τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
Sunday, January 22, 2012
Friday, January 20, 2012
καημός
δεν ξέρω τι με πονάει περισσότερο
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
το πράσινο των δέντρων
τα χείλια της μάνας μου στον καθρέφτη μου
ή η ζαλάδα του έρωτα
που δεν έρχεται.
Thursday, January 19, 2012
γράφοντας πονάς περισσότερο
γράφοντας πονάς περισσότερο, εισπνέεις τους καπνούς του τσιγάρου σα ναυαγός, ατέλειωτες νύχτες στα κρύα πλακάκια του μπάνιου, ο θάνατος αναπνέει στο λαιμό μου, ιδανικοί αυτόχειρες, το καλοκαίρι ήρθε και έφυγε και εγώ δεν πήγα πουθενά, σε έκρυβα στο μαξιλάρι μου για να μην σε δει ο ήλιος και σε κάψει, τώρα έρχεται η άνοιξη και δες με έχω ζαρώσει, είμαι ένα μικρό μικρό μπαλάκι, χωράω στο χέρι σου χωράω στην παλάμη σου, δεν κλαίω γιατί ξέμαθα, μια ζωή με τα μάτια ανοιχτά και το χέρι απλωμένο,αγάπα με αγάπα με, είμαστε τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν, φοβόμαστε το σκοτάδι και τους έρημους δρόμους, τα κορμιά μας στέγνωσαν, καραμέλες τριαντάφυλλο και ταβόρ και αλκοόλ, μυρίζουμε γάλα και καπνό και απόγνωση, τα βράδια γυρνάμε σε σταθμούς τρένων σαν ξωτικά, πιάνουμε φιλίες με γάτες, αγκαλιάζουμε τις κολώνες για να ζεσταθούμε, με ένα μαχαίρι στο στήθος μας
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
με ένα δολοφόνο μέσα μας.
Tuesday, January 17, 2012
σταχτη
σαν να είμαι ένα ξύλο στο τζάκι χωρίς παρελθόν που μαζεύτηκε από ένα νεκρό δάσος, από κάτω μου άνθιζαν λουλούδια και βοτάνια, μάζευα νερά και μέλισσες, τώρα καίγομαι για να ζεσταίνω τους άλλους και μετά με ξεχνάνε
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
λάμπω για λίγο και μετά γίνομαι γκρίζα σκόνη
είμαι όμορφη και νέα και επικίνδυνη αν με πιάσεις θα σε κάψω γιατί σε ζεσταίνω
είμαι αίμα είμαι σπέρμα
κάνω έρωτα με σίδερα
καίω άχρηστα χαρτιά δεν έχω έλεος
απαιτώ το βλέμμα την προσοχή τον έρωτα
δεν τα παίρνω ποτέ όπως τα θέλω.
είμαι ορμή.
είμαι νερό.
είμαι παρελθόν και μέλλον.
είμαι χιλιάδες γέννες ενόχων.
με καταράστηκαν να ζεσταίνω τα μέλη σας.
Monday, January 16, 2012
οι γυναίκες του πρωινού
θέλουν να ουρλιάξουν
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
μπροστά στα ράφια
ζεσταίνονται μέσα στα χοντρά τους παλτά
τα χέρια τους πονάνε
κουβαλάνε βλέπεις αναμνήσεις και πόθους
και θέλουν να πετάξουν από πάνω τους τη σιωπή τη στοργή και τα θέλω των άλλων
χαμογελούν στωικά.
αφήνουν να τους πάρουν τη θέση.
έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τα κάτω.
κάποτε ίσως να ήταν νέες
να είχαν μαύρα μάτια και κάρβουνα στην ψυχή.
τα βράδια έρχονται στον ύπνο μας σαν πουλιά
κάνουν στα όνειρά μας τα ταξίδια τους
καπνίζουν τα τσιγάρα μας
φιλούν τους άντρες μας
μας ξεσκεπάζουν
και από μέσα τους γελάνε.
και όταν ξυπνούν είναι τα μάγουλά τους κόκκινα
και η ανάσα τους πιο γρήγορη.
για μια στιγμή.
για ένα λεπτό.
όσο κρατάει η ευτυχία.
Thursday, January 05, 2012
βαφες
ακόμα και όταν βάφεις τα φριχτά καλύμματα ελπίζεις πως μαζί τους βάφεις ξανά
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
την άχρωμη ζωή σου,
σβήνεις το χρώμα με δηλητηριώδη άλατα και καυτά νερά,
δεν ξέρεις πού θα σε βγάλει,
αν το χρώμα είναι ομοιόμορφο και όπως το περιμένεις,
ο κάδος στριφογυρίζει
σαν το μυαλό σου
σαν τις σκέψεις σου
ακόμα και όταν βάφεις τα μαλλιά σου
προσπαθείς να κρύψεις το χρόνο
τους προγόνους σου
τα λάθη σου
θες να φτιάξεις καινούριους καμβάδες
να απλώσεις χρυσό και πορφύρα και λαμπερές πινελιές
μα πάντα
ξανά κερδίζει το γκρίζο
τα σκασμένα χείλη
το φτηνό ύφασμα
και σαν τον άδειο κάδο
είναι και η καρδιά σου.
Wednesday, January 04, 2012
οι ηλιολουστες μερες
ήταν όμορφα χτες στο Χαλάνδρι, ο ήλιος χάιδευε τα πεζοδρόμια, τις μύτες των παιδιών και τα κασκόλ στις τζαμαρίες, shalimar initial στους καρπούς μου, ένα καθυστερημένο δώρο, βελούδινες πούδρες chanel, περπατώ με σίγουρο βήμα όταν ο λύκος δεν είναι εδώ γιατί εγώ είμαι ο λύκος, είμαι η La Lupa η λύκαινα με τη Μανιάνι, τα μάτια μου είναι φωτεινά δες.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Τα βράδια καίω φλούδες πορτοκαλιού στο τζάκι,δεν ξέρω γιατί το κάνω αυτό, μου αρέσει να βλέπω τις ζουμερές σάρκες να καίγονται, τόσο χυμώδεις τόσο μαύρες, τόσο πυρωμένη η μασιά όσο η καρδιά μου, την ακουμπάω αλλά δεν καίγομαι, είμαι μάγισσα, είμαι λύκαινα,
είμαι ένα κορίτσι σαν όλα τα άλλα, τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό,στροβιλίζομαι στο πεζοδρόμιο, κοίτα,κοίτα
πετάω.
Subscribe to:
Posts (Atom)