η χώρα μου
ταξιδεύει μέσα σε ξεχασμένες ηρωικές επετείους και οστεοφυλάκια
κομματιάζει με τις πόρπες της ζώνης τα μάτια της περηφάνειας
κολακεύει και κολακεύεται,
διαρρηγνύει τα ιμάτιά της
πως είναι ακόμα παρθένα
μα στην καρδιά της μια αριθμομηχανή
χτυπάει διαρκώς ποσά για την ώρα που διέθεσε.
Βάζει ακριβά αρώματα πάνω στο λεκιασμένο της λαιμό
στα λασπωμένα της χέρια ματωμένα μονόπετρα
και προχωράει
σε μια ακέφαλη παρέλαση
τη συνοδεύει
μια λεπρή μπάντα
Thursday, October 30, 2008
Sunday, October 26, 2008
be...
μου λείπουν τόσο τα πρωινά μαζί σου
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.
τα χέρια στο σαγόνι σου με τις πρωινές εφημερίδες
οι αναστεναγμοί σου πριν κοιμηθείς,το τρίξιμο του κρεβατιού σου.
τα ταξίδια μας τόσα χρόνια στα καράβια
ο καπνός του τσιγάρου σου να φεύγει σαν τα χρόνια, αυτή η θαμπάδα του δέρματος στους καρπούς σου, κι όμως έλαμπες.
και όταν κοιτούσα αυτές τις παλιές φωτογραφίες σου
κι οταν έψαχνα τις τσέπες σου κρυφά
ήσουν δικός μου,μόνο δικός μου,στα μικρά παιδικά μου χέρια.
και ήσουν ο δικός μου ήρωας,αλάθητος, ανίκητος.
και κρατούσες τη ζωή μας όπως κρατούσες το τιμόνι, τραγουδώντας τη ζωή
κι εγώ να μετράω τις ουλές σου
τις πινελιές του πράσινου στα μάτια σου
τον ήχο του κλειδιού σου στην πόρτα
να σε παρακαλάω να μου λες ιστορίες, κι εγώ η μικρή μις μάκβεθ
να κρεμιέμαι απ τη ζωή σαν από τύχη, να λέω
είμαι σαν κι εσένα
σάρκα και οστά, και σου ρουφάω τη ζωή, είμαι το δικό σου αίμα.
κι όταν ανάσαινες ήσουν η δική μου αναπνοή και όταν πέθαινα εσύ ο θάνατος μου
-όσο ζω θα ζεις, ούτε μια μέρα παραπάνω-
και κρατάω το σακατεμένο σου δάχτυλο ακόμα
τα μάτια σου με πονάνε
κι όσο κοιμάσαι ταξιδεύει η ζωή
κι εσύ τρεμάμενος γερνάς-κι εγώ δε σε κρατάω πια απ' το χέρι.
Thursday, October 16, 2008
και ανυπομονώ
να έρθει ξανά ένας χειμώνας
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.
Sunday, October 12, 2008
betjeman
Here where the
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman
cliff's alone prevail
I stand alone, exultant, free
and from the cushion of the gale
behold a huge
consoling sea.
john betjeman
Saturday, October 11, 2008
october songs
τα τραγουδια του οκτώβρη δεν τα πε ποτέ κανείς
αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.
αρχίζει η εποχή με τα κομμάτια ξεραμένου δέρματος
στις παλάμες μου
τα σημάδια από τα ρούχα στο δέρμα μου
τα απομεινάρια πικνικ στα πάρκα
τα ψίχουλα που περίσσεψαν από ένα κυριακάτικο γεύμα
πόσο λυπάμαι,τα χρόνια που φύγαν,χαμένα, πριν να γνωρίσω εσένα
κοκκινίζουν τα χείλη από την αναμονή
όταν ξαγρυπνάω τις αυγές με τα χρώματα των ρόδων
τα γλυκά σου χρώματα όταν κοιμούνται τα πουλιά
κι εσύ ταξιδεύεις, ιερή μέσα στους αφρούς της θάλασσας
που σιγά σιγά κρυώνει
στις αγκαλιές αφίλητων αγοριών.
κι αν κοιμηθώ στην αγκαλιά σου
θα ναι για πάντα
η ομορφιά που δεν πονάει λίγες στιγμές
σαν σβηστή λάμπα τα απογεύματα
ο μεγάλος ύπνος, η καρδιά που σταμάτησε επιτέλους να ματώνει.
Subscribe to:
Posts (Atom)