παιρνουν μακρια τις δαιμονικες ψυχες
που ψαχνουν να βρουν τις πιο ενδόμυχες μου σκεψεις
πίσω από τις κόρες των ματιων μου
την κινηση του καρπου μου
το σουφρωμα των χειλιων μου.
προς τη δυση καιγονται τα σαπισμενα ξυλα, αυτα που έθρεψαν και μόλυναν
το τρυφερο δερμα απο τις γαμπες μου
μπηκαν κατω από τα νύχια μου
κατω απο τη γλώσσα μου
και με εκαναν να βγαζω μια φιδισια διχαλωτη γλωσσα
που σφυριζε και γεμιζε με γλιτσα τις πιο πολυτιμες μου σκεψεις.
Δεν ξερω τι ήταν πιο τρομαχτικο, το πρόσωπο μου εκείνες τις στιγμες
ή το γεγονός πως αισθανομουν πιο ανετα στο γυαλιστερο εκεινο φιδοτομαρο.
Μα οταν φυσαει απ το βορια και τη δύση
η θαλασσα ξεπλενει την ανατριχιαστική ουσια
αγκαλιαζει το πληγωμενο κορμί
και με το αλατι της το θρεφει.
Και με πληγωμενα μαγουλα, ματωμενα χειλη και μισα δάχτυλα,
ριχνω το σώμα μου σε εκεινη
και ελπιζω πως θα γινω ένα τοσο δα μικρο πετραδακι
να λαμποκοπαει με το φως του ήλιου
και με το κυμα να ξεβραζεται στις ακρογιαλιες
λιγο κοφτερο σε μερικες ακρες, μα γυμνο και ελαφρύ, σαν φύσημα του αέρα.