κι εσύ
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.
Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.
Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.
Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.
Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.
No comments:
Post a Comment