Δεν φεύγεις ποτέ, έτσι? Πάλι ήσουν εδώ και με κυνηγούσες κάτω από τα λευκά
σεντόνια-ένας ζεστός, καλοκαιρινός Φλεβάρης. Το τοπίο άλλαζε με μια κίνηση της παλάμης
σου σα να σβήνεις μαυροπίνακα. Ήσουν στα μαύρα και με περίμενες κάτω από μπαλκόνι ,τα ξύλινα πατώματα είχαν ακίδες και έμπαιναν
στα πόδια μου και δεν έφευγαν, και αυτό το έκανες εσύ.
Κάθε μέρα παίζαμε σε ένα στοιχειωμένο σπίτι με δυο
παιδιά που περπατούσαν στα τέσσερα και γάβγιζαν σαν σκυλιά στις πόρτες. Η
πισίνα λειτουργούσε, δίπλα στον Σαρωνικό, ένα συντριβάνι ίδιο με της Φοντάνα
ντι Τρέβι με επιγραφή. Βουτούσα στο ένα έβγαινα στο άλλο και με κοιτούσες-δεν
έμπαινες στο νερό, το βαθύ μέρος ήταν βαθύ πολύ. Τα μυστικά του κήπου έλεγες,
ήταν μια ωραία ταινία, σα να έλεγες, χτύπα το κεφάλι σου στο ρηχό μέρος κι εγώ
θα γελάω γιατί δεν θα πεθαίνεις. Υπήρχαν και άλλοι και δεν μας μιλούσαν,
κρύβονταν στο σπίτι, έβγαιναν για να ψωνίσουν από το μανάβικο, κρέας που έτρεχε
αίμα και λαχανικά ξεριζωμένα, μαγείρευαν? Δεν ξέρω αν μαγείρευαν, με έστελνες
στο μανάβικο, αγόραζα κίτρινες και κόκκινες πιπεριές και φρέσκο βασιλικό. Φώναζες
τα δυο παιδιά Απόλλωνα και Άρτεμη, τα δίδυμα που γεννήθηκαν στη Δήλο κάτω από
τη μεγάλη, ανελέητη ζέστη.
Το έσκαγα και κολυμπούσα στη θάλασσα. Το ήξερες. Περίμενες
να το σκάσω ,ήξερες πως δεν θα το έκανα
και πάλι το περίμενες. Η άμμος ήταν ξανθιά. Κρατιόμουν από αρμυρίκια για
να μην πέσω, τρώγαμε τίποτα? Δεν τρώγαμε. Τα βράδια πηγαίναμε σε ένα μπαρ
ξύλινο, παράγγελνες για μένα Dubbonet
και
έπινες από το δικό μου. Κανένας δεν μας πλησίαζε, γυρνούσαμε στο σπίτι, με άφηνες
να κοιμηθώ και μετά έφευγες, χανόσουν σε διαδρόμους.
Έγραφα κάρτες σε παλιές μου συμμαθήτριες. Τις ταχυδρομούσα
κι ας ήξερα πως δεν θα φτάσουν, πάλι στο μπακάλικο, μανιτάρια σαν πνευμόνια,
φρούτα μεγάλα σαν γροθιές. Πρέπει να φύγω έλεγα,και γυρνούσα με το καλάθι και
μια βιδωμένη γνάθο .Από κάτω ο Σαρωνικός με κορόιδευε. Κολύμπα σαν ψάρι έλεγε.
Οι άλλοι έφευγαν μπροστά, εγώ κολυμπούσα στο συντριβάνι. Φώναζα το μικρό σου
όνομα. Έκανες πως δεν ήσουν εσύ.
Είχα άβαφα χείλη και αλατισμένα μαλλιά, το μαύρο μου
φόρεμα από τα φιλανθρωπικά και πέλματα με ακίδες. Τα μαλλιά μου κόνταιναν αντί
να μεγαλώσουν. Πλενόμουν με μια πήλινη κανάτα. Λες και ήμασταν σε χρόνους
αρχαίους, αγάλματα που ζωντάνεψαν, φιγούρες με ψηφιδωτά που έκαναν ένα βήμα μπροστά,
που ξεκόλλησαν από τους τοίχους και άφησαν μόνο βότσαλα.
Το τελευταίο βράδυ, πάλι ντυμένος στα μάυρα,
κοιμήθηκες στο κρεβάτι μου, δίπλα μου.Το πρωί άφησες ένα σημείωμα να φύγουμε
μαζί.
Στο μπακάλικο έκλεψα 3 κραγιόν,Sabrina, Fire down below, Rain. Τρία ρουζ Amour, Exhibit A, Albatross. Τα
έβαλα στην τσέπη. Δεν σε ακολούθησα. Τάισα τα παιδιά στην πύλη. Μου έγλειψαν τα
χέρια.