βλέπω τον εαυτό μου να
καθρεφτίζεται στο δέρμα σου
και με τρομάζει αυτό που αντικρύζω
βούλιαζα σιγά σιγά στα βράχια και διάβαζα ένα σημείωμα
δικό σου με κωδικούς αριθμούς
δεν ξέρω αν με έσωσαν
το μέρος που μεγάλωσα είχε αλλάξει και οι άνθρωποι δεν είχαν που να περπατήσουν
η θάλασσα όμως ήταν ίδια καθάρια και κρυστάλλινη
σαν το σώμα σου το αγγελικό
τα πόδια μου βούλιαζαν στο πέλαγο μια πέτρα πλήγωνε την πλάτη
το αιμα έσμιγε με τους αχινούς τα φύκια τις πεταλίδες
κι εσύ μακρινός ξεχασμένος σε σειρήνες με ακουγες να κλαιω και δεν κινούσες.