνοή χωρίς να με βλέπουν να τους περιβάλλω
να με φυσάει απαλά το αεράκι από τη μια άκρη της γης στην άλλη με στάσεις μόνο σε κάγκελα και παντζούρια ο ζεστός αέρας 
άσε με να γίνω γύρη να χαιδεύω τα δέντρα να χαιδεύω τα πρόσωπα
θα φύγω όταν ο ήλιος γίνει λαμπρότερος και το φως δυσβάσταχτο
την άνοιξη είμαστε πιο εύθραυστοι και βάζουμε πανοπλίες για να μην βλέπουν τα μάτια μας,γιατί κατά βάθος κλαίμε

Sunday, March 23, 2014

η βία των προαστείων

σαν καρτ ποστάλ μοιάζουν οι ηλικιωμένοι στα προάστεια λουσμένοι από το φως ενός πορτατίφ ή μιας οθόνης με ανοιχτές ή μισάνοιχτες κουρτίνες
Σάββατο βράδυ και μόνο τα φώτα του δρόμου και των αυτοκινήτων να μου λένε έλα μαζί μου, στον κήπο του διπλανού σπιτιού ένας γέρος μόνος του πάνω σε μια πλαστική καρέκλα να αφουγκράζεται τη σιωπή 
αυτά τα άδεια Σάββατα της ζωής μας με ένα βιβλίο στα γόνατα που δεν διαβάζουμε
ήχοι από το διπλανό διαμέρισμα ένα κουδούνι χτυπάει 
σβηστά τα φώτα στην κουζίνα μας ένα τηλέφωνο που χτυπάει και δεν το σηκώνουμε, διαφημιστικά έντυπα που ξεχάσαμε να ρίξουμε στον κάδο
η μάνα μου στον καναπέ να καθαρίζει πορτοκάλια με την ασπρόμαυρη ζακέτα της
"πονάς?¨ "ναι"
(κι εγώ πονάω μαζί σου)
τα παιδιά που μαζεύονται κι ο ήλιος που πέφτει, πάλι δεν έχει τίποτα στην τηλεόραση

κάποτε μου υποσχέθηκες πως θα με μάθεις να πλέκω τώρα τα χέρια σου δεν πάνε
έχουν στραβώσει σαν γέρικα δέντρα
θέλω να σου πω έλα να αλλάξουμε χέρια να κοπώ εγώ με το μαχαίρι που ρίχνεις τις πορτοκαλόφλουδες στο πιάτο, έλα να σου γράψω πάλι σημειώματα και να τα αφήσω στο πορτοφόλι σου 
ελα να παίξουμε ένα παιχνίδι να γίνουν τα μαλλιά σου μαύρα όπως πριν να σβήσουν οι κηλίδες στα χέρια σου
κάποτε στην θέση σου η μάνα σου φοβόταν το σκοτάδι και τον ήχο του τηλεφώνου
έλα να ανταλλάξουμε ιστορίες και να γίνουν τα χέρια σου λευκά
μα πονάς και δεν μπορείς να θυμηθείς και εγώ κλείνω την πόρτα και δεν ξέρω τι να σου πω