και καθόταν σε ένα πιάνο με ένα μαύρο μάλλινο φουστάνι, τα χείλη της φουσκωμένα από τα δαγκωματα και τα φιλιά, σαν μαθήτρια Αρσακείου ή ωδείου, σαν να έδινε παράσταση στο σχολείο και κάτω την παρακαλουθούσαν, και έκλαιγε για μας, ήταν μια νύχτα του Οκτώβρη, έπεφταν τα φύλλα και δεν έβγαιναν τα όνειρα.
Ήθελε πραγματικά η Χιονάτη να φάει το μήλο? φυσικά και ήθελε,το μήλο ήταν εύγεστο, μυρωδάτο,εκεί είναι το δηλητήριο, στην ομορφιά του, στο κόκκινο χρώμα του,όλοι θέλουν να γευτούν την ομορφιά, να την κατασπαράξουν,ούτε η Χιονάτη ήταν τόσο αθώα,ήξερε πως το δηλητήριο είναι θελκτικό και κολλάει στα χείλη όπως τα φιλιά μετά από μια νύχτα έρωτα.
Πως μπορεί και κάτω από το μάλλινο φόρεμά της είχε και εκείνη είχε φρούτα για κέρασμα σε άγνωστα παλικάρια, πως έγραφε τραγούδια για να προσεγγίσει περαστικούς μέσα σε δάση. Και ήταν και κείνη,σου λέω,μάγισσα.
και σε θυμάμαι και σένα που ήσουν μια μάγισσα και πίστευες σε εκείνες μα δεν τις φοβόσουν σαν τις άλλες στη γειτονιά. Και κάτω από τα φορέματά σου τα μάλλινα δεν έκρυβες δηλητήρια γιατί ήξερες καλύτερα,την ομορφιά τη χαρίζουμε απλόχερα στα μικρά κορίτσια για να μεγαλώσουν και να δίνουν χαρά, και πως ο κόσμος μας είναι μαγικός χωρίς φίλτρα και μαντζούνια,κι ας γεννήθηκες σε χρονιά γρουσούζικη με τη μητέρα σου να ψιθυρίζει στο αυτί σου πως οι γυναίκες πρέπει να έχουν ανοιχτές λεκάνες για να κάνουν παιδιά γερά που να μην τα παίρνει ο Χάρος.
Και ζεις μέσα μου μια μέρα σαν και αυτή, ζωντανεύουν τα μάτια σου τα καστανά πάνω από τα δικά μου, και για ένα μόνο λεπτό έχω τα χέρια μου σαν τα δικά σου, φθαρμένα.
No comments:
Post a Comment