Thursday, October 16, 2008

και ανυπομονώ

να έρθει ξανά ένας χειμώνας
πάνω στα πατάρια των καφενείων γυναίκες φορούν έσάρπες κεντημένες
φερμένες από χώρες ξωτικές
κεντημένες από μάγισσες του Καυκάσου
με τα στόματα του βοριά να φυσούν στις άκρες
του ορίζοντα
το χρώμα του λυκόφωτος στις ραφές
σπουργίτια αθώα στα κλαδιά αιώνιων δέντρων
το χρώμα του βάθους του ωκεανού της καρδιάς σου
της αβύσσου της δικής μου
μαλακό μαλλί από ανάσες αγέννητων βρεφών
στον αργαλειό πλεγμένο
στα υγρά υπόγεια, στις γωνιές στοιβαγμένες κιτρινισμένες εφημερίδες.
και λέω δε θα κρυώνω πια
οι ώμοι μου θα ναι ζεστοί και φιλόξενοι
μα κάτι μέσα μου τρίζει-σαν τα τζιτζίκια που πιάναμε κάποτε στις ιδρωμένες μας παλάμες
και δεν μπορώ να σταματήσω να φοβάμαι
όσο ο κόσμος γυρίζει και αυτό το φθινόπωρο,
η υγρασία με σκοτώνει.

No comments: