κουραστηκα να ντύνομαι στα λευκά
σαν την αθώα ψυχή μου που χάθηκε
τώρα θέλω μαύρα μάτια μουτζουρωμένα
ξεφτισμένα νύχια κοκκινόμαυρα
τα ρούχα μου τα σκισμένα σαν παλιές σημαίες
να δείχνουν καμένα δάχτυλα, κιρσούς, γρήγορα ζευγαρώματα ξεχασμένα σε πάγκους από μπαρ
να χύνεται αλκοολ στα χείλη μου κι εσύ να κοινωνάς
όπως κατεβαινει στο λαιμό
να πιέζω τα πονεμένα μου πόδια στην άμμο
και να φυσάει, απέναντι από τα ξερονήσια
φασκόμηλα και θυμάρι και κομματιασμένα φύκια
να ραίνουν τα μαλλιά μου
μέσα στα κόκκινα νερά που έγιναν το αίμα μου
ένα σκυλί αλυχτάει.
μα ούτε κι έτσι με σκοτώνουν.
ούτε τα λευκά μάτια των θαμώνων
οι ταγκισμένες κολώνιες τα ξεθυμασμένα βλέμματα
και δυο ακίδες που πονούν
εκεί, πάνω στην κλειδωση
αχ να χα εικόνες να σου έδειχνα
το λιωμένο μου πρόσωπο να γερνάει σε σημεία
γύρω απ' τα χείλη πάνω στους κροτάφους
να σου προσέφερα βρασμένο νερό για τη θυσία
στάρι κρασί μέλι γάλα
να σου δινα όλα τα χρώματα του κόσμου
και για τελευταία φορά να εξαυλωνόμουν
σαν το αέριο στο γκαζάκι, μια ευωδιά θανάτου,μια ανάμνηση
της λαίδης λάζαρος.
1 comment:
Μαγικό.
Με μία λέξη.
Κ α λ ο κ α ί ρ ι .
Post a Comment