Friday, August 31, 2012

αυτοπροσωπογραφια-η μητερα μου

Τα πρωινά ή τα βράδια που σε συναντάω
με τα πρησμένα σου πόδια λυγισμένα στον καναπέ
τα στραβωμένα σου δάχτυλα από τις μπουγάδες
ρούχα βρεφικά,σεντόνια,πετσέτες,πουκάμισα,
τα χέρια σου που μας έπλυναν και μας στέγνωσαν εκατοντάδες βράδια
που ηρέμησαν τους πυρετούς μας
έδειξαν δόντια στους εφιάλτες μας
νανούρισαν τους έφηβους και ενήλικους ερωτές μας
καμιά φορά ξεχνάω να δω τη λάμψη στα μάτια σου.
Και την ξεχνάς κι εσύ-και τότε θέλω να σε πιάσω από τον ώμο
να πλύνω τις λάσπες από τα πόδια σου
να σε γεμίσω βυζαντινές εικόνες και μανδύες
να πάρω στο πρόσωπό μου τις ρυτίδες και τους πόνους σου
να γίνεις εσύ ξανά κορίτσι κι εγώ να κλείσω την αυλαία τη δική μου
να σβήσω το φως
κι εσύ να τρέξεις,αντί για μένα,στους δρόμους,
και στις γάμπες σου να λιποθυμάνε όλα τα αγόρια της γειτονιάς,
όπως τότε,που ζαλισμένοι ξεροστάλιαζαν στα σοκάκια
μόνο για να σε βλέπουν να στρίβεις τη γωνία από το σπίτι σου.

σαν πρωινο

με στιλετο ανάμεσα στα δόντια αντί για τριαντάφυλλο
δεν είμαι πια σύντροφος, φίλη, κόρη.
τα βράδια κοιμάμαι οπλισμένη.
όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις
αμύνεσαι μόνο
για μια χουφτα χώμα και μια θύμηση ενός χαμόγελου
που ποτέ δεν ήταν δικό σου.

Wednesday, August 29, 2012

σαν σε καθρέφτη

" I am tired of being brave"
Anne Sexton

Θα  θελα να ΄μαι τόσο όμορφη
να ξεχνούν οι άνθρωποι τα βάσανά τους και τις πίκρες τους
να χαρίζω μεταδοτικά χαμόγελα στα πεφταστέρια με αυτή την καμπύλη των χειλιών μου.
Θα θελα να μουν η Σειρήνα που τραβάει τους ναύτες
όχι για να τους κατασπαράξω αλλά για να τους γλιτώσω από το ταξίδι
κι ας ξέρω πια πως τα μυθικά πλάσματα πάντα κατατροπώνονται,και για τους φονιάδες τους γράφουν ελεγείες.
Κι ας ξέρω πως τα χαμόγελα καθρεφτίζονται σαν λύπηση.
Κι ας ξέρω πως την ομορφιά οι άνθρωποι δεν θέλουν να τη βλέπουν.

Μα πιο πολύ, θα θελα να 'μαι όμορφη για σένα.
Μέσα στο βούρκο να χαμογελάμε σαν τους κλέφτες
ακόμα και να μην με βλέπεις-
μπορεί και να το νιώσεις,
ένα απόγευμα ίσως-
πεζός, σκυφτός και βουρκωμένος.
(τα βράδια,όταν μόνη μου ακούω Καζαντζίδη ,καπνίζω σαν Πυθία και υφαίνω χρησμούς που ξέρω πως δε θα βγουν)



Tuesday, August 28, 2012

τα ρολόγια

Δεν υπάρχει χρόνος,τόπος,σώμα.
Η ζάχαρη κάτω από τη γλώσσα έλιωσε.
12 χρονών σε μια μάντρα, φθινόπωρο,ζαρώνω και ξεζαρώνω τη φούστα μου.
15 χρονών σε ένα δωμάτιο, χαράζω με τα νύχια μου το πρώτο ξόρκι.
19 χρονών ,συναγωνίζομαι τον άνεμο σε κρύο.
Φτύνω φλόγες και εισπνέω τη στάχτη.
Δεν σταματώ να μουρμουρίζω ξόρκια, να νοσταλγώ τα κρύα δάση που γεννήθηκα.
Είμαι μικρή-τα μάτια σου δεν με χωράνε.
Γλιστρώ κάτω από δέρματα και ιστούς.
Και μέσα σας θεριεύω.
Είμαι νερό και είμαι αίμα.
Έζησα χιλιάδες χαραυγές χωρίς δέρμα.Και περιμένω τη στιγμή που θα ανάψω.

Friday, August 24, 2012

κι αν έφυγαν καράβια

στα καράβια που ανέβηκα ανέπνεα τη σκουριά από παιδί, ήθελα να τη σβήσω με το γαλάζιο του ουρανού και την ανακάτευα σαν χρώματα σε παλέτα στο μυαλό μου, το λευκό χρώμα των γλάρων.
Δεν ήθελα να κερδίζουν τα απόνερα και έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου.
Καμιά φορά τα απόνερα σε έπαιρναν και σένα,άλλες φορές ερχόσουν δίπλα μου σαν νεκρός και μου ψιθύριζες χρησμούς και μαγγανείες,κι εγώ μάζευα τα ξόρκια μου να τα ενώσω με τα δικά σου για να γίνουμε ανίκητοι.
Και στο νου μου έμπλεκα σαν Πηνελόπη στον αργαλειό, ένα λευκό πουκάμισο και μια κάπα βελούδινη,την καταχνιά της ανάσας σου και το αχ της ξενιτεμένης, δυο μαργαριτάρια από ενα κόσμημα που έσπασε, και έφτιαχνα παραμύθια και ποιήματα να ταξιδεύουν.
Σε ταξιδεύω και με ταξιδεύεις σε λίμνες που 10 μαυροντυμένες γυναίκες μου γνέφουν
να πάω κοντά τους.

Friday, August 17, 2012

οι ντουλαπες και οι καθρέφτες

γεμίζω τις ντουλάπες μου με κουτιά, κουμπιά και σπάγκο
για να μην βλέπω την ψυχή μου που είναι άδεια.
φυσάω στον καθρέφτη δηλητήριο
κάθε φορά που κοιτάζομαι
για να μη βλέπω το πρόσωπό σου
πνίγω τους πόρους μου με πούδρες
γιατί δε θέλω να αναπνέω την ανάσα σου.

όσο και αν σκουπίζεις
θα έρθει πάλι η σκόνη.
όσο και να πλυθείς σχολαστικά
ανάμεσα στα δάχτυλα,στις ρίζες των μαλλιών,ανάμεσα στα πόδια
ο ιδρώτας θα ξανακυλίσει.
και δε θα είσαι ποτέ καθαρή.

Tuesday, August 14, 2012

τα ολοκαινουρια μας φορεματα

κάθε Δεκαπενταύγουστο βγάζουμε τα καλά μας φορέματα από την ντουλάπα, μπλε πουά με λευκά κουμπάκια στο μπούστο, κοκκινα πουά με τιράντες που συνέχεια πέφτουν, χαρούμενα κοραλλί ριγέ και λευκά,ολόλευκα λινά, πλεκτά κίτρινα με λουλουδάκια απλικέ.
κάθε Δεκαπενταύγουστο πιστεύουμε πως είμαστε όμορφες με τις σατέν μας κορδέλες και τα καλά μας εσώρουχα, τα λουλουδάτα μας ρούχα που θυμίζουν κρεμαστούς κήπους δεν θα δουν ποτέ αληθινά πικνικ σε πάρκα με όμορφα αγόρια, θα δουν μόνο τον ιδρώτα μας και την απογοήτευσή μας και τους κάλους από τα γοβάκια της Σταχτοπούτας,θα μας έχει πιάσει υπνηλία από τον ήλιο και τη ζέστη και θα ανυπομονούμε να γυρίσουμε στο σπίτι και να φορέσουμε αυτό το παλιό μας μεσοφόρι με τις δυο τρύπες στο στρίφωμα που έχει πάρει το σχήμα του σώματός μας και μυρίζει το δέρμα μας.
Κι εγώ, εγώ φέτος δεν φόρεσα ουτε κρουαζε ζέρσευ,δεν φόρεσα το καρω με τα κερασάκια ή το αλλο καρώ χωρίς κερασάκια,αλλά τυλίχτηκα σε ένα κομμάτι ύφασμα από παλιό σεντόνι και άκουσα για χιλιοστή φορά το georgia on my mind, το are you lonesome tonight,aretha franklin και sam cooke και είπα,
κι εσύ Παναγία έζησες τέτοιες βραδιές που δεν χωρούσες στο δέρμα σου σε καλοκαιρινές νύχτες,κι εσύ κοίταξες τα ρούχα σου και είπες, βαριεμαι τοσο να ντυθώ και να είμαι ευγενική και γλυκειά,θέλω μονο να ακουω τα τζιτζίκια στην κοιλάδα και να λέω
γεννηθηκες,τυλιχτηκες σε ένα σεντόνι,θα πεθάνεις και θα τυλιχτείς σε ενα σεντόνι.

Sunday, August 12, 2012

18 αυγουστοι μετά

δεν πιστεύω πως θυμάσαι τις μέρες εκείνες που περάσαμε μαζί.Δεν νομίζω πως θυμάσαι εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσα όταν πρωτομιλήσαμε,τα μάγουλά μου που κοκκίνιζαν και ευχαριστούσα το σκοτάδι και τη νύχτα την προστάτιδά μου που με έκρυβε από εσένα,πως ο ανεμος ήταν αλμυρός και φοβόμουν γιατί σε δε χόρταινα τη φωνή σου,το παράστημά σου, ζήλευα τα σεντόνια σου και πως φοβόμουν,φοβόμουν πως αν με άγγιζες θα εξαυλωνόμουν.
δεν εξαυλώθηκα κι εσύ έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Δεν ξέρεις πόσο σε έψαξα και πόσο δάκρυσα.
Τώρα οι κρυψώνες μας χορτάριασαν.Η θεά Νύχτα σκέπασε τα παράθυρά μας όπως κλείνουν τα μάτια των νεκρών.Τα δωμάτια που βρεθήκαμε περιμένουν σαν χρόνιοι ασθενείς τη λύτρωση κι εγώ κάθε Αύγουστο πίνω στην ανάμνησή σου.
Όχι στον έρωτά μας.Που δεν υπήρξε.Όχι στο άγγιγμά σου.Που δεν κράτησε πολύ.
Πίνω στα νιάτα σου, στην αθωότητά μου,στην αφέλεια μου πως μια μέρα θα ερχόσουν να με βρεις, στα δάκρυα που δε σκούπισε κανένας, στα τραγούδια που ακούσαμε ένα βράδυ,τότε που ήμασταν 17 χρονών και δεν ξέραμε τι μας έφερε κοντά, στα τσιγάρα που καπνίσαμε σαν συνωμότες, στην πίστη πως κάποτε θα ερχόσουν.
Λέω πια να μη σε νοσταλγώ. Λέω να σε αφήσω να γκριζάρεις πια κι εσύ.Μπορεί να κουράστηκες τόσα χρόνια να έρχεσαι στις αναμνήσεις μου.
και 18 Αύγουστοι μετά,ήρθε ο καιρός να κάνουμε ειρήνη.
Γιατί αν έλεγα πως αμέσως θα αναγνώριζα την ανάσα σου,μπορεί και να ταν ψέμα.

Wednesday, August 08, 2012

δεν ειναι ποτε ησυχα τα βραδια μας

σεργιανάνε τα κορίτσια με τα καλοκαιρινά τους φορέματα και τους πρώτους έρωτες κάτω από την ανάσα τους, όπως κι εμείς στην ηλικία τους πριν γίνουμε γυναίκες και οι ώμοι μας βαρύνουν κάτω από τη σκόνη
τα ντροπαλά κορίτσια θα ξαναδιαβάζουν το Μικρό Πρίγκιπα
οι γονείς θα κοιμούνται ανήσυχοι τα βράδια,τα πρώτα μοιρασμένα τσιγάρα, ο πρώτος πόνος ερωτικής απογοήτευσης στο στήθος,κλεμμένα φιλιά κατω από τα αρμυρίκια και αυτά τα ανήσυχα βράδια που όλα είναι σκόνη και δέρμα και ματωμένες γάμπες από τα στραβές απότομες ξυραφιές 
και θες να τα φιλήσεις και να πεις πως ήσουν κι εσύ κάποτε έτσι
πως χαμογελούσες και σκόρπαγες ματιές και έλαμπαν τα μάτια σου.
μα εμάς οι νύχτες μας πονάνε χωρίς γλύκα.
η σκόνη δεν είναι μόνο το δέρμα μας μα οι χαρές μας.
και για χρόνια θα γυρνάνε οι δίσκοι με τα παγωτά και το νερό να σβήνει το χρόνο
και η θάλασσα θα αλλάζει χρώματα και θα ξεβράζει κομμάτια από πλακάκια και χρωματιστά γυαλιά και οι άνθρωποι θα κάθονται στις βεράντες τους 
κι εσύ θα σαι πάντα η ίδια.και θα σε κοιτούν συγκαταβατικά οι συνομήλικοι.
και ίσως κι εσύ τον εαυτό σου,και θα λένε,μεγαλώσαμε,κι εσύ θα θες να κλάψεις με λυγμούς
για τα φορέματα που έμειναν στη ντουλάπα
τις συζητήσεις που δεν ήρθαν και δε θαρθουν 
μα δε θα κλαις γιατι το ξέρεις κατά βάθος
πως ήταν πάντα έτσι 
και πριν από σένα υπήρχαν κορίτσια με λυπημένα μάτια και στήθη βαριά από αγάπη
που στέγνωσαν και χάθηκαν 
ισως για να δείξουν σε μερικές έφηβες  μια μικρή σταγόνα από το μέλλον τους
ίσως για να πάρουν την εκδίκησή τους.