Saturday, December 12, 2009

φοβαμαι

φοβάμαι τα κρύα πρωινά που δεν έχω τι να κάνω.
βρίσκω δουλειές περίπλοκες, ανακατώνω συρτάρια τακτοποιημένα,
τσαλακώνω ρούχα κολλαριστά, τρίβω πλακάκια με δηλητήρια.
και η λευκή κόλλα εκεί.
μα εμένα με τραβάει η σκόνη στα ράφια και τα άχρηστα χαρτιά.
θυμάμαι μέρες γενικής καθαριότητας-η γιαγιά μου με σηκωμένα μανίκια και πιασμένα μαλλιά, νερά να τρέχουν, οι άντρες κάπου εξορισμένοι
σκέτος ελληνικός στο τραπέζι της κουζίνας
κόλλα για τα ασπρόρουχα και σύρμα για τις κατσαρόλες
αγορασμένο από την οδό Αθηνάς μια μέρα σαν κι αυτή
μα τα χέρια μου δεν πηγαίνουν.
και το γραψιμο πιο δύσκολο από το σήκωμα των επίπλων
-ο ίδιος πόνος στο στήθος, κάπου χαμηλά-
και το πετάρισμα της ανυπομονησίας στο δωμάτιο
το καντήλι στο τζάκι να σβήνει από ένα φύσημα αόρατο
τα υγρά του στομαχιού να ανεβαίνουν και να μην τα σταματάει η θέληση
παυσίπονα τσάι σοκολάτες αλεύρι
αργία μήτηρ πάσης κακίας
γλυκό μου βάσανο.

Thursday, December 10, 2009

κι ο δεκεμβρης..

άσχημα που φαίνονται τα σπίτια
που δεν έχουν στα παράθυρα κουρτίνες.
σα να περιμένουν το ληστή να τους δώσει συντροφιά.
happily ever after.
και το μυαλό μου μια έρημος. δουλεύω πασαλείβοντας τα δάχτυλά μου με βερνίκι νυχιών και εισπνέοντας τις αναθυμιάσεις, καίγοντας τα χείλη μου με μαύρο τσάι, φυσώντας τον καπνό στα μάτια μου.
closing time.
κάποτε σε ερωτεύτηκα-όταν ήμουν όμορφη και τα λουλούδια στα μαλλιά μου δε σάπιζαν.
κάποτε σε ερωτεύτηκα, είχαν τα μάτια σου την περιέργεια της αλεπούς χωρίς θήραμα.
κάποτε ήμουν εγώ το θήραμα. τώρα είμαι ο θύτης με συνείδηση.
και τα βράδια τσαλακώνω την περήφανη ψυχή μου
τα μαύρα μάτια μου
τα λευκά μου όνειρα
και χαιδεύω τα τραχιά δάχτυλα της ζωής μου.
it looks like freedom, but it feels like death.
it's closing time.

Sunday, November 01, 2009

μέσα στις συνοικίες

μπήκε ξαφνικά το κρύο μέσα στη ραχοκοκκαλιά,
εκεί, δίπλα στις ψησταριές και τα οπωρωπωλεία
με πεπόνια θράκης στα τελάρα.
ένα πακέτο καρέλια στα πόδια μου.

και κάθε μέρα ένας άνθρωπος πεθαίνει.
τα σαββατόβραδα, που μαθαίνεις τα νέα
καθώς βάζεις τα σκουλιαρίκια σου στον καθρέφτη, ή όταν μισοκοιμάσαι στον καναπέ.
και δεν έχεις τι να πεις.
ή έχεις να πεις πολλά, όλα εξίσου άχρηστα.
Ισως να κουκουλωθείς με την κουβέρτα. Ίσως να πιεις, μονορούφι,το κονιάκ που κρατούσες για τα γλυκά σου.
Ίσως και να ζήλεψεις. (" Αμαρτία" -η φωνή της νεκρής μάνας σου στα αυτιά σου σαν κρότος)

Στα νησιά φυσάει άγρια όπως φυσάει συνήθως τέτοια εποχή.
Σήμερα, των Αγίων Αναργύρων ανήμερα, έσφαξαν κατσικάκι.
Το έβρεξαν με κρασί στη γλώσσα.
Ταυτόχρονα αμέτρητοι Αθηναίοι δεν μπορούσαν να συνέλθουν από το χτεσινό μεθύσι.

Και το κρύο να σου κόβει το αίμα.
Ουδείς αναντικατάστατος.
Και περιμένεις τη σειρά σου-αργά, βασανιστικά , ίσως με μια ελπίδα στην άκρη του ματιού
ίσως να ξέρουμε όλοι τους τίτλους του τέλους.

Wednesday, October 28, 2009

ιωσήφ

εκατομμύρια οδήγησες στο θάνατο
κι εκείνοι σε δόξαζαν
οι οικογένειες ων νεκρών, τα θύματα από τις δίκες σου, οι εργάτες στα καταναγκαστικά σου έργα.
τσάρε της φρίκης.

έγινες εφιάλτης και λατρεύτηκες.
και σιωπηλά, μασούσες το στόμιο της πίπας σου.
κατω από το αρρωστημένο φως του γραφείου σου δεν φαίνονταν τα σημάδια της ευλογιάς.
γιε του Καυκάσου. Απόγονε του Προμηθέα.
Τι κι αν η φωτιά που έδωσες σκότωνε με τις αναθυμιάσεις της.

Και νίκησες. Με αμέτρητα κομμένα μέλη και σφαίρες στο λαιμό.
ένας στρατός φρίκης γυρνούσε από το μέτωπο. τους εκτέλεσες.
ο γιος σου έπεσε στα ηλεκτροφόρα σύρματα.
κι εσύ γύρισες τη σελίδα της πράβντα.

κι έγινες θεός. με τα κίτρινα μάτια του αρπακτικού.
θεέ ασιάτη, Βάαλ της Σιβηρίας, δε χόρταινες.
στα σωθικά σου θυσίαζαν ζωές και ιδέες και ελπίδες.

Το αγαπημένο σου βιβλίο ήταν ο Ιβάν ο Τρομερός.
Ποιος Δρ. Φάουστ, ποιος Μεφιστοφελής.
Είναι η μοίρα να μισούν τους δυνατούς.
Ειναι η μοιρα να μισούν τους επιζώντες.
Είναι κρίμα να μη μπορείς να δικαιολογηθείς.

Και κάτω από τις κοζακικές λόγχες
που μίσησες
τα άγρυπνα μάτια του Μπέρια
όλες τις επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα
πάντα κάτι τέτοιες μέρες σε θυμάμαι,
Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Γιουγκασβίλι, γιε του τσαγκάρη.

Tuesday, October 27, 2009

μαλβίνα

κι εσύ
πίστεψες στον έρωτα
με όλο σου το είναι-κι έγινες σκλάβα και σκλαβιά, μέσα στην επανάσταση των ιδεών σου.
και έκανες αρχαίες θυσίες
αντί για λάδι και στάρι και κρασί
έφτιαχνες πιάτα με τζίντζερ και κάρυ, κάρδαμο και μέλι
να κατευνάσουν τη γλώσσα, να κατευνάσουν τους θεούς
την τρικυμία στην καρδιά
σιδέρωνες τα παντελόνια με άψογη τσάκιση, έψηνες ελληνικό με παχύ καιμάκι
πάνω σε ελβετικά κεντήματα, χειρόγραφα του Χειμωνά, το αστέρι του Δαυίδ.

Με μουσική υπόκρουση Ζυλιέτ Γκρεκό, έγραφες με πυρετό στη σάρκα.
Σε θυμάμαι να μιλάς για αμερικάνικες αγορές και ρούχα από τον Ρομέο Τζίλι.
Μου άρεσαν τα μάτια σου.
Μου άρεσε που δε φοβόσουν κανέναν.
Όταν παντρεύτηκες στενοχωρήθηκα. Ήθελα να είσαι ελεύθερη.
Κι εγώ ήθελα να 'μαι σαν κι εσένα.

Αδωνάι! Αδωνάι!
Σε είδα μια φορά στον ύπνο μου
κρατουσες ένα ποτήρι σαμπάνια, φορούσες μια λευκή γούνα.
Δεν ήθελα πια να 'μαι σαν εσένα.
Κι όμως φοβόσουν, είναι αλήθεια.
Την τρέλα του έρωτα όμως δεν τη φοβήθηκες ποτέ.
Ισως να ταν και το μεγαλείο σου αυτό. Ισως και η αχίλλειος πτέρνα.

Κι εγώ που δε δέχτηκα σε κανέναν να μαι υπόδουλη
και όταν με φιλούσαν εγώ κλωτσούσα
δε φοβάμαι και ξέρω πια πως δε σου μοιάζω.

Κι έτσι σε φίλησα στο μέτωπο
ήταν ίσως χαραυγή και έβγαινε ο ήλιος κόκκινος
και με τα αχτένιστα μαλλιά μου, τσαλάκωσα την άκρη του φουστανιού μου
(χρώμα κρεμ, ζεστό ρυζόγαλο με κανέλα χυμένο)
και είπα αμήν, ο νεκρός δεδικαίωται.
Πάντα.

Monday, October 19, 2009

τα απόνερα της καρδιάς μας

θα έρθει
χορεύοντας ένα παλιό ζειμπέκικο
στον ρυθμό αυτών των εννέα ογδώων θα σηκώσει τις φτέρνες του

ένα δρεπάνι λουστρίνι

η γλυκιά γεύση του ατσαλιού πάνω στη γλώσσα

"θεέ μου, τη δεύτερη φορά.." κι αν δεν υπάρξει πρώτη, αναρωτιέμαι
δεν πίστεψα στον έρωτα μα εκείνος με κηνυγά

κι εγώ σαν θήραμα αβοήθητο τεντώνω τα αυτιά μου
στηλώνω τα μάτια μου
και να κουνηθώ δεν μπορώ

θα έρθει χορεύοντας στον ρυθμό των εννέα ογδώων
θα με ζητήσει για ντάμα
θα χώσει στο στήθος μου μια τανάλια
να με σφίγγει όταν θα σε σκέφτομαι

κι εγώ με τα χέρια μέχρι τους αγκώνες στις σαπουνάδες
κρύβομαι από τα σύννεφα, για να μην καώ
από τη δική μου την αντανάκλαση.

Saturday, September 19, 2009

τα πλοία που φεύγουν σα φαντάσματα

ξανά ξημερώματα βρίσκομαι στα λιμάνια
μια μπάλα στο στομάχι δυο χτυπήματα στην καρδιά
στον αέρα ακόμα η τσίκνα και τα καμένα λάδια στο πεζοδρόμιο
πειραιάς άγιος σπυρίδωνας σταθμός ηλεκτρικός
τα πορνοπεριοδικά στα περίπτερα δυο πεταμένα χαρτάκια από γκοφρέτα αποτσίγαρα
μια βροχή που δεν έρχεται
μια ζωή που δεν έρχεται.

Θα θελα να άκουγα λίγο Αζναβούρ λίγο Ζακ Μπρελ
λιπαρό δέρμα νύχια φαγωμένα
και ποια είσαι εσύ που θα μου πεις τι θα κάνω
ne me quitte pas άρωμα bois des iles
κίτρινα λουλούδια στα μάτια μου ανθίζουν στα θάλασσα
κι όμως δεν είναι ψέμα
-τα μυστικά σου φανερώθηκαν-
η ραφή στην κάλτσα σου, το στιλέττο στη μπότα σου
σε φιλώ γλυκά και σε μισώ θανάσιμα
με λίγο νάζι και οργή, τρίξιμο των δοντιών
κι αέρα στα πανιά μου.

Thursday, September 17, 2009

ατμος ρυζιου

στην Αθήνα είμαι ξανά μια επαρχιώτισσα. Τι κι αν γεννήθηκα πικρά μέσα στην αλμύρα-είναι ξένη η πόλη, είναι ξένοι οι δρόμοι, είναι ξένοι οι άνθρωποι, σε κοιτούν απειλητικά, χαιδεύουν απειλητικά τις κλειδώσεις των δακτύλων τους, τρίβουν τις γροθιές τους.
Το Λαύριο περίμενε την ατομική βόμβα, έλεγες σε λίγο θα βγει στον ουρανό το μανιτάρι της Χιροσίμα ,μια γκρίζα μέδουσα, μια μολυσμένη τσιχλόφουσκα, και θα ξεράσει πάνω μου.
Έτρεμα, έτρεμα τη μυρωδιά της, την υφή της, τη φύση της.
Και στη βρώμικη ζακέτα μου -ένα δώρο μιας γυναίκας που έφυγε, που της άρεσαν τα παξιμάδια και το μέλι το θυμαρίσιο, οι πόροι μου σπάραξαν. Το βράδυ δεν κοιμήθηκα.
Νόμισα πως είμαι βαμπίρ. Έσφιξα τα δόντια και έκλεισα τα μάτια. Ονειρεύτηκα πως δεν ήσουν εκεί, τρόμαξα λίγο, ένα τσιγάρο, το γνώριμο σούρσιμο, το βουητό μιας τηλεόρασης, η ανοησία η ίδια, στα μάτια του μυαλού μου.Χάνομαι.
Ψάχνω την ηρεμία μου σε ρίζες μπαμπού και ορυζώνες.
Το πρωινό δεν ήταν φιλικό. Τα βλέμματα των περαστικών έκοβαν μέσα μου μικρά κόκκινα σημάδια σε σχήμα σταυρού.
Φόρεσα το κρύομου βλέμμα. Έπιασε.
Ο Βιζυηνός από μια εκκλησία με κοίταξε συγκαταβατικά.

Tuesday, July 14, 2009

καλοκαιρινή σκόνη

Στις ταβέρνες, αναρίθμητα τίποτα παραγγέλνουν σαλάτες με μπόλικο λάδι και αφηγούνται ιστορίες παλιάς επιβολής και εξουσίας-σωπαίνω.
Παρακολουθώ την ψαλίδα που θερεύει στα μαλλιά μου, σκουπίζω τα χέρια στο παντελόνι μου, σωπαίνω.
'Αθλιος καφές. Μπαγιάτικα φυστίκια, πετάγεται θαλασσινός αφρός και κρυώνει τα πόδια μου.
Η διπλανή μου στριγγλίζει-Ντάριο Αρτζέντο της λέω, με αγνοεί. Καλά κάνει, δεν έχω άλλο θέμα συζήτησης, μυρίζω τον καρπό μου, kenzo amour, βανίλια και κρεμώδες ρύζι, κάπως ηρεμώ.
Η εκκλησία έχει ένα φως πορτοκαλί, αχνή ιδέα απο φάντα σε ποτήρι να αναγουλιάζει τον ουρανίσκο, βλέπω το ανοιχτό στόμα της μπακάλισσας να πολτοποιεί μια σοκολάτα snickers-ξερνάω στη γωνία.
Καταραμένα κινούμενα νησιά, καταραμένες βάρκες. Εκτυφλωτικό άσπρο-μια ιδέα απολυμαντικού, μια ιδέα εγκαυματος απο ακουαφόρτε, πορτοκαλί μπουκάλι, μαύρο καπάκι, φονικό όπλο.
Μια λίμα φτιαγμένη απο μικρούς κρυστάλλους. Ακονίζω τα νύχια μου, εν δυνάμει φονικά όπλα, στιγματισμένα από την αβιταμίνωση. Μια μυρωδιά ιλίγγου απλώνεται παντού.
Δε γινόμαστε σκουλήκια μόλις πεθάνουμε, αλλά από πολύ πιο πριν.
Ο βόμβος τν μελισσών.Κιτρινόμαυρο τσίμπημα, γλυκό μου κεντρί.

Friday, May 15, 2009

γλάροι

παράξενο που δεν μαράθηκαν ακόμα
οι παπαρούνες στα νησιά
ίσως
να τις ποτίζει το αλμυρό νερό που κυλάει στα αυλάκια
τα αρχαία νερά τα κόκκινα κάτω από τη γη χίλια χιλιόμετρα
πως βρέθηκε τόσο αίμα σε ένα βράχο
πως βρέθηκε στα μαραμένα μου χείλια τόσος πόθος λέει η γη
χρόνια βγάζω μάραθο, αγριόχορτα , αγκάθια
πονάω στη γέννα σαν τις γυναίκες τις παλιές
και πάλι γόνιμη δεν είμαι μα κάθε μήνα παλεύω
με τα ωάριά μου τα ζαρωμένα τα μέλη μου τα γερασμένα
να ποτίσω τους ανθρώπους
κι ας με γεμίζουν με το σάλιο τους το δηλητηριασμένο τα ζώα
κι ας χαράζουν πάνω μου γραμμές με καυτή πίσσα
τα φώτα κάθε βράδυ τώρα ανάβουν.
τα απογεύματα οι γλάροι
ψάχνοντας για ψάρια
μου φιλούν τα πόδια
που καμιά φορά
τους αφήνω να ξεκουράζονται .

Wednesday, May 13, 2009

τα μεσημέρια

και τις μέρες αυτές γίνομαι ένα με τη σκόνη

που ηδονικά μαζεύεται στα ράφια μου και στα παράθυρά μου.

οι μεγάλες ζέστες δεν με νικάνε

-θα βγάζω γλώσσα στη χαιρεκακία και το θράσος-

σαν δωδεκάχρονη που χρυπάει το πόδι της στο δάπεδο.

σας φιλώ γλυκά με χείλη βαμμένα από χυμό κερασιών και βατόμουρων

και σας βλέπω να φθονείτε τα στραβά μου μέλη, τις λευκές μου ρίζες και

Sunday, May 10, 2009

κι αν ο καιρός πέρασε

δεν πειράζει που δεν είδα φέτος να ανθίζουν τα λουλούδια,
τα φύλλα να ρουφάνε τις σταγόνες, να καίγεται ο ήλιος σε μεγαλοπρεπή κάθοδο κάθε νύχτα.
Δεν πειράζει που ο χειμώνας σκεπάστηκε από μικρές, άδολες αγάπες.
Και τώρα που η γύρη τσούζει τα μάτια
ο ήλιος θαμπώνει τα χείλη τα αφίλητα
" et in arcadia ego"
κατεβαίνω τις σκάλες της βαθιάς της θύμησης, τα καλοξυσμένα μου μολύβια, τις κόλλες τις λευκές από χαρτί.
κι όταν αφήνω τα πόδια μου γυμνά στο ξύλινο πάτωμα
αφουγκράζομαι ανάσες ξεχασμένες.
τα ξεραμένα μου δάχτυλα ακουμπούν τη θάλασσα που βρυχάται.

Monday, January 19, 2009

το πρόσωπό μου στον καθρέφτη

τις αλκυονίδες μέρες θα τις περάσω φορώντας μαύρα.
θα περιποιούμαι τους αρρώστους της ψυχής μου με αφεψήματα.
θα βλέπω τον πρόσωπό μου στον καθρέφτη και τα φύλλα των δέντρων θα μου μοιάζει.
θα με συνοδεύει ο Κουρτ Βάιλ στις βόλτες πάνω στο ξύλινο πάτωμα
θα μου βάφει τα μάτια η Κλεοπάτρα νικημένη στο Άκτιο.
Και όταν βουτάω
στα νερά του δρόμου
θα μαι η ντροπή
ολόγυμνη
που όλους σας σκιάζει
και στα αυτιά μου θα ακούγεται
το βουητό
του φόβου σας
όπως ο ήχος μέσα σε ένα κοχύλι
και η άρπα του Νέρωνα στη φλεγόμενη Ρώμη
θα βγάζει την πιο γλυκιά φωτιά.
όμορφα που είναι τα πρωινά που κρατάς τους καρπούς μου
σαν φίλντισι και στάχτη μαζί
κι εγώ όταν θα καίγομαι στους δρόμους
φωνάζοντας το όνομά σου
ακριβέ μου
θα κρατήσω φυλαχτό το γυαλί που σε σκότωσε.


Wednesday, January 07, 2009

στρατώνες


κάνει κρύο το βράδυ στους στρατώνες των πόλεων
ακόμα κι αν διασκεδάζουν όλοι με αλκοόλ και καπνό
κάπου φεύγει η χαρά χωρίς να φαίνεται ο ρόδινος καπνός της.
κι ας μυρίζει η χαρά πιπερόριζα και βατόμουρο
και σοκολάτες, κι ας περπατάει γελώντας
δεν γελούν πια τα παιδιά, δεν κρατούν μπαλόνια.
κι εγώ μέσα σε υπόγειους σιδηροδρόμους
διπλώνω και ξεδιπλώνω τα δάχτυλά μου για ζέστη
μυρίζω τον καρπό μου για θαλπωρή
αχ και να χε το αρωμα πατρίδα
και ακούω πως αρπάξαμε φωτιά, σαν τα ξερά τα φύλλα-
με ρωτούν για την ελένη, αχ ελένη
και η δικιά μου ελένη με μάτια κόκκινα με ψάχνει
και φωνάζει το όνομά μου ασταμάτητα τις νύχτες με το τριμμένο της φουστάνι
κι εγώ ματώνω ανήμπορη σε ένα πεζοδρόμιο
σαν φύλλο ξερό που δεν άρπαξε φωτιά, μα το παίρνει ο άνεμος και το πάει
εκείνος όπου θελει