δεν πιστεύω πως θυμάσαι τις μέρες εκείνες που περάσαμε μαζί.Δεν νομίζω πως θυμάσαι εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσα όταν πρωτομιλήσαμε,τα μάγουλά μου που κοκκίνιζαν και ευχαριστούσα το σκοτάδι και τη νύχτα την προστάτιδά μου που με έκρυβε από εσένα,πως ο ανεμος ήταν αλμυρός και φοβόμουν γιατί σε δε χόρταινα τη φωνή σου,το παράστημά σου, ζήλευα τα σεντόνια σου και πως φοβόμουν,φοβόμουν πως αν με άγγιζες θα εξαυλωνόμουν.
δεν εξαυλώθηκα κι εσύ έφυγες χωρίς να με χαιρετήσεις. Δεν ξέρεις πόσο σε έψαξα και πόσο δάκρυσα.
Τώρα οι κρυψώνες μας χορτάριασαν.Η θεά Νύχτα σκέπασε τα παράθυρά μας όπως κλείνουν τα μάτια των νεκρών.Τα δωμάτια που βρεθήκαμε περιμένουν σαν χρόνιοι ασθενείς τη λύτρωση κι εγώ κάθε Αύγουστο πίνω στην ανάμνησή σου.
Όχι στον έρωτά μας.Που δεν υπήρξε.Όχι στο άγγιγμά σου.Που δεν κράτησε πολύ.
Πίνω στα νιάτα σου, στην αθωότητά μου,στην αφέλεια μου πως μια μέρα θα ερχόσουν να με βρεις, στα δάκρυα που δε σκούπισε κανένας, στα τραγούδια που ακούσαμε ένα βράδυ,τότε που ήμασταν 17 χρονών και δεν ξέραμε τι μας έφερε κοντά, στα τσιγάρα που καπνίσαμε σαν συνωμότες, στην πίστη πως κάποτε θα ερχόσουν.
Λέω πια να μη σε νοσταλγώ. Λέω να σε αφήσω να γκριζάρεις πια κι εσύ.Μπορεί να κουράστηκες τόσα χρόνια να έρχεσαι στις αναμνήσεις μου.
και 18 Αύγουστοι μετά,ήρθε ο καιρός να κάνουμε ειρήνη.
Γιατί αν έλεγα πως αμέσως θα αναγνώριζα την ανάσα σου,μπορεί και να ταν ψέμα.
1 comment:
Όσα σκοτάδια κι αν καταπίνουμε να ξέρεις έχουμε πάντα το φως με το μέρος μας.
Post a Comment