μέσα σε κραγιόν που έχει τίτλο first bite. Χωρίς μουσική και τραγούδια. Ίσως καμιά βόλτα με φίλους και ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι. Βιομηχανικές περιοχές με πανάκριβα ρούχα σχεδιαστών στο πλάι και αγάλματα σε καθολικές εκκλησίες. Ματώνουν απ'τα μάτια και η Παναγία θηλάζει το Χριστό, το ένα στήθος γυμνό, στο προσφέρω.
Δεν υπάρχω.
Εξατμίστηκα στα σύννεφα και έλιωσα σαν τον πάγο το πρωί. Δεν είσαι η σωτηρία μου αλλά είσαι κάτι.
Δεν υπάρχουν θάλασσες, κύματα και ρομαντικά τραγούδια. Δεν υπάρχουν ωραία δείπνα παρά μόνο τσιμπολογήματα στην κουζίνα και τα άπλυτα της προηγούμενης μέρας.
Δεν είμαι στην αγκαλιά σου. Είμαι παραίσθηση. Είμαι η γυναίκα με τα σκασμένα χείλια στις αίθουσες αναμονής. Εκείνη που δεν ήταν ποτέ αντικείμενο ηδονής, αλλά αντικείμενο προσβολών. Και δε με νοιάζει και θέλω να φωνάξω μα δεν έχει νόημα και αυτό πονάει πιο πολύ ακόμα. Και άλλος ένας καφές στον αποστειρωμένο αέρα.
Χάνομαι μέσα σε σύννεφα ροζ πούδρας και η Τσέρυ δεν υπάρχει.
Wednesday, January 31, 2007
Wednesday, January 24, 2007
κι αν γίνει;
στέκομαι στο χείλος. όπως πάντα λέω μέσα μου. από κάτω μου η θάλασσα, κατακόρυφα. βλέπω το λευκό της γλώσσας των κυμάτων. μερικοί άνθρωποι στα βράχια. τι περιμένουν; τι περιμένουν να δουν; παράξενα ζώα, αμφίβια, όστρακα; δεν υπάρχουν πια. δεν υπάρχει πια ζωή κι ας είναι γεμάτα τα βράχια από κόσμο.
κι αν έσπαγε το τακούνι; κι αν παραπατούσα; κι αν αποφάσιζα να πηδήξω;
κατακόρυφα, ολόισια, σαν μπαλαρίνα. κι ας μην έχει καμιά χάρη το χαμόγελό μου.
μια μάζα άμορφη από κόκκαλα και ματωμένη σάρκα πάνω στα βράχια. παραμορφωμένη. ακόμα ζεστή. τα μάτια ανοιχτά να αντανακλούν το τοπίο. για μια τελευταία φορά.
σαν να παρακαλούν, σαν σειρήνες τα βράχια, να λένε, έλα, πέσε.σαν τις λόρελάι της γερμανικής μυθολογίας. μοιάζουν τόσο φιλόξενα, αλήθεια. δεν είναι κοφτερά, έτσι φαίνεται.
όλα είναι θέμα οπτικής.
κι αν πέσω στη θάλασσα μέσα,θα τσούξει το ιώδιο και το αλάτι μα εγώ δε θα το νιώθω.θα βάψει το αίμα μου τα καβούρια και θα συνεχίσουν να προχωρούν πλάγια προς τις φωλιές τους, τρομαγμένα, κρυμμένα μέσα στο όστρακό τους. δειλά όπως πάντα. σαν τα καρκινικά κύτταρα που ύπουλα κατατρώνε τα υγιή. τα παπούτσια μου θα καταστραφούν από το θαλασσόνερο. θα σαπίσουν. όπως θα σαπίσει και το δικό μου δέρμα. και όλοι θα πουν, 'τι τραγωδία" ,οι οδηγοί της κυριακής και οι συνταξιούχοι και το νοητικά καθυστερημένο παιδί στον πάγκο και ο ιδιοκτήτης του καφέ που θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας στα κανάλια.
και τα σπασμένα δάχτυλά μου στα βράχια θα λένε, "αυτό ήταν, τέλος."
κι αν έσπαγε το τακούνι; κι αν παραπατούσα; κι αν αποφάσιζα να πηδήξω;
κατακόρυφα, ολόισια, σαν μπαλαρίνα. κι ας μην έχει καμιά χάρη το χαμόγελό μου.
μια μάζα άμορφη από κόκκαλα και ματωμένη σάρκα πάνω στα βράχια. παραμορφωμένη. ακόμα ζεστή. τα μάτια ανοιχτά να αντανακλούν το τοπίο. για μια τελευταία φορά.
σαν να παρακαλούν, σαν σειρήνες τα βράχια, να λένε, έλα, πέσε.σαν τις λόρελάι της γερμανικής μυθολογίας. μοιάζουν τόσο φιλόξενα, αλήθεια. δεν είναι κοφτερά, έτσι φαίνεται.
όλα είναι θέμα οπτικής.
κι αν πέσω στη θάλασσα μέσα,θα τσούξει το ιώδιο και το αλάτι μα εγώ δε θα το νιώθω.θα βάψει το αίμα μου τα καβούρια και θα συνεχίσουν να προχωρούν πλάγια προς τις φωλιές τους, τρομαγμένα, κρυμμένα μέσα στο όστρακό τους. δειλά όπως πάντα. σαν τα καρκινικά κύτταρα που ύπουλα κατατρώνε τα υγιή. τα παπούτσια μου θα καταστραφούν από το θαλασσόνερο. θα σαπίσουν. όπως θα σαπίσει και το δικό μου δέρμα. και όλοι θα πουν, 'τι τραγωδία" ,οι οδηγοί της κυριακής και οι συνταξιούχοι και το νοητικά καθυστερημένο παιδί στον πάγκο και ο ιδιοκτήτης του καφέ που θα γίνει αυτόπτης μάρτυρας στα κανάλια.
και τα σπασμένα δάχτυλά μου στα βράχια θα λένε, "αυτό ήταν, τέλος."
Monday, January 22, 2007
love at first bite..
Μου αρέσει έτσι όπως πίνεις το ποτό σου, μου λέει. Με ένα παγάκι.Και σε περίμενα στα χιόνια μα δεν μπορούσα να σου μιλήσω. Σαν να πήγαινε μέσα ο ήχος. Χρόνια τώρα.
Μου αρέσει ο τρόπος που σουφρώνεις τη μύτη σου ειρωνικά και οι μικρές σου συνήθειες, η κίνηση που κάνει η ρόμπα σου στο μπαλκόνι καθώς ποτίζεις τα λουλούδια, το κραγιόν που φεύγει απ'τα χείλη σου σαν το χρόνο τον ίδιο.
Θέλω να ηρεμήσω τον τρανταγμένο ύπνο σου. Να σε κάνω να ξαναθυμηθείς τις πιο όμορφες στιγμές σου.Να σε δω να αναλύεσαι. Να σαι δάκρυα και ρίγη.
Να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μη βλέπεις πια δαίμονες. Μόνο κρίνα.Να βγαίνουν απ'τα βλέφαρά σου και να ανθίζουν. Να είσαι η γη και η θάλασσα μαζί. Να σε κοιτάω όταν γράφεις.
" Και μετά θα πρέπει να σε σκοτώσω".
"Το ξέρω. Μα δεν θα το άλλαζα , ακόμα και να μπορούσα. "
Τον δάγκωσα. Love at first bite.
Μου αρέσει ο τρόπος που σουφρώνεις τη μύτη σου ειρωνικά και οι μικρές σου συνήθειες, η κίνηση που κάνει η ρόμπα σου στο μπαλκόνι καθώς ποτίζεις τα λουλούδια, το κραγιόν που φεύγει απ'τα χείλη σου σαν το χρόνο τον ίδιο.
Θέλω να ηρεμήσω τον τρανταγμένο ύπνο σου. Να σε κάνω να ξαναθυμηθείς τις πιο όμορφες στιγμές σου.Να σε δω να αναλύεσαι. Να σαι δάκρυα και ρίγη.
Να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να μη βλέπεις πια δαίμονες. Μόνο κρίνα.Να βγαίνουν απ'τα βλέφαρά σου και να ανθίζουν. Να είσαι η γη και η θάλασσα μαζί. Να σε κοιτάω όταν γράφεις.
" Και μετά θα πρέπει να σε σκοτώσω".
"Το ξέρω. Μα δεν θα το άλλαζα , ακόμα και να μπορούσα. "
Τον δάγκωσα. Love at first bite.
Friday, January 19, 2007
Αφού το ξέρω
ξέρω πως αγόρασες το σαμπουάν με άρωμα τζίντζερ για να νομίζεις πως μυρίζεις τα μαλλιά μου, ξέρω πως περπατάς άσκοπα στην πόλη με ένα μπουκάλι μινιατούρα κονιάκ στην τσεπη, ξέρω πως αγόρασες τους αγαπημένους μου δίσκους για να τους ακούς μέρα νύχτα, πως μυρίζεις το μαξιλάρι μου, πως βλέπεις το " Love in the afternoon" κάθε βράδυ για να ακούσεις το διάλογο της Ώντρευ Χέπμπουρν και του Γκάρυ Κούπερ, εκείνον που λέει "μα δεν είμαι όμορφη, είμαι πολύ ψηλή και τα πόδια μου είναι πολύ μεγάλα και τα αυτιά μου το ίδιο" και εκείνος απαντάει "Μα όλα ταιριάζουν μεταξύ τους τόσο σωστά" και δοκιμάζεις τη γεύση του rouge noir κραγιόν μου, ξέρω πως πηγαίνεις μόνος σου σινεμά και αποκοιμιέσαι κάθε βράδυ με την τηλεόραση ανοιχτή, και όταν ακούς το Φεγγάρι στο Ματωμένο Γάμο να λέει "κανείς δε μου ξεφεύγει εμένα" τρομάζεις και τρέμεις και ας είσαι καλά σκεπασμένος, και γράφεις κακούς στίχους και τους σκίζεις μετά και ακούς το Στέλιο να τραγουδά "στο θολωμένο μου μυαλό " και είσαι σχεδόν έτοιμος και το δωμάτιό σου είναι γεμάτο σκόνη, και φοβάσαι τα λουλούδια και το κρύο και οι φίλοι σου σε ρωτάνε τι έχεις και απαντάς με σηκωμένους τους ώμους " εγώ τη μοίρα μου την ξέρω" και εκείνοι σου ξαναγεμίζουν το ποτήρι και σου κρατούν το μέτωπο για να ξεράσεις.
Αφού τα ξέρω όλα. Πάντα το ήξερα. Αλλά εσύ δεν το παραδέχεσαι.
Αφού τα ξέρω όλα. Πάντα το ήξερα. Αλλά εσύ δεν το παραδέχεσαι.
Wednesday, January 17, 2007
δεν υπάρχει κακία στα όνειρά μου
η Κερασία μου είναι φυλακισμένη στο χαρτί και δεν ξέρει τι να κάνει. Δε φοβάται αλλά δεν είναι και γενναία. Δεν μπορεί να κοιμηθεί και τα βράδια της τα περνάει φτιάχνοντας ξόρκια που το πρωί χάνονται με την πάχνη
δεν κρυώνει αλλά δε ζεσταίνεται
δεν αγαπάει αλλά θέλει κάποιον να αγκαλιάσει
εκείνος έφυγε για τον ήλιο και ελπίζει πως θα καεί μα εκείνη θα τον περιμένει
σα σταγόνα μετέωρη
σαν το κομμένο χάπι στο κομοδίνο
σαν στρυχνίνη μέσα στο δαχτυλίδι
δεν μπορεί να τον τιμωρήσει
τα βράδια του αφιερώνει τραγούδια
του βάφει σιγά σιγά πορφυρά υφάσματα και ας λερώνονται τα δάχτυλά της
τον φιλάει σαν πεφταστέρι
μα ευχές δεν κάνει πια
στο χάρτινό της πύργο.
δεν κρυώνει αλλά δε ζεσταίνεται
δεν αγαπάει αλλά θέλει κάποιον να αγκαλιάσει
εκείνος έφυγε για τον ήλιο και ελπίζει πως θα καεί μα εκείνη θα τον περιμένει
σα σταγόνα μετέωρη
σαν το κομμένο χάπι στο κομοδίνο
σαν στρυχνίνη μέσα στο δαχτυλίδι
δεν μπορεί να τον τιμωρήσει
τα βράδια του αφιερώνει τραγούδια
του βάφει σιγά σιγά πορφυρά υφάσματα και ας λερώνονται τα δάχτυλά της
τον φιλάει σαν πεφταστέρι
μα ευχές δεν κάνει πια
στο χάρτινό της πύργο.
Monday, January 15, 2007
με στόμα πικρό
" χάδια, φιλιά, κορμί του χάριζα
μ' άστρα την όψη του καθάριζα...
χάδια, φιλιά, κορμί του έδινα
στα γιασεμιά μου τον κατέδινα..."
με στόμα πικρό, κεφάλι να πονάει και κορμί αδύναμο. Να περιφέρομαι στη σκόνη. Να με πονάει το φως του ήλιου. Το στόμα αρνιέται το μέλι κι εσύ εμένα.
" κι από την προδοσία κι από τη μοναξιά
κι απ' την απελπισία τραβώ μια ρουφηξιά..."
σε παρακαλώ, μη με κερνάς άλλο θάνατο...
μ' άστρα την όψη του καθάριζα...
χάδια, φιλιά, κορμί του έδινα
στα γιασεμιά μου τον κατέδινα..."
με στόμα πικρό, κεφάλι να πονάει και κορμί αδύναμο. Να περιφέρομαι στη σκόνη. Να με πονάει το φως του ήλιου. Το στόμα αρνιέται το μέλι κι εσύ εμένα.
" κι από την προδοσία κι από τη μοναξιά
κι απ' την απελπισία τραβώ μια ρουφηξιά..."
σε παρακαλώ, μη με κερνάς άλλο θάνατο...
Saturday, January 13, 2007
οι ξεριζωμένοι
Ο Μαξ ήταν ο πιο γλυκός άνθρωπος του κόσμου. Περπατούσε αθόρυβα στους διαδρόμους, έπαιρνε καφέ καθώς στεκόταν στην ουρά όπως όλοι μας, αστειευόταν με συναδέλφους του και φοιτητές. Είχε μια αδιόρατη θλίψη, έδειχνε μεγαλύτερος από ότι είναι, χαμογελούσε λίγο σαρδόνια λίγο πονεμένα, μιλούσε χαμηλόφωνα με την ελαφριά γερμανική του προφορά και μας έλεγε ιστορίες.
'Εμαθα μετά για τα βιβλία, τα βραβεία, τις διακρίσεις. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Περπατούσε ήσυχα στους διαδρόμους και μας έλεγε αστείες ιστορίες.
"Είχε σχεδόν βραδιάσει. Ο Δρ. Αμπράμσκυ με συνόδευσε μέσα από το δενδρόφυτο πάρκο ως την πύλη. Στο χέρι κρατούσε το λευκό φτερό της χήνας, δείχνοντας πότε πότε την κατέυθυνση. Ο θείος σας, είπε καθώς βαδίζαμε, υπέφερε προς το τέλος από προοδευτική ακαμψία στα άκρα και τις αρθρώσεις, συνέπεια μάλλον κι αυτή των ηλεκτροσόκ. Μέσα σε λίγο καιρό η φροντίδα του εαυτού του κατήντησε αληθινό μαρτύριο. Του έπαιρνε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα για να φορέσει τα ρούχα του.Μόνο για να κουμπώσει τα μανικετόκουμπά του και να δέσει τη γραβάτα του ήθελε ώρες.Και δεν προλάβαινε καλά καλά να ντυθεί, και είχε να σκέφτεται πάλι πως θα γδυνόταν. Επιπλέον, είχε διαρκώς προβλήματα όρασης και φριχτούς πονοκεφάλους, και γι' αυτό φορούσε συχνά ένα πρασινο γείσο από σελοφάν πάνω απ'τα μάτια - like someone who works in a gambling saloon.
Δε θα ξεχάσω πως την προηγούμενη του θανάτου του τον αναζήτησα στο δωμάτιό του, μια και ήταν η πρώτη φορά που είχε αμελήσει να εμφανιστεί στη θεραπεία. Τον βρήκα να στέκει στο παράθυρό του, φορώντας το πλαστικό γείσο, με το βλέμμα καρφωμένο στους βάλτους που απλώνονταν πέρα από τα όρια του πάρκου.Κατά περίεργο τρόπο, είχε περασμένα στα χέρια του κάτι επιμανίκια από σατέν ύφασμα, όπως αυτά που υποθέτω φορούσε παλιότερα για να γυαλίζει τα ασημικά. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο δεν είχε εμφανιστεί στην ώρα του ως συνήθως, θυμάμαι ότι μου αποκρίθηκε επί λέξει: It must have slipped my mind whilst I was waiting for the butterfly man. Ύστερα από την αινιγματική αυτή παρατήρηση, ο Άμπροζ με ακολούθησε χωρίς δεύτερο λόγο στην αίθουσα της θεραπείας, όπου μας περίμενε ο Φάνστοκ, και όπως πάντα υπέμεινε αγόγγυστα τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Τον βλέπω,είπε ο Δρ. Αμπράμσκυ, ξαπλωμένο μπροστά μου, τα ηλεκτρόδια στους κροτάφους, τη λαστιχένια σφήνα ανάμεσα στα δόντια, σφιχτοδεμένο μέσα σ'ενα πάνινο σάβανο καρφιτσωμένο στην τάβλα του μαρτυρίου, σαν κάποιος που πρόκειται να κηδευτεί στο ανοιχτό πέλαγος. Η διαδικασία κύλησε δίχως απρόοπτα. Η πρόγνωση του Φάνστοκ ήταν αισιόδοξη. Εγώ όμως διέκρινα στο πρόσωπο του Άμπροζ ότι δεν του είχε απομείνει μια ανεπαίσθητη σπίθα ζωής. 'Οταν ανένηψε από την αναισθησία, τα άψυχα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και μέσα από το στήθος του ανέβηκε ένας βαθύς αναστεναγμός, που ακόμα και σήμερα αντηχεί στα αυτιά μου. Ένας νοσηλευτής τον βοήθησε να επιστρέψει στο δωμάτιό του, όπου τα χαράματα τηε επόμενης μέρας, σπρωγμένος από τις τύψεις που με κατέτρεχαν, τον βρήκα να κείτεται στο κρεβάτι του φορώντας λουστρινένιες μπότες και όπως θα λέγαμε, πλήρη εξάρτυση. Σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο ο Δρ. Αμπράμσκυ βάδιζε σιωπηλός πλάι μου. Αλλά ούτε και τη στιγμή του αποχαιρετισμού έβγαλε λέξη, μόνο έκανε μια χειρονομία με το φτερό τηε χήνας στον αέρα, μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να μας τυλίγει."
Ο W.G Sebald, ή Μαξ όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν, που γεννήθηκε στο Allgau της Βαυαρίας το 1944, βρήκε τραγικό θάνατο όταν το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε με φορτηγό, το Δεκέμβρη του 2001.
'Εμαθα μετά για τα βιβλία, τα βραβεία, τις διακρίσεις. Τι νόημα έχουν όλα αυτά; Περπατούσε ήσυχα στους διαδρόμους και μας έλεγε αστείες ιστορίες.
"Είχε σχεδόν βραδιάσει. Ο Δρ. Αμπράμσκυ με συνόδευσε μέσα από το δενδρόφυτο πάρκο ως την πύλη. Στο χέρι κρατούσε το λευκό φτερό της χήνας, δείχνοντας πότε πότε την κατέυθυνση. Ο θείος σας, είπε καθώς βαδίζαμε, υπέφερε προς το τέλος από προοδευτική ακαμψία στα άκρα και τις αρθρώσεις, συνέπεια μάλλον κι αυτή των ηλεκτροσόκ. Μέσα σε λίγο καιρό η φροντίδα του εαυτού του κατήντησε αληθινό μαρτύριο. Του έπαιρνε σχεδόν ολόκληρη την ημέρα για να φορέσει τα ρούχα του.Μόνο για να κουμπώσει τα μανικετόκουμπά του και να δέσει τη γραβάτα του ήθελε ώρες.Και δεν προλάβαινε καλά καλά να ντυθεί, και είχε να σκέφτεται πάλι πως θα γδυνόταν. Επιπλέον, είχε διαρκώς προβλήματα όρασης και φριχτούς πονοκεφάλους, και γι' αυτό φορούσε συχνά ένα πρασινο γείσο από σελοφάν πάνω απ'τα μάτια - like someone who works in a gambling saloon.
Δε θα ξεχάσω πως την προηγούμενη του θανάτου του τον αναζήτησα στο δωμάτιό του, μια και ήταν η πρώτη φορά που είχε αμελήσει να εμφανιστεί στη θεραπεία. Τον βρήκα να στέκει στο παράθυρό του, φορώντας το πλαστικό γείσο, με το βλέμμα καρφωμένο στους βάλτους που απλώνονταν πέρα από τα όρια του πάρκου.Κατά περίεργο τρόπο, είχε περασμένα στα χέρια του κάτι επιμανίκια από σατέν ύφασμα, όπως αυτά που υποθέτω φορούσε παλιότερα για να γυαλίζει τα ασημικά. Όταν τον ρώτησα για ποιο λόγο δεν είχε εμφανιστεί στην ώρα του ως συνήθως, θυμάμαι ότι μου αποκρίθηκε επί λέξει: It must have slipped my mind whilst I was waiting for the butterfly man. Ύστερα από την αινιγματική αυτή παρατήρηση, ο Άμπροζ με ακολούθησε χωρίς δεύτερο λόγο στην αίθουσα της θεραπείας, όπου μας περίμενε ο Φάνστοκ, και όπως πάντα υπέμεινε αγόγγυστα τις απαραίτητες προετοιμασίες.
Τον βλέπω,είπε ο Δρ. Αμπράμσκυ, ξαπλωμένο μπροστά μου, τα ηλεκτρόδια στους κροτάφους, τη λαστιχένια σφήνα ανάμεσα στα δόντια, σφιχτοδεμένο μέσα σ'ενα πάνινο σάβανο καρφιτσωμένο στην τάβλα του μαρτυρίου, σαν κάποιος που πρόκειται να κηδευτεί στο ανοιχτό πέλαγος. Η διαδικασία κύλησε δίχως απρόοπτα. Η πρόγνωση του Φάνστοκ ήταν αισιόδοξη. Εγώ όμως διέκρινα στο πρόσωπο του Άμπροζ ότι δεν του είχε απομείνει μια ανεπαίσθητη σπίθα ζωής. 'Οταν ανένηψε από την αναισθησία, τα άψυχα μάτια του πλημμύρισαν δάκρυα και μέσα από το στήθος του ανέβηκε ένας βαθύς αναστεναγμός, που ακόμα και σήμερα αντηχεί στα αυτιά μου. Ένας νοσηλευτής τον βοήθησε να επιστρέψει στο δωμάτιό του, όπου τα χαράματα τηε επόμενης μέρας, σπρωγμένος από τις τύψεις που με κατέτρεχαν, τον βρήκα να κείτεται στο κρεβάτι του φορώντας λουστρινένιες μπότες και όπως θα λέγαμε, πλήρη εξάρτυση. Σε όλο τον υπόλοιπο δρόμο ο Δρ. Αμπράμσκυ βάδιζε σιωπηλός πλάι μου. Αλλά ούτε και τη στιγμή του αποχαιρετισμού έβγαλε λέξη, μόνο έκανε μια χειρονομία με το φτερό τηε χήνας στον αέρα, μέσα στο σκοτάδι που είχε αρχίσει να μας τυλίγει."
Ο W.G Sebald, ή Μαξ όπως προτιμούσε να τον φωνάζουν, που γεννήθηκε στο Allgau της Βαυαρίας το 1944, βρήκε τραγικό θάνατο όταν το αυτοκίνητό του συγκρούστηκε με φορτηγό, το Δεκέμβρη του 2001.
Tuesday, January 09, 2007
Ξύλινη κούκλα και μπλε πουλάκια
Και την ημέρα εκείνη, Πέτρου και Πάυλου ξημερώματα, γεννήθηκε εκείνο το κορίτσι στο λιμάνι, και ο 'Αγιος Πέτρος έφτυσε ταμπάκο και είπε πως το κορίτσι αυτό θα έχει μάτια τόσο διάφανα που το κακό δε θα περνάει μέσα τους αλλά εκείνη θα βλέπει το κακό στον έξω κόσμο και θα τη διαπερνά εκείνο σαν πύρινο σπαθί, και καυτή λάμα.
Και πως θα είναι πολύ τυχερό και άτυχο μαζί και όποιος άντρας την αγαπήσει μπορεί μόνο να καταστραφεί ή να την καταστρέψει με εκείνες τις άδειες κόγχες.
και μάσησε λίγο ταμπάκο ακόμα.
και τα χρόνια πέρασαν.
και το κορίτσι περίμενε για χρόνια τον πατέρα της να έρθει περιμένοντας ώρες πριν στα σκαλιά και όταν έφευγε έκλαιγε με λυγμούς,τόσο δυνατά που δεν μπορούσε καν να αναπνεύσει.και την πήγαινε βόλτα και της έφερνε δώρα βιβλία και χρωματιστά χαρτιά.
και τώρα εκείνος είναι άρρωστος και πρέπει εκείνη να τον προσέχει και δεν ξέρει ακόμα αν μπορεί και πονάει και φοβάται και δεν ξέρει τι να κάνει.
σήμερα είδα μια ξύλινη κούκλα με όολη της τη γκαρνταρόμπα και αυτοκόλλητα με θλιμμένα μπλε πουλάκια. Και ακόμα όταν βλέπω φτηνές κούκλες στα ψιλικατζίδικα και στα ζαχαροπλαστεία στενοχωριέμαι όπως τότε.
και μου λείπει και με πονάει που δεν περπατάμε πια μαζί.και όταν είσαι αδύναμος, είμαι κι εγώ μαζί σου.
Και πως θα είναι πολύ τυχερό και άτυχο μαζί και όποιος άντρας την αγαπήσει μπορεί μόνο να καταστραφεί ή να την καταστρέψει με εκείνες τις άδειες κόγχες.
και μάσησε λίγο ταμπάκο ακόμα.
και τα χρόνια πέρασαν.
και το κορίτσι περίμενε για χρόνια τον πατέρα της να έρθει περιμένοντας ώρες πριν στα σκαλιά και όταν έφευγε έκλαιγε με λυγμούς,τόσο δυνατά που δεν μπορούσε καν να αναπνεύσει.και την πήγαινε βόλτα και της έφερνε δώρα βιβλία και χρωματιστά χαρτιά.
και τώρα εκείνος είναι άρρωστος και πρέπει εκείνη να τον προσέχει και δεν ξέρει ακόμα αν μπορεί και πονάει και φοβάται και δεν ξέρει τι να κάνει.
σήμερα είδα μια ξύλινη κούκλα με όολη της τη γκαρνταρόμπα και αυτοκόλλητα με θλιμμένα μπλε πουλάκια. Και ακόμα όταν βλέπω φτηνές κούκλες στα ψιλικατζίδικα και στα ζαχαροπλαστεία στενοχωριέμαι όπως τότε.
και μου λείπει και με πονάει που δεν περπατάμε πια μαζί.και όταν είσαι αδύναμος, είμαι κι εγώ μαζί σου.
Monday, January 08, 2007
Δεν ξέρω τι πονάει περισσότερο, να χτυπούν και να πονάς ή να αντέχεις και να σε πονάνε οι βασανιστές σου.
Και θα συνεχίσω, με τη ματαιοδοξία μου και τη μαύρη μου μοίρα, να αγγίζω με τα δάχτυλά μου καυτές σάρκες, να βάζω αλάτι στις πληγές και να πίνω μέχρι τελικής πτώσεως, να απογοητεύω και να απογοητεύομαι, να φεύγω όταν δεν ξέρω τι να κάνω, να γράφω σε χαρτοπετσέτες και πακέτα τσιγάρων, να μου λες σ' αγαπώ να σου λέω δεν αντέχω, να είμαι δύσκολη και να μη θέλω να με αγγίζουν μερικές φορές, να ανάβω τσιγάρο την πιο ακατάλληλη στιγμή, να έχω απόψεις και να είμαι ξεροκέφαλη και πιστή στις ρίζες μου, να κοιμάμαι σε στοές, καμιά φορά να μην ακούω, να μην ακούω τι γίνεται γύρω μου,να κάνω βόλτες στη θάλασσα καταχείμωνο, να μιλάω σε ξένους, να τρέμω και να σε ακούω να τρέμεις, καμιά φορά να φοβάμαι τις μεγάλες αγάπες, έτσι,για πείσμα.
Για πείσμα.
Και θα συνεχίσω, με τη ματαιοδοξία μου και τη μαύρη μου μοίρα, να αγγίζω με τα δάχτυλά μου καυτές σάρκες, να βάζω αλάτι στις πληγές και να πίνω μέχρι τελικής πτώσεως, να απογοητεύω και να απογοητεύομαι, να φεύγω όταν δεν ξέρω τι να κάνω, να γράφω σε χαρτοπετσέτες και πακέτα τσιγάρων, να μου λες σ' αγαπώ να σου λέω δεν αντέχω, να είμαι δύσκολη και να μη θέλω να με αγγίζουν μερικές φορές, να ανάβω τσιγάρο την πιο ακατάλληλη στιγμή, να έχω απόψεις και να είμαι ξεροκέφαλη και πιστή στις ρίζες μου, να κοιμάμαι σε στοές, καμιά φορά να μην ακούω, να μην ακούω τι γίνεται γύρω μου,να κάνω βόλτες στη θάλασσα καταχείμωνο, να μιλάω σε ξένους, να τρέμω και να σε ακούω να τρέμεις, καμιά φορά να φοβάμαι τις μεγάλες αγάπες, έτσι,για πείσμα.
Για πείσμα.
Saturday, January 06, 2007
Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά..
τον βλέπω. Με ημικρανία και πονεμένα ούλα, μα ο χρόνος ο αληθινός είναι ο γιος μας ο μεγάλος και ο μικρός.
Πειράζει που τον αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του; Πειράζει που πιο συχνά τον κατακρίνω παρά τον εκθειάζω;
Τον βλέπω όμως και σχεδόν δακρύζω.Και δεν είναι από το τσιγάρο.καταλαβαίνω γιατί τον λάτρεψαν τόσοι και τόσοι, λέξη προς λέξη, που ξενύχτησαν σε κελιά και σε παγκάκια σιγοτραγουδώντας στίχους του.
Μια εκπληκτική εκτέλεση του "Κάνε λιγάκι υπομονή" με τον Μπιθικώτση,που πάλι αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του, να τραγουδάει "σαν ύμνος" όπως λέει και ο ίδιος,σιγά, αργά,με το Γιώργο Νταλάρα, "καλωσόρισες ψυχή μου,μοναξιά ελληνική μου".
Θέλω να κάτσω δίπλα του στο τζάκι και να μιλάμε για τον Αλέξη Ασλάνογλου.να βάζουμε ξύλα και κουκουνάρια στη φωτιά. Μια τηλεόραση πίσω να παίζει σιγανά το "Δεσποινίς ετών 39" και να μην αντέχω,και να λέω,θέλω να φύγω.
Μακάρι να είχα το λόγο του. Την αύρα του. Όταν δε θα μαι πια όμορφη και η βαρύτητα θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, αλλά και θα χω ξεχάσει την όψη μου και όταν τη βλέπω θα εκπλήσσομαι, ξημερώματα,που θα σηκώνομαι για να δουλέψω σα στοιχειό. με τη σόμπα πετρελαίου να με καλημερίζει. " Και ο θείος ο Μίμης και η Βέμπο η θεά".
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις 2 η ώρα.
Σαν το παράπονο στη λέξη εδώ και τώρα. Και στο Λαύριο,που πάω συχνά, όχι μόνο για να πάρω το καράβι,όχι. Με το λυκαυγές.
(Αφιερωμένο στο marquee που ξέρω πως τον αγαπά, στους διαδρομείς του '60,που είναι τόσοι πολλοί, και σ έναν άνθρωπο δικό μου, που τον αγαπά πολύ...)
Πειράζει που αγάπησα το Σαββόπουλο μέσα από τις αδυναμίες του; Και τις δικές μου;
Πειράζει που τον αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του; Πειράζει που πιο συχνά τον κατακρίνω παρά τον εκθειάζω;
Τον βλέπω όμως και σχεδόν δακρύζω.Και δεν είναι από το τσιγάρο.καταλαβαίνω γιατί τον λάτρεψαν τόσοι και τόσοι, λέξη προς λέξη, που ξενύχτησαν σε κελιά και σε παγκάκια σιγοτραγουδώντας στίχους του.
Μια εκπληκτική εκτέλεση του "Κάνε λιγάκι υπομονή" με τον Μπιθικώτση,που πάλι αγάπησα μέσα από τις αδυναμίες του, να τραγουδάει "σαν ύμνος" όπως λέει και ο ίδιος,σιγά, αργά,με το Γιώργο Νταλάρα, "καλωσόρισες ψυχή μου,μοναξιά ελληνική μου".
Θέλω να κάτσω δίπλα του στο τζάκι και να μιλάμε για τον Αλέξη Ασλάνογλου.να βάζουμε ξύλα και κουκουνάρια στη φωτιά. Μια τηλεόραση πίσω να παίζει σιγανά το "Δεσποινίς ετών 39" και να μην αντέχω,και να λέω,θέλω να φύγω.
Μακάρι να είχα το λόγο του. Την αύρα του. Όταν δε θα μαι πια όμορφη και η βαρύτητα θα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα, αλλά και θα χω ξεχάσει την όψη μου και όταν τη βλέπω θα εκπλήσσομαι, ξημερώματα,που θα σηκώνομαι για να δουλέψω σα στοιχειό. με τη σόμπα πετρελαίου να με καλημερίζει. " Και ο θείος ο Μίμης και η Βέμπο η θεά".
Σαν το σπασμένο φαρμακείο στις 2 η ώρα.
Σαν το παράπονο στη λέξη εδώ και τώρα. Και στο Λαύριο,που πάω συχνά, όχι μόνο για να πάρω το καράβι,όχι. Με το λυκαυγές.
(Αφιερωμένο στο marquee που ξέρω πως τον αγαπά, στους διαδρομείς του '60,που είναι τόσοι πολλοί, και σ έναν άνθρωπο δικό μου, που τον αγαπά πολύ...)
Πειράζει που αγάπησα το Σαββόπουλο μέσα από τις αδυναμίες του; Και τις δικές μου;
Wednesday, January 03, 2007
λαχανόκηποι
Χαζεύω φρούτα στο σουπερμάρκετ. Είναι κάποια που μοιάζουν με αστέρια. Lychees και ρόδια. Μαζεύω σύκα απ'τη συκιά μας. Ιούδα εκεί δεν θα κρεμιόσουν.
Ξενυχτάω. Μερικές φορές νιώθω σαν τον πιο κουρασμένο άνθρωπο σε όλη τη γη. Είμαι υπνωτισμένη με γυάλινα μάτια σαν της γάτας. Με καλημερίζουν τραγούδια στο ραδιόφωνο.
Είσαι εδώ μου λένε. Δεν έφυγες ποτέ . Κάλυψε τη ντροπή σου με το φύλλο της συκιάς.Το γαλακτερό υγρό της θα σε πονέσει. Μοιάζει με σπέρμα, έτσι δεν είναι;Μα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν σε ενδιέφερε ποτέ να καλυφτείς.
Με καλημερίζει ο Ζαμπέτας,χάσαμε το αεροπλάνο,το παπόρι και το τραμ. Και ο Λειβαδίτης, και η Αλίκη, το σύννεφο έφερε γιορτή και έχουμε μείνει μοναχοί. Τσάι που καπνίζει. Lapsang suchung. Είσαι πολύ όμορφη ξενυχτισμένη. La vie en rose και ακορντεόν. Τα χείλη σου είναι ροζ και αυτά. Η Νίνου στη σκηνή. Είμαι ξανά 17 χρονών και σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Και στο μυαλό μου είμαι ξεπεσμένη ντίβα. Για μερικούς μοιραία και για άλλους αδιάφορη.
Δεν ήθελα ποτέ να γίνω πριγκίπισσα. Μπορεί και να μην ήθελα ποτέ να γίνω κάτι.
Με τα φαγωμένα μου νύχια χαιδεύω τα φρούτα και παρατηρώ τον κόσμο.
Ξενυχτισμένη. Ίσως αγαπημένη. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν υπήρξα καν.
Ξενυχτάω. Μερικές φορές νιώθω σαν τον πιο κουρασμένο άνθρωπο σε όλη τη γη. Είμαι υπνωτισμένη με γυάλινα μάτια σαν της γάτας. Με καλημερίζουν τραγούδια στο ραδιόφωνο.
Είσαι εδώ μου λένε. Δεν έφυγες ποτέ . Κάλυψε τη ντροπή σου με το φύλλο της συκιάς.Το γαλακτερό υγρό της θα σε πονέσει. Μοιάζει με σπέρμα, έτσι δεν είναι;Μα έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν σε ενδιέφερε ποτέ να καλυφτείς.
Με καλημερίζει ο Ζαμπέτας,χάσαμε το αεροπλάνο,το παπόρι και το τραμ. Και ο Λειβαδίτης, και η Αλίκη, το σύννεφο έφερε γιορτή και έχουμε μείνει μοναχοί. Τσάι που καπνίζει. Lapsang suchung. Είσαι πολύ όμορφη ξενυχτισμένη. La vie en rose και ακορντεόν. Τα χείλη σου είναι ροζ και αυτά. Η Νίνου στη σκηνή. Είμαι ξανά 17 χρονών και σηκώνω τα χέρια ψηλά.
Και στο μυαλό μου είμαι ξεπεσμένη ντίβα. Για μερικούς μοιραία και για άλλους αδιάφορη.
Δεν ήθελα ποτέ να γίνω πριγκίπισσα. Μπορεί και να μην ήθελα ποτέ να γίνω κάτι.
Με τα φαγωμένα μου νύχια χαιδεύω τα φρούτα και παρατηρώ τον κόσμο.
Ξενυχτισμένη. Ίσως αγαπημένη. Και καμιά φορά σκέφτομαι πως δεν υπήρξα καν.
Tuesday, January 02, 2007
Το φθαρμένο μακιγιάζ της Λάιζα
Καμπαρέ, old chum. Come to the cabaret.
Έλα να δεις τα κορίτσια να χορεύουν και κορόιδεψε τον κόσμο με τα μάτια του κομπέρ που ξέρει καλύτερα.
Come taste the wine, come hear the band.
Στα παρασκήνια η ζωή δεν έχει σημασία. Ούτε η καθημερινότητα. Where are your worries now? Gone, forgotten.Κι ας έχασες την αγάπη σου. Κι ας έχασες το μωρό σου. Με τα σμαραγδί νύχια σου παίζεις, κι ας ξεπουλάς το γούνινο παλτό σου.Κι ας κοιμάσαι με το χτεσινό μακιγιάζ και το δέρμα σου ας είναι χλωμό και πίνεις λίγο κονιάκ για πρωινό μυρίζοντας καπνό και ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες σου.
Τι σημασία έχει η ζωή;
Start by admitting, from cradle to tomb it isn't that long a way...come to the cabaret old chum, come to the cabaret...
με άρωμα charlie, τουαλέτες Χάλστον και μυρωδιά στούντιο 54.
Αχ Λάιζα, γιατί έμοιασες τόσο στη μάνα σου...So long mein Herr, auf wiedersehen, mein Herr...
Έλα να δεις τα κορίτσια να χορεύουν και κορόιδεψε τον κόσμο με τα μάτια του κομπέρ που ξέρει καλύτερα.
Come taste the wine, come hear the band.
Στα παρασκήνια η ζωή δεν έχει σημασία. Ούτε η καθημερινότητα. Where are your worries now? Gone, forgotten.Κι ας έχασες την αγάπη σου. Κι ας έχασες το μωρό σου. Με τα σμαραγδί νύχια σου παίζεις, κι ας ξεπουλάς το γούνινο παλτό σου.Κι ας κοιμάσαι με το χτεσινό μακιγιάζ και το δέρμα σου ας είναι χλωμό και πίνεις λίγο κονιάκ για πρωινό μυρίζοντας καπνό και ας ξέρεις πως ποτέ δεν θα ικανοποιηθούν οι φιλοδοξίες σου.
Τι σημασία έχει η ζωή;
Start by admitting, from cradle to tomb it isn't that long a way...come to the cabaret old chum, come to the cabaret...
με άρωμα charlie, τουαλέτες Χάλστον και μυρωδιά στούντιο 54.
Αχ Λάιζα, γιατί έμοιασες τόσο στη μάνα σου...So long mein Herr, auf wiedersehen, mein Herr...
Monday, January 01, 2007
Subscribe to:
Posts (Atom)