την πρωτη φορά που κάναμε έρωτα ήταν σαν να μην έδυσε
ο ήλιος το απόγευμα
τα μάρμαρα στο πάτωμα αντανακλούσαν
το χρόνο που χάσαμε
ήταν ένας αιώνιος κήπος με πέτρινα αγάλματα, ποτισμένος με τα νερά της Στυγός.
Δεν θυμάμαι τι φορούσες
τι χρώμα είχαν τα μάτια σου
μόνο πως η ανάσα σου έφερνε το κλάμα απο χιλιάδες ξημερώματα
από ταξίδια και από πλοία και σταθμούς και στιγμιαίους καφέδες
που διαλύονταν για να φτάσουν στην αγκαλιά μου
στο στρογγυλό μέρος του στήθους μου,
στην καμπύλη του αγκώνα μου.
Σε μια γωνιά έκλαιγε ο Θάνατος.
Ίσως και να μιλήσαμε μετά, ίσως και να μην είπαμε τίποτα.
Θα ήθελα να θυμάμαι το άγγιγμά σου, να φυλάκιζα την άκρη των χειλιών σου.
Να φιλήσω το γυμνό ώμο σου, τα σημάδια σου ζεστά από το σώμα μου.
Στον αναστεναγμό σου ίσως και να ήμασταν ένα.
1 comment:
τέλειο!
Post a Comment