τα βράδια φυσούσε στην μικρή πόλη. ήταν ένας άνεμος βαρύς και γλυκός σαν γλυκό ταψιού στο σπίτι της μάγισσας που είχε φυλακισμένο το Χάνσελ και τη Γκρέτελ.
Οι άνθρωποι είχαν χάσει όμως τη μυρωδιά και την αίσθησή της-περιφέρονταν με φούξια νύχια και δέρμα μαυρισμένο συνδυασμένο με ψέυτικα χαμόγελα-το δέρμα και τα δόντια τους γυάλιζαν σχεδόν αφύσικα,σαν τα παρκέ περασμένων χρόνων.
τα βράδια που φυσούσε στη μικρή πόλη έβγαινα μόλις έπεφτε ο ήλιος και πουλούσα το χαμόγελό μου σαν μάγισσα.μερικοί αγόραζαν και μερικοί έκαναν παζάρια.το στόλιζα, κι ας ήταν λίγο λεκιασμένο,τραβηγμένο ίσως σαν ξεχειλωμένο στρίφωμα. είχα μια λουλουδάτη τσάντα με κόκκινη φόδρα και ξεχασμένα μικρά αντικείμενα.καμιά φορά φωτογράφιζα τον εαυτό μου αγέλαστο για να σε θυμάμαι-δεν ήταν συχνά.
τα βράδια εκείνα μπορεί και να αγαπούσα τους ανθρώπους, αλλά μπορεί και όχι-ήταν ένα καλοκαίρι χωρίς πυρετούς και έρωτες,ένα καλοκαίρι χωρίς άμμο, ένα καλοκαίρι που δεν άκουσα λαικά τραγούδια με ένα νοητό τσεμπέρι στο κεφάλι-ήταν όλα χρυσά και ψεύτικα και ανώδυνα σαν μερικές μνήμες,σαν φορεμένες υποσχέσεις.το πρώτο καλοκαίρι που δεν ονειρεύτηκα κεράσια και ροδάκινα,μόνο πεύκα και τη δροσιά του βουνού.
το τελευταίο βράδυ του Αυγούστου οι τσιγγάνοι που κατασκήνωσαν στην αλάνα έσφαξαν ένα γουρούνι, οι κάτοικοι ενοχλήθηκαν.
έφυγαν άρον άρον,αλλά δεν ξέρω αν τελικά το ζώο φαγώθηκε.
No comments:
Post a Comment