στα καράβια που ανέβηκα ανέπνεα τη σκουριά από παιδί, ήθελα να τη σβήσω με το γαλάζιο του ουρανού και την ανακάτευα σαν χρώματα σε παλέτα στο μυαλό μου, το λευκό χρώμα των γλάρων.
Δεν ήθελα να κερδίζουν τα απόνερα και έβαζα στοιχήματα με τον εαυτό μου.
Καμιά φορά τα απόνερα σε έπαιρναν και σένα,άλλες φορές ερχόσουν δίπλα μου σαν νεκρός και μου ψιθύριζες χρησμούς και μαγγανείες,κι εγώ μάζευα τα ξόρκια μου να τα ενώσω με τα δικά σου για να γίνουμε ανίκητοι.
Και στο νου μου έμπλεκα σαν Πηνελόπη στον αργαλειό, ένα λευκό πουκάμισο και μια κάπα βελούδινη,την καταχνιά της ανάσας σου και το αχ της ξενιτεμένης, δυο μαργαριτάρια από ενα κόσμημα που έσπασε, και έφτιαχνα παραμύθια και ποιήματα να ταξιδεύουν.
Σε ταξιδεύω και με ταξιδεύεις σε λίμνες που 10 μαυροντυμένες γυναίκες μου γνέφουν
να πάω κοντά τους.
No comments:
Post a Comment