το γαλάζιο πουά φουστάνι
για κυριακάτικες βόλτες στα σοκάκια
ποτέ δεν το απέκτησα
γλυκά ταψιού και αναψυκτικά, υποβρύχια, αφεψήματα
καφέδες μυρωδάτοι
η καρδιά σκορπάει στη ζύμη που αχνίζει
σε πυρωμένους φούρνους
σε στενοσόκακα της πρωτεύουσας
σε κάτι παρηκμασμένα καφενεία
με τα κυριακάτικά τους κρυφά αναστενάζουν
σαν ηρωίδες μυθιστορήματος σε συνέχειες
διορθώνουν λίγο τη φθηνή τους πούδρα
στο πρόσωπό τους
και το ανοιχτόχρωμο κραγιόν κρυφά
αγορασμένο σε καλάθια κάποιου πανηγυριού
της Αγίας Παρασκευής, της Αγίας Μαρίνας, της Αγίας Ειρήνης ίσως
και κοιτάζονται στον καθρέφτη κατάματα
δε θα γεράσω ποτέ λένε
δε θα γεράσω
θα μείνω δροσερή σαν κρίνο
μετά δαγκώνουν τα χείλη για να μη βγει ο λυγμός
αγαπούν κάποιον παντρεμένο ή κάποιον σταρ του κινηματογράφου
και πίσω από κάποιον πάγκο
με το τρανζίστορ να παίζει τα λαικά
ψήνουν σκέτους καφέδες, σερβίρουν παγωμένα νερά και λεμονάδες.
Και εγώ σκέφτομαι εσένα Πιερ Πάολο
στις όχθες μιας έρημης παραλίας
να κάνεις κύκλους με βότσαλα
και να περπατάς πάνω στα κύματα.
1 comment:
Γεια σου, Τσέρρυ!
Και εγώ σκέφτομαι εσένα Πιερ Πάολο... Θα ορκιζόμουν ότι το 'γραψε ο Χρονάς! Αλλά είναι απλώς γραμμένο με τον τρόπο του... Έτσι; :-) Έχουν τόσο μελαγχολικό ρεαλισμό και τόση αλήθεια οι λιγοστοί σου αυτοί στίχοι, που μου 'κλεψαν την καρδιά απ' την πρώτη κιόλας ανάγνωση!
Καλό μήνα, Κερασιά των γιαλών! :-)
Post a Comment