τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια
που ντρέπονταν να μας φιλήσουν
ντρέπονταν να δουν τον πόθο μας
που κάπνιζαν μαζί μας τσιγάρα και όνειρα στα σκαλοπάτια έρημων κτιρίων
τι απέγιναν τα ζεστά χέρια τους
τα κοχύλια που είχαν στα δάχτυλά τους
τα μαύρα πανωφόρια τους.
στράγγιζαν τα βράδια μας με τη μυρωδιά τους
θέλαμε να μας σκεπάζουν τις νύχτες
κλαίγαμε και λέγαμε πως φταίει ο καπνός
τους βλέπαμε να διαλύονται στην άμμο.
τι απέγιναν όλοι οι άνδρες που αγάπησα
που έδωσα ανάσες και μεθυσμένα φιλιά και ρίγη
που αποκοίμησα στο στήθος μου
που ήπιαν τον καφέ μου και τις λύπες μου
που μαχαίρωσα με το σώμα μου και σημάδεψα με το αίμα μου
τι να απέγινε ο ιδρώτας τους
άραγε με σκέφτονται
σαν παρθένα ή σαν ιέρεια μαυροντυμένη
σαν κορίτσι ή σαν κάτι πεθαμένο
με μπλε χείλη από το κρύο και την αναμονή
ή ανθισμένη από αγάπη
σημαδεμένη από μαχαίρια θυσίας
υποταγμένη στους όρκους τους
ή ίσως λευκοντυμένη με γρήγορη ανάσα
κάπου στις γκρίζες πόλεις.
1 comment:
Τί απέγιναν; Αφήνω τον Γκάτσο να σου απαντήσει, Ξωτικό:
''[...] στο μοίρασμα τ' ανέμου,
πάνω στην ανηφοριά,
πήρ' ο ένας τον μα'ί'στρο,
πήρ' ο άλλος τον βοριά... [...]''
Σάκης
Post a Comment