Άνδρες που δεν άξιζαν
σταγόνα της αγάπης μου
που ρούφηξαν το φιλί μου
σιγά σιγά
μέχρι να πνιγούν
και το αίμα τους να βγει από την άκρη των χειλιών τους
με ένα άρρωστο χαμόγελο
απόψε σας εξατμίζω σε έναν άνεμο που μαστιγώνει.
Ήρθε η στιγμή να ελαφρώσετε το στήθος μου.
Για χρόνια βάραιναν τα μάτια μου τα κορμιά σας.
Τα χειμωνιάτικα απογεύματα
οι γοργόνες -μισές γυναίκες, μισές δελφίνια, ολόκληρες ψυχές
παίζουν και βουτούν γελώντας
σε ένα ρυάκι στη μέση του πελάγου
γλυκόπιοτο και ζεστό,
φτιαγμένο απ'ο τα δάκρυά σας.
Και δεν νοιάζονται για τους εξόριστους ναυαγούς
τους φυλακισμένους
τους τρελαμένους από δίψα.
Wednesday, October 12, 2011
Friday, October 07, 2011
"οταν σε περιμενω και δεν έρχεσαι"
σκέφτομαι πως όλος ο κόσμος είναι
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
μια στιγμή
που θα δω
να καθρεφτίζομαι στα μάτια σου.
Wednesday, October 05, 2011
η πρωτη φορά
την πρωτη φορά που κάναμε έρωτα ήταν σαν να μην έδυσε
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
Subscribe to:
Posts (Atom)