δεν λέει να σταματήσει ο πονοκέφαλος τις μέρες αυτές. Έχω δυο καλοξυσμένα μολύβια faber no 2 και τα περιεργάζομαι με ενδιαφέρον.Να τα βάλω μέσα στο αυτί μου,να δω πόσο θα πονέσω? Να τα γευτώ σαν τη Λούκα στον Υπνοβάτη της Καραπάνου, να κόβω τη μύτη κομματάκια κομματάκια και να τη φάω, εγώ κυρία μου τα ζω τα γραπτά μου,νιώθω τον πόνο της πένας μου, δεν είμαι φέηκ, ξεχάστε την Πλαθ και τη Σέξτον και την Καραπάνου,ήρθε αντάξια διάδοχος, διάδοχος του θρόνου,δελφίνη.
Ο ήλιος μας ξανάρθε.Φτιάχνω τσάι και καφέ-το μόνο που πετάω είναι φίλτρα.Μάλλον οι γείτονες σκέφτονται πως δεν τρώω,πως είμαι ένα πλάσμα που τρέφεται με υγρά και μυρωδιές σαν την Horla του Μωπασσάν,και άδεια μπουκάλια από νερό,ατέλειωτα μπουκάλια νερό. Στεγνώνω, μαζέυω,σαφρακιάζω σαν αποξηραμένο φρούτο,το μόνο που με σώζει είναι το νερό και η καφεινη,έχει ανθρώπινες ανάγκες άραγε η κοπέλα του τρίτου?
Έχει άραγε?
Μια φορά μου είπες πως δεν με παρεξηγείς όταν είμαι έτσι και εγώ λέω, μα πάντα είμαι έτσι,όλα τα άλλα είναι μια καλή μεταμφίεση, ένα καλό δέρμα που από κάτω κρύβει ηλεκτροφόρα χέλια. Μην αγγίζετε. Κάθε μέρα αδειάζω πύον από τους πόρους και το πετάω στον κάδο των αχρήστων. Αυτό είναι.
Σε μια βόλτα σε ένα εμπορικό κέντρο χαζεύω μια συλλογή από βεστιάρια και μουσειακές τσάντες Chanel και Hermes. Τα ρούχα είναι βελούδινα, μεταξωτά, κεντημένα στο χέρι. Αγγίζω ένα παλτό από φιδίσιο δέρμα και ανατριχιάζω, ήρθες και με βρήκες και εδώ λοιπόν,Φόβε, στα Μεσόγεια Αττικής , καταφύγιο Αρβανιτών, αχανών λακανόκηπων και παράνομων οικημάτων.
Κρατάω ένα γαλάζιο πλεκτό απο lambswool (αγνό,παρθενικό, καλά πάμε), προσιτής τιμής,και σκέφτομαι πως δε θα σου άρεσε καθόλου.Με τη σκέψη αυτή πάω κατευθείαν στο ταμείο,μια κυρία που μοιάζει φτηνή με το έντονο μολύβι χειλιών και καμμένα από το οξυζενέ μαλλιά μου παίρνει τη σειρά.Όχι, κάνω λάθος,η φτηνή της υπόθεσης είμαι εγώ.
No comments:
Post a Comment