κάνει κρύο το βράδυ στους στρατώνες των πόλεων
ακόμα κι αν διασκεδάζουν όλοι με αλκοόλ και καπνό
κάπου φεύγει η χαρά χωρίς να φαίνεται ο ρόδινος καπνός της.
κι ας μυρίζει η χαρά πιπερόριζα και βατόμουρο
και σοκολάτες, κι ας περπατάει γελώντας
δεν γελούν πια τα παιδιά, δεν κρατούν μπαλόνια.
κι εγώ μέσα σε υπόγειους σιδηροδρόμους
διπλώνω και ξεδιπλώνω τα δάχτυλά μου για ζέστη
μυρίζω τον καρπό μου για θαλπωρή
αχ και να χε το αρωμα πατρίδα
και ακούω πως αρπάξαμε φωτιά, σαν τα ξερά τα φύλλα-
με ρωτούν για την ελένη, αχ ελένη
και η δικιά μου ελένη με μάτια κόκκινα με ψάχνει
και φωνάζει το όνομά μου ασταμάτητα τις νύχτες με το τριμμένο της φουστάνι
κι εγώ ματώνω ανήμπορη σε ένα πεζοδρόμιο
σαν φύλλο ξερό που δεν άρπαξε φωτιά, μα το παίρνει ο άνεμος και το πάει
εκείνος όπου θελει
No comments:
Post a Comment