Sunday, June 29, 2008
μελτέμια
Monday, June 23, 2008
ο ζεστός αέρας
Saturday, June 21, 2008
to market! to market!
μπισκότα κάθε είδους, με σοκολάτα, με αμύγδαλο, με φράουλα, βουτύρου
και τραγανές γκοφρέτες με πραλίνα
σοκολάτες στο χαρτί με τζίντζερ και κανέλα
τα δυο μου μάτια αχόρταγα
προσπερνώ τα προιόντα διαίτης
γάλα για πεινασμένα μωρά σαν μικρά χελιδονάκια στη φωλιά
μερέντα μέλι φυστικοβούτυρο σαλέπι
μαρμελάδα σύκο και μύρτιλλο, κάστανο
για πρωινά στην εξοχή
φραγκοστάφυλο και βατόμουρο σε φρυγανισμένο ψωμί
σταγόνες κουβερτούρας
τα μπαχάρια παράδεισος, κανέλα πάνω σε ζεστό ρυζόγαλο,
μοσχοκάρυδο, πιπέρι να γαργαλάει τη γλώσσα
το αλάτι της γης
παιδιά στα καρότσια προσπαθούν να πιάσουν τα χρώματα
τα χέρια τους σαν φάροι
τσάι φερμένο από την Κίνα σε πλοία ξύλινα
καφές απ' τη Σουμάτρα
τις νύχτες που ξαγρυπνούν οι ερωτευμένοι
στα ταμεία μπάλες μέντας λιώνουν στο στόμα
μαστίχα χιώτικη αχ αυτές οι σταγόνες
καραμέλες βουτύρου στον πάτο της τσάντας μου
σαν χιλιάδες χαμένα κλειδιά της μνήμης
Saturday, June 14, 2008
χωρίς ανάσα
ο ήλιος με θαμπώνει .σα να βλέπω άστρα μέρα μεσημέρι .βλέπω τα νερά, τα παιδιά που παίζουν, τα πολυτελή κότερα να βαριούνται στα ανοιχτά, πιάτα με φρέσκο ψάρι για χατήρι των πρωτευουσιάνων, και τα κοιτάζω σα να ναι για πρώτη φορά, σα να μην έχω περάσει όλη μου τη ζωή εδώ, μέσα στα χώματα και την άμμο.
δεν ξέρω πως περνάνε οι νύχτες μου. ίσως κάπου να αναβοσβήνει μια τηλεόραση. ίσως κάπου να τσουγκρίζουν ποτήρια, θανατηφόρα δηλητήρια, το κόκκινο φόρεμα στην ντουλάπα όπως πάντα, πετάω από δω και από κει, δείξε μας πως φουμάρουν οι μάγκες, δε μου πάει που είναι όλοι χαμογελαστοί, ίσως και να ξέρουν καλύτερα βέβαια, νιφάδες με βρώμη για μεσημεριανό, δεν έχω γονείς, δεν έχω παρελθόν, περπατάω στην άμμο, δυο παρατημένες βάρκες, κατεβάζω το γείσο του καπέλου για να μη βλέπουν το πρόσωπό μου, τα μικρά αστράκια στα μάτια μου, δεν θέλω να ξέρουν, θέλω να το ξέρω μόνο εγώ και κανένας άλλος.
Friday, June 13, 2008
στα έρημα σοκάκια
Thursday, June 05, 2008
εικόνες
δώστε μου λευκά πλαίσια
να τοποθετήσω το σώμα μου, τα χέρια μου, τα ρίγη μου.
να ξεχειλίσουν οι κορνίζες απ΄το αίμα μου
τα μαύρα μανιτάρια στην καρδιά μου
οι νεκρές φύσεις στο βλέμμα μου.
να κοιμηθώ μια βραδιά
σα να 'μαι ορφανή, υγρή, μόνη στον κόσμο
κανένας να μη νοιάζεται
και η αγκαλιά αδειανή από λουλούδια και υποσχέσεις.
στους δρόμους ενός κέντρου
διαλύομαι σαν ατμός
στα χέρια των αγνώστων.
Wednesday, June 04, 2008
στα νεκρά μου δάχτυλα
οι ρυτίδες της μάνας μου γύρω από το στόμα
λαμποκοπάνε τα πρωινά
οι νύχτες γλιστράνε σαν πρωινές δροσοσταλίδες.
Τις μέρες μου
καίγεται η άσφαλτος
τα ρούχα μου σε σωρούς στο πάτωμα
κρεμ, γαλάζια, ροζ και λευκά πέταλα
κάθε ρούχο και μια πόλη, μια μυρωδιά, ένα αγχωμένο τσιγάρο στα ανοιχτά.
Δε μου φτάνει το νερό.
Διψάω, αυτές οι κοκκινίλες στο λάρυγγα
δεν προκλήθηκαν από χέρια, όνειρα, χαμογελαστά πρόσωπα.
Μόνο η αίσθηση του πνιγμού
δυο τρεις ανάσες έξω απ' το Μακρονήσι,
την ώρα που κοιμόταν το παιδί στο πίσω κάθισμα
μια γεύση μούχλας μέσα στο στόμα μου
και ο καιρός να περνάει, αγέρωχος, σα βοριάς, σα να κοιμούνται πια όλοι οι θεοί.
και γεννιόμουν,
γεννιόμουν μέσα σε καμπίνες και διαδρόμους
σε βρώμικα ποτήρια του καφέ και λεκιασμένα στρώματα,
γεννιόμουν σε στεγνωμένα χείλη και ροζιασμένα χέρια.
και πονούσε η ανάσα,
πονούσε το βλέμμα, το δάκρυ που δε βγήκε,
ο λυγμός που κατέβηκε στο λαιμό ξανά.
Δεν κοιμόμουν.
Και όταν τα βλέφαρά μου έκλειναν, έβλεπαν το θάνατο.
αγέρωχο σαν το βοριά, να προχωράει στο θρίαμβό του.