Sunday, September 29, 2013

in memoriam

του φοράει μια καρφίτσα στο πέτο του.με ένα φυλαχτό για να μην τον ματιάζουν. η μπλούζα του καλοσιδερωμένη και φρεσκοπλυμένη,το παντελονάκι του με τσάκιση σαν μεγάλου.
όλοι τον κοιτάζουν στο βαγόνι του τραίνου. είναι όμορφος είναι όμορφος είναι όμορφος επαναλαμβάνει από μέσα της,είναι όμορφος και ας λέτε εσείς.το δέρμα του σαν το πτι μπερ που κάθε μέρα του βάζω στην κρέμα, σταρένιο,φρεσκοψημένο.τα μαλλιά του μαύρα μαύρα σαν τα μάτια του βελούδινη νύχτα. 
κουνάει τα πόδια του σαν να παραπονιέται.την κοιτάζει σαν να της λέει πως κουράστηκε και θέλει να πάει στο κρεβάτι του,απλώνει ικετευτικά το χέρι προς τη μεριά της.
Ο γιατρός δεν ήταν αισιόδοξος. Δεν θέλω να σας στενοχωρήσω αλλά τα νέα δεν είναι καλά.
Δυστυχώς.Λυπάμαι.Κουράγιο.
Τρεις λέξεις θανατική καταδίκη. Μου ξεριζώνετε την ψυχή σα να βγάζετε σάπιο δόντι πήγε να του πει.Καταλαβαίνω αν θέλετε να κλάψετε,κάναμε ότι μπορούμε.Δύσκολη περίπτωση πολύ.Είστε πολύ νέα.Σύζυγος υπάρχει?
Θα έπρεπε να είστε έξω με τις φίλες σας, να χαζεύετε βιτρίνες, να γελάτε,να σας κρατάει κάποιος το χέρι με στοργή.
Δεν μίλησε καθόλου.Πήρε το καρότσι και πήγε προς την έξοδο. 
Ανησύχησε μήπως τα πόδια του κρυώνουν, να μην κρυώσει, να τον σκεπάσω με την κουβέρτα,από τη βιασύνη ξέχασα τις κάλτσες,θα κρυώσει και θα φταίω εγώ.Θα πλέξω το χειμώνα γαλάζιες και κίτρινες,κίτρινες και γαλάζιες,με ρίγες και σούρες,θα καθόμαστε μαζί στην κουζίνα να του πλέκω.
Την ξανακοιτάει σαν να της λέει φοβάμαι.Κι εγώ θέλει να του πει,κι εγώ φοβάμαι.
Φοβάμαι που δεν σε βλέπουν τόσο όμορφο όσο σε βλέπω εγώ.Φοβάμαι που ψιθυρίζουν.Φοβάμαι τα βλέμματα του οίκτου.Φοβάμαι τις συζητήσεις πίσω από την πλάτη μου και τις εκφράσεις σηκώνει μεγάλο στραυρό και κρίμα.Αυτές τις λέξεις τις λένε για να με τρομάξουν.
Δεν ξέρουν πως εγώ είμαι η πιο ευτυχισμένη μητέρα του κόσμου.Και το πιο όμορφο παιδί του κόσμου είσαι εσύ.

Thursday, September 05, 2013

coney island cream

Πέρασαν οι διακοπές και μας χαιρέτησαν,σε λίγο καιρό τα σαββατοκύριακα δεν θα ζητάμε τη θάλασσα,θα λέμε για αρωματικά τσάγια και κόζυ καφέ στο κέντρο, θα φοράμε μια χιλιομπαλωμένη μάλλον ζακέτα του πατέρα μας που λάπως θα μας τσιμπάει το μαλλί μά θα το αντιμετωπίζουμε με τρυφερότητα,θα λέμε τι ταινία θα δούμε απόψε, οι ειδήσεις των 9 των 10 τα πονεμένα πόδια μας όλη μέρα στους δρόμους, τα παιδιά γράφτηκαν στο φροντιστήριο, οι νεότεροι θα ξεχάσουν τα αλμυρά φιλιά που αντάλλαξαν σε κακόγουστα beach bar και θα αναζητήσουν νέα φλερτ, νέους έρωτες, θα βαφτούν πάλι με τα χρώματα του πολέμου, θα διηγούνται περιπέτειες διακοπών ή απογεύματα στο χωριό τους-και στα μέρη μου η θάλασσα το καταλαβαίνει,θυμώνει και αφρίζει.
την παρακολουθώ να παραπονιέται να εγκαταλείπεται και με το κύμα της να ξερνάει κομμάτια ξύλο ,σπασμένα πιάτα και πλακάκια και γυαλιά από μπουκάλια μπύρας,κουκούτσια από φρούτα , πλαστικές σακούλες μπουκάλια αντιηλιακών.
φτύνει τα περιττά ξανά στο πρόσωπό μας, οι νεκροί και τα οστά τους είναι ακόμα πιο βαθιά μην χαλάτε τον ύπνο τους ακόμα, σας στέλνουν κοφτερά φιλιά από την άβυσσο οι πνιγμένοι,με τα γυαλισμένα οστά τους τα λεία, είναι ακόμα πολύ νωρίς για δάκρυα καθώς απομακρυνόμαστε από τον ήλιο.
προχτές βρήκα στην άμμο δυο πλαστικά μπουκαλάκια από αυτά που έχουν στα εκκλησάκια για αγιασμό,για λάδι, φερμένα ποιος ξέρει από που και ξεβρασμένα στην αμμουδιά,άοσμα και πεντακάθαρα,και χωρίς ενοχές τα πέταξα στον κάδο των αχρήστων.

Monday, September 02, 2013

στην κ που φετος δεν θα ερθει

δεν θα μπορέσει να έρθει φέτος, η μητέρα άρρωστη στο κρεβάτι να διατάζει και να θέλει την τηλεόραση ανοιχτή όλη την ημέρα,ο πατέρας αμίλητος στην εκκλησία και σιωπηλός σαν να θέλει να πει κάτι και να μη λέει,ο δικός της πίνει το ένα μετά το άλλο και της λέει που να τρέχουμε τώρα,μάζεψέ τα και έλα να μείνεις εδώ  τι κάθεσαι άλλο μεγάλωσες δεν είσαι πια εκείνη που ήσουν
και αυτό περίμενε κάθε χρόνο,ένα μπαλκόνι και μια βεράντα έστω και στριμωγμένη με τη μάνα της κι εκείνη στο ντιβάνι,μα είχε η σοκολάτα άλλη γεύση και ο ουρανός χρώμα λιλά,την έκαναν να θυμάται κάτι που ίσως να ήθελε κάποια στιγμή πολύ,αλλά δεν το βρήκε ούτε δουλεύοντας στα καλά μαγαζιά του Κολωνακίου ούτε μετά που πήγαιναν στα μπαρ στο κέντρο και έπιναν ποτά με ονόματα προορισμών και σεξουαλικών υποννοουμένων,ούτε σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό σε μια πόλη της κεντρικής Ευρώπης διάσημης για τα γλυκά της και τις δαντέλες της-το μόνο που θυμάται είναι μια ασπρόμαυρη τηλεόραση να δείχνει ειδήσεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινε και δεν ήθελε να καταλάβει, ούτε κάτι τριήμερα σε νησιά με γκόμενους που έτρωγαν σαν ζώα και το μεσημέρι ήθελαν να κοιμούνται κάτω από την επήρρεια της μπύρας-όχι δεν ήταν αυτό,τους έδιωξε όλους από το μυαλό της και ησύχασε κάπως,είπε στον δικό της πως δεν θα έρθει κι ας της αρέσει το ουίσκυ που αγοράζει κάθε φορά που πάει στην κάβα-
κατηφόρισε προς το εμπορικό κέντρο για να καθίσει στο κλιματιζόμενο καφέ,ίσως να φταίει που είμαι Ιχθείς ξανασκέφτηκε,ρέπω προς τη μελαγχολία και ερωτεύομαι μόνο πλατωνικά,για μια στιγμή σιχάθηκε τον εαυτό της μετά το ξανασκέφτηκε κάπως και δήλωσε ας με συμπαθήσω λίγο,τουλάχιστον έχω ζωηρές μπούκλες και καλή αίσθηση του χιούμορ,θα πουν πως φταίει πως δεν έκανα παιδι,δεν ήθελα παιδί να πηγαίνουμε τα καλοκαιρια στο χωριό, να αγοράζω για χάρη του φρέσκα αυγά και να στίβω πορτοκαλάδες,λες κι εγω ξέρω τι θέλω,όλα είναι μέσα μου σαν το θολό νερό στον κάδο του πλυντηρίου,δεν ερωτεύτηκα αρκετά και δεν με ερωτεύτηκαν,δεν ζήλεψα την Ιουλιέτα και την Καρένινα τι να κάνω,σκέφτηκε να καπνίσει ένα τσιγάρο και βγήκε από το εμπορικό κέντρο,αγόρασε ένα περιοδικό και χάθηκε ξανά στο βρώμικο βαγόνι-κάποια βραδιά,κάποια βραδιά επιτέλους θα ονειρευόταν.