Τα παιδιά μαζεύουν μαργαρίτες στα λιβάδια,δυο τρεις παπαρούνες ανάμεσά τους,στάλες αίμα πάνω στο λευκό δέρμα,η θάλασσα από μακριά βρυχάται,ένα κοριτσάκι κλαίει,ζεσταίνομαι,πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός,σαν χτες ετοίμαζα τα πράγματά μου για να φύγω από το νησί,δε θυμάμαι καν το γραφικό σου χαρακτήρα,νομίζω με τρομάζει αυτό,τα βράδια μια τανάλια μου σφίγγει το λαιμό.
Τα μάτια μου είναι καρφωμένα στον πάτο της λίμνης,γυάλινα μπουκάλια αναψυκτικών,χιλιάδες μολύβια και χρυσά νομίσματα,σαπίζουν ανάμεσα σε λειχήνες και βρύα,πόσα λάθη,πόσες χαμένες ευκαιρίες..
πλακόστρωτα σε βόρειες πόλεις και πορνεία,στο πατρικό μου δυο ψηλά πεύκα,δε φτάνουν τα χέρια μου να τα αγκαλιάσω,κάποτε έφτανε όλη μου η καρδιά.Αυτά τα κεντημένα εργόχειρα στους τοίχους,αυτοί οι μουντοί καναπέδες,οι εκκλησίες,το μοναδικό κομμωτήριο με την τηλεόραση στο mute,η μυρωδιά του χημικού της περμανάντ,η κολώνια λεμόνι χύμα,η κατάρα να 'σαι γυναίκα στη μικρή μας πόλη.
2 comments:
Χριστέ μου, να μην είναι έτσι στ'αλήθεια τα πράγματα. Να μην είναι. Γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν και ανοίγονται δύσκολα και με την πρόταση έδωσες έναν άλλο ορισμό στην κόλαση.
Χριστέ μου, αν είναι έτσι τα πράγματα, τουλάχιστον έχω μια ελπίδα να καταλάβω στο περίπου τι σημαίνει πραγματικά να είσαι γυναίκα.
*με την πρόταση την τελευταία εννοούσα.
Post a Comment