μπήκε ξαφνικά το κρύο μέσα στη ραχοκοκκαλιά,
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.
και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)
Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.
Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.
No comments:
Post a Comment