Friday, June 08, 2007
Φεύγουν..
Φεύγουν οι γονείς μας και οι γονείς των παιδικών μας φίλων και τα πεντάχρονα κορίτσια που έκανες παρέα και χάιδευες μαζί τους τα κλωσσόπουλα στο κοτέτσι είναι οι κόρες του νεκρού μαυροφόρες με πρησμένα μάτια στο τραπέζι του καφενείου πάνε τα σπασμένα πιατάκια που παίζατε τις κουμπάρες άνω γλυφάδα που τα λέγανε σούρμενα ή τράχωνες ή δεν ξέρω κι εγώ τι ένα καφενείο με τασάκια και ρολόι διαφημιστικά ζεσταίνομαι όλοι μαύρα μα όχι ένα πιάνο εγώ τα ρούχα τα χω αφήσει στο νησί φοράω λευκό πουκάμισο πίνω μονοκοπανιά τρία κονιάκ το στομάχι μου ο καφές όπως πάντα στις κηδείες παραείναι γλυκός τα ανίψια κουβάλησαν το φέρετρο κανείς μας δε μιλάει τσιγάρα ανάβουν σβήνουν το κονιάκ αυτό ούτε στο γλυκό δε θα το βαζα μα είναι εδώ είναι αλκοόλ και ξαναβάζω στα ποτήρια όλων δε μιλάνε η χήρα του ήσυχη ένα λυγμό έβγαλε αγκαλιάζω την ε.δε μιλαμε με σφίγγει ξέρω και ξέρει κάνει ζέστη ευτυχώς κανείς δε φοράει μαύρα γυαλιά να κρύψει υποκριτικά τον πόνο θέλω να βλέπω τα μάτια των ανθρώπων αν κλαίμε σιγά το πράμα δίπλα δυο μικρά της οικογένειας παίζουν δεν καταλαβαίνουν τι ευτυχισμένα μα τις ξέρω από παιδιά πονάει το στομάχι μου τρία κονιάκ μονοκοπανιά θα στο κάνουν αυτό τα πιατάκια στις αυλές έγιναν χίλια κομμάτια και ο ήχος της σπασμένης πορσελάνης μου τρυπάει τα αυτιά
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment