ολη την ημέρα καθαρίζω σκόνες και χώματα.μια σκλήθρα μπήκε στο χέρι μου, μια τόση δα ακίδα από μια σκούπα.είναι κάτω από το δέρμα και το ερεθίζει σε δύσκολο σημείο.δεν μπορώ να τη βγάλω και πονάω όπως πάντα, ήσυχα και χωρίς ιδιαίτερο παράπονο.
στο λιμάνι με τρατάρουν βουτήματα, έχει γεύση χημικής μπανάνας και μου φέρνει λίγο ναυτία. μου δίνει άλλος ένας μαγαζάτορας ένα τόσο δα,ροζ γαρυφαλάκι. Γαρύφαλλο στο αυτί τραγουδάει.
για να με γνωρίζεις ανάμεσα στο πλήθος ένα γαρύφαλο στα δόντια-κι αν χιονίζει και αν βρέχει το αγριολούλουδο αντέχει.πόσο μάλλον το αγριόχορτο, το ζιζάνιο.αλλά μπορεί και στο πλήθος όλοι να έχουμε κάπου ένα λουλούδι και ας μη φαίνεται.στο στήθος, στον αγκώνα, κάπου ζωγραφισμένο. Ή πληγωμένο πολύ.
το χωριό μου είναι αφρόντιστο και λυπημένο. θέλω να ζωηρέψω τα βράχια του,τις πλάκες του, να αφήσω χρώμα να τρέξει απ τα χέρια.
καπνίζω ένα τσιγάρο στο παράθυρο-κάποιος με χαιρετάει στο δρόμο και δεν τον αναγνωρίζω.δεν θελω να έχω χρόνο να μου λείπεις, ούτε να με φαντάζεσαι καν.
και ερήμωσαν τα σπίτια μας και οι καρδιές μας,ας κάνουμε όμως λίγο τους ανήξερους.ας παραπονεθούμε για τα κουνούπια και τα δρομολόγια. ας κάνουμε πως αυτά είναι πως μας πειράζουν, γιατί αν πούμε αλήθειες,κανέναν μας δεν θα συμφέρει.
1 comment:
Post a Comment