Monday, July 28, 2008

νύχτες υγρες


κουραστηκα πια καθε βραδυ
να φτιάχνω το πρόσωπό μου
και να παίξω σε μια σκηνή
γεμάτη ακίδες
και να με χειροκροτούν παλιάτσοι
με σκιστά ματια και κάλους στα χέρια
ξυπόλητη, ιδρωμένη μα πάνω από όλα αγνή
με καμένους καρπούς από τσιγάρα
με το άρωμά μου να αναδεύει αναμνήσεις
πότε καλές πότε άσχημες
αλλοιωμένο από τα δυνατά φώτα
και ούτε ένα ποτήρι νερό στο πίσω μέρος
να δροσίσει τους αναμμένους κροτάφους μου
πυρωμένους από την κάψα χωραφιών
γεμάτα ακρωτηριασμένα μέλη
αφίλητων στρατιωτών.

Thursday, July 24, 2008

δυτικοι ανεμοι


παιρνουν μακρια τις δαιμονικες ψυχες
που ψαχνουν να βρουν τις πιο ενδόμυχες μου σκεψεις
πίσω από τις κόρες των ματιων μου
την κινηση του καρπου μου
το σουφρωμα των χειλιων μου.
προς τη δυση καιγονται τα σαπισμενα ξυλα, αυτα που έθρεψαν και μόλυναν
το τρυφερο δερμα απο τις γαμπες μου
μπηκαν κατω από τα νύχια μου
κατω απο τη γλώσσα μου
και με εκαναν να βγαζω μια φιδισια διχαλωτη γλωσσα
που σφυριζε και γεμιζε με γλιτσα τις πιο πολυτιμες μου σκεψεις.
Δεν ξερω τι ήταν πιο τρομαχτικο, το πρόσωπο μου εκείνες τις στιγμες
ή το γεγονός πως αισθανομουν πιο ανετα στο γυαλιστερο εκεινο φιδοτομαρο.
Μα οταν φυσαει απ το βορια και τη δύση
η θαλασσα ξεπλενει την ανατριχιαστική ουσια
αγκαλιαζει το πληγωμενο κορμί
και με το αλατι της το θρεφει.
Και με πληγωμενα μαγουλα, ματωμενα χειλη και μισα δάχτυλα,
ριχνω το σώμα μου σε εκεινη
και ελπιζω πως θα γινω ένα τοσο δα μικρο πετραδακι
να λαμποκοπαει με το φως του ήλιου
και με το κυμα να ξεβραζεται στις ακρογιαλιες
λιγο κοφτερο σε μερικες ακρες, μα γυμνο και ελαφρύ, σαν φύσημα του αέρα.

Thursday, July 10, 2008

δεν ξέρω τι θα πει θλίψη


τα βράδια που φυσάει έτσι
δεν ακούω ήρεμες ανάσες
μόνο αναστεναγμούς ερωτευμένων κοριτσιών
κρεμασμένες από κάποιο τηλέφωνο ή ένα σκισμένο σημείωμα
με κομμένη την αναπνοή και τις φλέβες
χωρίς ακόμα να έχουν στεγνώσει τα δάκρυά τους
με πασαλειμμένο το κραγιόν στο στόμα.
Ακούω τα κύματα να κατασπαράζουν έρωτες
κάτι γυναίκες με μαύρα να ζυμώνουν πρόσφορα
μαραμένες με μια λευκή γραμμή στη θέση των χειλιών.
Και σκέφτομαι τα παιδικά μου χρόνια
κι εκείνο το παλιό πράσινο λεωφορείο με τα φθαρμένα καθίσματα
να πηγαινοφερνει τους ανθρώπους που αγάπησα
την πρώτη τουφα των μαλλιών μου
τα νιάτα της μάνας μου
την πρώτη μου κούκλα
την ανοιξιάτικη δροσιά και τα πρώτα κρύα του φθινοπώρου
τα κόκκινα μάτια μου
τη μυρωδιά της ευτυχίας
μα θλίψη δε νιώθω.
μια πίκρα μόνο για την ομορφιά που χάνεται
χωρίς καν να μας αγγίξει
τα πρώτα βήματα χωρίς μελανιές στα γόνατα
και δεν θέλω να κλάψω,
μόνο να πω ευχαριστώ
δεν ξερω γιατί ,σε ποιον
και να σβηστώ κι εγώ ίδια με ένα φύσημα
του Προφήτη Ηλία παραμονή, μέσα στα θυμάρια.

Monday, July 07, 2008

στα μουδιασμένα μου χέρια


δεν ξέρω να διαβάσω πια άλλα βιβλία
ξεχνάω αμέσως τις προτάσεις και τις φράσεις
δεν ξέρω να γράψω πια άλλα ποιήματα
τα χέρια μου βγαίνουν να αλητέψουν
σε σώματα κρυφά και ανάσες
θέλουν να πιάσουν θαλάσσιες ανεμώνες και κρυψώνες παιδιών
τα χαμένα ρύζια των γαμήλιων τελετών
να τα πετάξουν στα σαπισμένα πλοία σε όλα τα λιμάνια του κόσμου
να γίνουν μαργαριτάρια δακρυσμένα.
Τα χέρια μου θέλουν να γίνουν γοργόνες
να ρωτάν τους ναυτικούς αν ζει ο αδερφός μου ο μονάκριβος
και όταν λένε όχι να τσακίζουν με μανια τα πλοία με την ουρά τους
ή να συνοδεύουν τα φρεσκοβαμμένα καικια στο Αιγαίο
να γίνουν ερωμένες του θεού Ποσειδώνα
σα γυναίκες μοιραίες που πίνουν σε κάποιο μπαρ
να διηγούνται ιστορίες κάποιου άλλου
μπορεί και ψέματα μπορεί και αλήθεια
να χαρίσουν κούκλες στα παιδιά και να φτιάξουν χάρτινα καραβάκια
τους θησαυρούς του Σολομώντα να μοιράσουν.
Και αν κάποια στιγμή κοιμηθούν μέσα στη θολούρα
να ξεχάσουν πως είναι κάποιου χέρια
και να τραβήξουν προς τον ουρανό,
σαν δυο ωχρά μπαλόνια.

Tuesday, July 01, 2008

φύλλα πεσμένα


το γαλάζιο πουά φουστάνι
για κυριακάτικες βόλτες στα σοκάκια
ποτέ δεν το απέκτησα
γλυκά ταψιού και αναψυκτικά, υποβρύχια, αφεψήματα
καφέδες μυρωδάτοι
η καρδιά σκορπάει στη ζύμη που αχνίζει
σε πυρωμένους φούρνους
σε στενοσόκακα της πρωτεύουσας
σε κάτι παρηκμασμένα καφενεία
με τα κυριακάτικά τους κρυφά αναστενάζουν
σαν ηρωίδες μυθιστορήματος σε συνέχειες
διορθώνουν λίγο τη φθηνή τους πούδρα
στο πρόσωπό τους
και το ανοιχτόχρωμο κραγιόν κρυφά
αγορασμένο σε καλάθια κάποιου πανηγυριού
της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Ειρήνης ίσως
και κοιτάζονται στον καθρέφτη κατάματα
δε θα γεράσω ποτέ λένε
δε θα γεράσω
θα μείνω δροσερή σαν κρίνο
μετά δαγκώνουν τα χείλη για να μη βγει ο λυγμός
αγαπούν κάποιον παντρεμένο ή κάποιον σταρ του κινηματογράφου
και πίσω από κάποιον πάγκο
με το τρανζίστορ να παίζει τα λαικά
ψήνουν σκέτους καφέδες, σερβίρουν παγωμένα νερά και λεμονάδες.
Και εγώ σκέφτομαι εσένα Πιερ Πάολο
στις όχθες μιας έρημης παραλίας
να κάνεις κύκλους με βότσαλα
και να περπατάς πάνω στα κύματα.