να έρθει ξανά ένας χειμώνας
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.
No comments:
Post a Comment