Wednesday, October 28, 2009

ιωσήφ

εκατομμύρια οδήγησες στο θάνατο
κι εκείνοι σε δόξαζαν
οι οικογένειες ων νεκρών, τα θύματα από τις δίκες σου, οι εργάτες στα καταναγκαστικά σου έργα.
τσάρε της φρίκης.

έγινες εφιάλτης και λατρεύτηκες.
και σιωπηλά, μασούσες το στόμιο της πίπας σου.
κατω από το αρρωστημένο φως του γραφείου σου δεν φαίνονταν τα σημάδια της ευλογιάς.
γιε του Καυκάσου. Απόγονε του Προμηθέα.
Τι κι αν η φωτιά που έδωσες σκότωνε με τις αναθυμιάσεις της.

Και νίκησες. Με αμέτρητα κομμένα μέλη και σφαίρες στο λαιμό.
ένας στρατός φρίκης γυρνούσε από το μέτωπο. τους εκτέλεσες.
ο γιος σου έπεσε στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
κι εσύ γύρισες τη σελίδα της πράβντα.

κι έγινες θεός. με τα κίτρινα μάτια του αρπακτικού.
θεέ ασιάτη, Βάαλ της Σιβηρίας, δε χόρταινες.
στα σωθικά σου θυσίαζαν ζωές και ιδέες και ελπίδες.

Το αγαπημένο σου βιβλίο ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός.
Ποιος Δρ. Φάουστ, ποιος Μεφιστοφελής.
Είναι η μοίρα να μισούν τους δυνατούς.
Ειναι η μοιρα να μισούν τους επιζώντες.
Είναι κρίμα να μη μπορείς να δικαιολογηθείς.

Και κάτω από τις κοζακικές λόγχες
που μίσησες
τα άγρυπνα μάτια του Μπέρια
όλες τις επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα
πάντα κάτι τέτοιες μέρες σε θυμάμαι,
Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Γιουγκασβίλι, γιε του τσαγκάρη.

Tuesday, October 27, 2009

μαλβίνα

κι εσύ
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.

Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.

Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.

Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.

Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.

Monday, October 19, 2009

τα απόνερα της καρδιάς μας

θα έρθει
χορεύοντας ένα παλιό ζειμπέκικο
στον ρυθμό αυτών των εννέα ογδώων θα σηκώσει τις φτέρνες του

ένα δρεπάνι λουστρίνι

η γλυκιά γεύση του ατσαλιού πάνω στη γλώσσα

"θεέ μου, τη δεύτερη φορά.." κι αν δεν υπάρξει πρώτη, αναρωτιέμαι
δεν πίστεψα στον έρωτα μα εκείνος με κηνυγά

κι εγώ σαν θήραμα αβοήθητο τεντώνω τα αυτιά μου
στηλώνω τα μάτια μου
και να κουνηθώ δεν μπορώ

θα έρθει χορεύοντας στον ρυθμό των εννέα ογδώων
θα με ζητήσει για ντάμα
θα χώσει στο στήθος μου μια τανάλια
να με σφίγγει όταν θα σε σκέφτομαι

κι εγώ με τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στις σαπουνάδες
κρύβομαι από τα σύννεφα, για να μην καώ
από τη δική μου την αντανάκλαση.