Ολόκληρη γεμάτη χημικές ουσίες. Μαλλιά με ουσίες να πέφτουν στα μάτια μου. Βυσσινί μολύβι στα μάτια μου να τρέχει, βυσσινί νύχια να φαγώνονται στο πληκτρολόγιο.Δεν μου αρέσουν καν τα βύσσινα.
Δυο τρεις κουβέντες στη σιωπή-νανουρίζομαι.Να κοιμηθώ χωρίς όνειρα-καθόλου, να μην ξυπνάω και να κοιτάω έξω απ'τις κουρτίνες, αχ για μια νύχτα.
Να συγκεντρωθεί η σκέψη,αχ, για λίγο. Σε παρακαλώ.
Το πρωί έχω αναγούλες. Δεν περιμένω παιδί,κυοφορώ μούχλα και σαπίλα, νιώθω στο στόμα να βγαίνουν άφθες,το σώμα μου να γεμίζει με σημάδια ευλογιάς.
Είμαι παραμορφωμένη.Μα πιο πολύ από τα σημάδια πονάνε τα βλέμματα.
Ειδικά αυτά που επιτρέπεις,
Friday, March 30, 2007
Thursday, March 29, 2007
μανιοκατάθλιψη
Έρχεται ξανά και ξανά και της λέω,καλωσόρισες. Όλα τριγύρω χάνονται κι εκείνη,σταθερή.
Χάνονται όλα. Φίλοι, μέλη του σώματος,αναπνοές. Κι εκείνη εκεί.
Δεν σου έλειψα λέει.Την τρατάρω τα κομμένα μου φρύδια και το δακρυσμένο μου βλέμμα.
Της τρατάρω το κορμί μου και το παίρνει. Πάντα ότι ήθελε το έκανε.
Κλάψε,σπάσε, διαλύσου.
Ήμουν 12 χρονών και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 10 και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 16 και κανείς δεν το κατάλαβε. Και τώρα πάλι κανείς δεν το καταλαβαίνει.
με λεν τρελή και με αποφεύγουν.Δεν με καλούν σε συγκεντρώσεις. Φοβούνται την τρελή,
Δε ζήτησα τίποτα και τίποτα δεν μου έδωσαν.
Δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να με αγαπήσουν γι' αυτό που είμαι και να, όλοι λιγοστεύουν.
Μόνο η μάνα μου μένει και εκείνη χαζεύει βουβή,τα δάχτυλά μου.
Τι φταίει να κάνει ένα άρρωστο παιδί;Δε θα κάνει οικογένεια, εξαρτημένη από ουσίες και απόπειρες αυτοκτονίας. Σπάω το χάπι και ρουφάω άπληστα τη σκόνη. Ευτυχία παροδίκή.
καραμέλες φαρμακείου. Ζουν ανάμεσά μας οι τρελοί.δεν είναι πια μεμονωμένοι στο Δαφνί και το Δρομοκαιτιο τα λιγνά αγόρια και τα αλαφροισκιωτα κορίτσια.
Ζουν στις γκαρσονιέρες.κοιμούνται πολύ ή λίγο.δεν αλλάζουν από τις πυζάμες τους. Τους ταίζουν και υποφέρουν με τα ξεσπάσματά τους οι διαλεχτοί.
Κάποτε αγάπησαν κι εκείνοι.Μα δεν έφτασε. Και έγιναν χειρότερα.Μετά τις κρίσεις ζητούν νερό και ζεστά μπάνια. Τα χάπια μου το πρωί στον ασημένιο δίσκο μαζί με τον καφέ.
Δε θέλω πια να με αγαπάτε. με αγαπάει η κυρία Μανιοκατάθλιψη.
(Αφορμή για το ποστ αυτό-το τραγούδι "Η μάνα του Γεώργιου Βιζυηνού από το δίσκο Καρτ-Ποστάλ)
Χάνονται όλα. Φίλοι, μέλη του σώματος,αναπνοές. Κι εκείνη εκεί.
Δεν σου έλειψα λέει.Την τρατάρω τα κομμένα μου φρύδια και το δακρυσμένο μου βλέμμα.
Της τρατάρω το κορμί μου και το παίρνει. Πάντα ότι ήθελε το έκανε.
Κλάψε,σπάσε, διαλύσου.
Ήμουν 12 χρονών και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 10 και κανείς δεν το κατάλαβε. Ήμουν 16 και κανείς δεν το κατάλαβε. Και τώρα πάλι κανείς δεν το καταλαβαίνει.
με λεν τρελή και με αποφεύγουν.Δεν με καλούν σε συγκεντρώσεις. Φοβούνται την τρελή,
Δε ζήτησα τίποτα και τίποτα δεν μου έδωσαν.
Δεν ήθελα τίποτε άλλο παρά να με αγαπήσουν γι' αυτό που είμαι και να, όλοι λιγοστεύουν.
Μόνο η μάνα μου μένει και εκείνη χαζεύει βουβή,τα δάχτυλά μου.
Τι φταίει να κάνει ένα άρρωστο παιδί;Δε θα κάνει οικογένεια, εξαρτημένη από ουσίες και απόπειρες αυτοκτονίας. Σπάω το χάπι και ρουφάω άπληστα τη σκόνη. Ευτυχία παροδίκή.
καραμέλες φαρμακείου. Ζουν ανάμεσά μας οι τρελοί.δεν είναι πια μεμονωμένοι στο Δαφνί και το Δρομοκαιτιο τα λιγνά αγόρια και τα αλαφροισκιωτα κορίτσια.
Ζουν στις γκαρσονιέρες.κοιμούνται πολύ ή λίγο.δεν αλλάζουν από τις πυζάμες τους. Τους ταίζουν και υποφέρουν με τα ξεσπάσματά τους οι διαλεχτοί.
Κάποτε αγάπησαν κι εκείνοι.Μα δεν έφτασε. Και έγιναν χειρότερα.Μετά τις κρίσεις ζητούν νερό και ζεστά μπάνια. Τα χάπια μου το πρωί στον ασημένιο δίσκο μαζί με τον καφέ.
Δε θέλω πια να με αγαπάτε. με αγαπάει η κυρία Μανιοκατάθλιψη.
(Αφορμή για το ποστ αυτό-το τραγούδι "Η μάνα του Γεώργιου Βιζυηνού από το δίσκο Καρτ-Ποστάλ)
Δαλιδά
Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
Κι εγώ θα έρθω με το μικρό μου το μπαγλαμά
Να δω τα μάτια του αδερφού μου
-για άλλη μια φορά, ίσως και το άσπρο του δέρμα
Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Αν σε πάρω Χάρε στο κρασί
Αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
Χάρισε μου μια νυχτιά ζωή
Να φέρω το γιο στη μάνα του
Που εκείνο το βράδυ του Ιούλη
Γλίστρησε απ’το κρεβάτι για άλλη μια φορά
Για να γίνει, επιτέλους, άντρας.
Δεν θα περάσει μέρα να μη δω τα μάτια του. Στο μολύβι που γράφω, στα φύλλα του χαρτιού. Στις ξύλινες μπάρες μια ζωή. Τότε που έκοβα τα μακριά μαλλιά σου πάνω στη μπάρα με το μπαλτά ,τα μακριά ξανθά μαλλιά σου σαν άλλη Δαλιδά προδότρα.
Που συμμάχησα με τον εχθρό μα μαζί σου με πήρες στα ερείπια, εσύ ήρωας ,εγώ αιώνια ατιμασμένη. Με τα μάτια κατάμαυρα από μολύβια και δάκρυα και κονιάκ φτηνό. Τόσο αλκοόλ στη μπάρα κι όμως φωτιά δεν άναβε όσο κι αν προσπαθούσα.
Στη Βενετία με τα σαπισμένα της νερά και τους ανίδεους τουρίστες η μάνα μου με έντυνε νύφη. Σε ένα δώμα ψηλό, με το φως να μπάινει, από έπιπλα γυμνό να ταιριάζουν με το γυμνό κορμί μου διάλεξα να με ντύσουν νύφη. Σε μια πόλη που βουλιάζει όπως εγώ. Και να περιφέρονται οι γονδολιέρηδες μέσα στις ομίχλες άπραγοι, και οι μάσκες οι βενετσιάνικες να ναι πεταμένες σαν σκηνικό άπό φτηνή ταινία. Δεν παντρευόμουν από έρωτα και χαιρόμουν γι’ αυτό.
Περίμενα στο δώμα πίσω από βαριές κουρτίνες και εσύ μάνα, εσύ με ξεμπρόστιασες.
Με το παλιό σου κομπινεζόν, να κρυώνω, να φοβάμαι και να χαίρομαι, τράβηξες μαζί κουρτίνες και αυταπάτες και εγώ, σε περίμενα.
Θα βρεθουμε άραγε όλοι μαζί ξανά, σαν ψυχές, να ενώσουμε τα χέρια;
Και τι δεν θα έδινα για να σε πάω για άλλη μια νυχτιά,έστω, στη μάνα σου.
Μα τότε δεν θα έχουμε ποιον να νικήσουμε.
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
Κι εγώ θα έρθω με το μικρό μου το μπαγλαμά
Να δω τα μάτια του αδερφού μου
-για άλλη μια φορά, ίσως και το άσπρο του δέρμα
Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Αν σε πάρω Χάρε στο κρασί
Αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
Χάρισε μου μια νυχτιά ζωή
Να φέρω το γιο στη μάνα του
Που εκείνο το βράδυ του Ιούλη
Γλίστρησε απ’το κρεβάτι για άλλη μια φορά
Για να γίνει, επιτέλους, άντρας.
Δεν θα περάσει μέρα να μη δω τα μάτια του. Στο μολύβι που γράφω, στα φύλλα του χαρτιού. Στις ξύλινες μπάρες μια ζωή. Τότε που έκοβα τα μακριά μαλλιά σου πάνω στη μπάρα με το μπαλτά ,τα μακριά ξανθά μαλλιά σου σαν άλλη Δαλιδά προδότρα.
Που συμμάχησα με τον εχθρό μα μαζί σου με πήρες στα ερείπια, εσύ ήρωας ,εγώ αιώνια ατιμασμένη. Με τα μάτια κατάμαυρα από μολύβια και δάκρυα και κονιάκ φτηνό. Τόσο αλκοόλ στη μπάρα κι όμως φωτιά δεν άναβε όσο κι αν προσπαθούσα.
Στη Βενετία με τα σαπισμένα της νερά και τους ανίδεους τουρίστες η μάνα μου με έντυνε νύφη. Σε ένα δώμα ψηλό, με το φως να μπάινει, από έπιπλα γυμνό να ταιριάζουν με το γυμνό κορμί μου διάλεξα να με ντύσουν νύφη. Σε μια πόλη που βουλιάζει όπως εγώ. Και να περιφέρονται οι γονδολιέρηδες μέσα στις ομίχλες άπραγοι, και οι μάσκες οι βενετσιάνικες να ναι πεταμένες σαν σκηνικό άπό φτηνή ταινία. Δεν παντρευόμουν από έρωτα και χαιρόμουν γι’ αυτό.
Περίμενα στο δώμα πίσω από βαριές κουρτίνες και εσύ μάνα, εσύ με ξεμπρόστιασες.
Με το παλιό σου κομπινεζόν, να κρυώνω, να φοβάμαι και να χαίρομαι, τράβηξες μαζί κουρτίνες και αυταπάτες και εγώ, σε περίμενα.
Θα βρεθουμε άραγε όλοι μαζί ξανά, σαν ψυχές, να ενώσουμε τα χέρια;
Και τι δεν θα έδινα για να σε πάω για άλλη μια νυχτιά,έστω, στη μάνα σου.
Μα τότε δεν θα έχουμε ποιον να νικήσουμε.
Saturday, March 24, 2007
δεν ξέρω καν τι να σκεφτώ
Δεν ξέρω τι να σκεφτώ για εθνικές επετείους, θρησκευτικές γιορτές.Ξέρω λίγα πράγματα-πως ένας κρίνος έγινε σημάδι αγνότητας και γονιμότητας, κάπου στην Ιουδαία,σε ένα κορίτσι που μοιάζει στη μάνα μας ίσως, και καμιά φορά οι εικόνες της παίρνουν τη μορφή της.
Ξέρω, μετά από μια έρευνα,πως ένας παλιός πρόγονός μου σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας μαζί με τον Αθανάσιο Διάκο,αν σουβλίστηκε δεν ξέρω, μα σίγουρα τα κόκκαλά του είναι σκόνη,κάπου στο σύμπαν,όπως και τόσοι άλλοι νεκροί οποιουδήποτε πολέμου.
Ξέρω πως γεννήθηκα ξημέρωμα στον Πειραιά,τυχαία,σε αυτή τη χώρα,τυχαία με αυτά τα γονίδια τα καταραμένα,τυχαία είχα αυτούς τους γονείς που έχω.
Ξέρω πως όχι τυχαία όμως,αγάπησα τη Βέμπο,τον Καβάφη και το Σεφέρη και τον Τσιφόρο.
Αγάπησα τη λεβεντιά του Μακρυγιάννη-πέτρινη ελληνική μοναξιά,το Γκάτσο και το λόγο του,όπως αγάπησα την Πιαφ και τα σπουργίτια κάθε εθνικότητας. Αγάπησα τα αρχοντορεμπέτικα και τον Τένεση Ουίλιαμς και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Τον Καβάφη και τον Τσίρκα και τα πακέτα απ'τα Σαντέ και τα άφιλτρα Καρέλια.Τα κεντήματα σταυροβελονιά στα ψιλικατζίδικα-μπορεί κάποτε να αγαπήσω κι εμένα.
Ξέρω,με βεβαιότητα, πως αν ξαναγεννιόμουν,θα ήθελα να γεννηθώ πάλι τυχαία στη Μεσόγειο.
Με το άρωμα απ'τις πορτοκαλιές και του κατακαθιού του καφέ και τους γέρους στα καφενεία και τις γιαγιάδες που ξεματιάζουν και το σταθμό Λαρίσης και τα αρμυρίκια. Με τα απλωμένα ασπρόρουχα,και τα κορίτσια με τα μαλλιά που στάζουν θαλασσόνερο στον ήλιο και όλα διαλύονται στην ομορφιά τους-και η φύση υποκλίνεται.
Μα πονάω,στις εθνικές επετείους πονάω.
Και μετά τραγουδάω,σιγανά,ή το σκέφτομαι,το τραγουδάκι αυτό.
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες γιορτές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω εγώ κι εσύ μπροστά
σα βραδυνό λεωφορείο
που χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
'Αντρα και γείτονα και φίλε
στην φτώχεια και την προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γενούμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής
Έλα να ξαναγίνουμε πάλι ανθρώποι,σε αυτή τη χώρα που δε γνωρίζω πια,με αντιμετωπίζει σαν ξένη και κάθε πρωί την κοιτάω με απορία...
Ξέρω, μετά από μια έρευνα,πως ένας παλιός πρόγονός μου σκοτώθηκε στη μάχη της Αλαμάνας μαζί με τον Αθανάσιο Διάκο,αν σουβλίστηκε δεν ξέρω, μα σίγουρα τα κόκκαλά του είναι σκόνη,κάπου στο σύμπαν,όπως και τόσοι άλλοι νεκροί οποιουδήποτε πολέμου.
Ξέρω πως γεννήθηκα ξημέρωμα στον Πειραιά,τυχαία,σε αυτή τη χώρα,τυχαία με αυτά τα γονίδια τα καταραμένα,τυχαία είχα αυτούς τους γονείς που έχω.
Ξέρω πως όχι τυχαία όμως,αγάπησα τη Βέμπο,τον Καβάφη και το Σεφέρη και τον Τσιφόρο.
Αγάπησα τη λεβεντιά του Μακρυγιάννη-πέτρινη ελληνική μοναξιά,το Γκάτσο και το λόγο του,όπως αγάπησα την Πιαφ και τα σπουργίτια κάθε εθνικότητας. Αγάπησα τα αρχοντορεμπέτικα και τον Τένεση Ουίλιαμς και τον ιταλικό νεορεαλισμό. Τον Καβάφη και τον Τσίρκα και τα πακέτα απ'τα Σαντέ και τα άφιλτρα Καρέλια.Τα κεντήματα σταυροβελονιά στα ψιλικατζίδικα-μπορεί κάποτε να αγαπήσω κι εμένα.
Ξέρω,με βεβαιότητα, πως αν ξαναγεννιόμουν,θα ήθελα να γεννηθώ πάλι τυχαία στη Μεσόγειο.
Με το άρωμα απ'τις πορτοκαλιές και του κατακαθιού του καφέ και τους γέρους στα καφενεία και τις γιαγιάδες που ξεματιάζουν και το σταθμό Λαρίσης και τα αρμυρίκια. Με τα απλωμένα ασπρόρουχα,και τα κορίτσια με τα μαλλιά που στάζουν θαλασσόνερο στον ήλιο και όλα διαλύονται στην ομορφιά τους-και η φύση υποκλίνεται.
Μα πονάω,στις εθνικές επετείους πονάω.
Και μετά τραγουδάω,σιγανά,ή το σκέφτομαι,το τραγουδάκι αυτό.
Το πρακτορείο
θολό και κρύο
κάποιοι μιλάνε για παράξενες γιορτές
και το ταξίδι
σαν άγριο φίδι
γεμίζει φόβο τις αδύνατες ψυχές
Απόψε μοιάζουμε κι οι δύο
πιο πίσω εγώ κι εσύ μπροστά
σα βραδυνό λεωφορείο
που χει τα φώτα του σβηστά
για μας ο κόσμος δεν τελειώνει
για μας ο κόσμος αρχινά
μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι
δε θα μας βγάλει πουθενά
'Αντρα και γείτονα και φίλε
στην φτώχεια και την προσφυγιά
μια παγωμένη σπίθα στείλε
να σου την κάνω πυρκαγιά
κι αν δεν καείς έλα κατόπι
που δε θα μένει πια κανείς
για να γενούμε πάλι ανθρώποι
στον κήπο της Γεσθημανής
Έλα να ξαναγίνουμε πάλι ανθρώποι,σε αυτή τη χώρα που δε γνωρίζω πια,με αντιμετωπίζει σαν ξένη και κάθε πρωί την κοιτάω με απορία...
Friday, March 23, 2007
writers block
Και είδε,μετά από ώρα του φάνηκε, αλλά μπορεί και να μην ήταν,καθώς άνοιξε τα μάτια,τη Μπάρμπαρα Στάνγουικ να ξεπροβάλλει στο διάδρομο όπως ήταν στη Διπλή ταυτότητα,με εκείνο το επικίνδυνο βλέμμα, το βλέμμα που του είχε δώσει εκείνη την πρώτη στύση στα 12 αν θυμόταν καλά,φορούσε ένα άσπρο κομπινεζόν, μεταξωτό σίγουρα,τέτοιες γυναίκες δεν φοράνε συνθετικά, με ροζ τριαντάφυλλα επάνω.Εκείνα δεν ήταν μεταξωτά,τέτοια ώρα τέτοια λόγια βέβαια,μέσα στη ζαλάδα του,το θέμα ήταν πως ήταν η Μπάρμπαρα Στάνγουικ χωρίς όμως εκείνο το αλυσιδάκι στο πόδι που φορούσε όταν κατέβαινε τις σκάλες στην πρώτη σκηνή του έργου.
Κρατούσε ένα ποτήρι κονιάκ και του το πρόσφερε με εκείνο το διαβολικό της βλέμμα, κατέβασε την πρώτη γουλιά χωρίς να είναι και τόσο σίγουρος ότι θέλει μα το ήπιε έτσι κι αλλιώς, ένιωσε ξανά τη γνώριμη στύση μέσα στο παντελόνι του και ήθελε ένα γαμημένο τσιγάρο,σα να ήξερε εκείνη άναψε ένα και του το έδωσε, και άναψε και ένα για τον εαυτό της,
χωρίς να κατεβάσει τα μάτια.
"Γαμιέσαι ωραία ,πουτάνα" της είπε βραχνά,και ποτέ δεν ερωτευόταν τέτοιες γυναίκες,του άρεσαν κάτι μαζεμένες ντροπαλές που κρύωναν και φοβόντουσαν έυκολα,μα συχνά φαντασιωνόταν κάτι μάγισσες με διχαλωτή γλώσσα που έπιναν αίμα και άρωμα Γκερλαίν σε δισκοπότηρα, "να δω τη γλώσσα σου" ψιθύρισε, και εκείνη έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό και τα διέλυσε με τη γλώσσα της και όχι,διχαλωτή δεν ήταν,μα ροζ και στρογγυλή σα γλυφιτζούρι φράουλα,μα τέτοιες γυναίκες δεν τρώνε γλυφιτζούρια ούτε μαρσμάλοους,μα πίνουν ντράι και ξεπλένουν το στόμα τους με μπέρμπον το πρωί.
Έπαιζε μια κιθάρα κάπου στο Λος Φελίζ,κατέβασε το παντελόνι του και της είπε ξανά "γαμιέσαι ωραία,πουτάνα;" και εκείνη ανέβασε τη φούστα και έμπηξε ένα στιλέτο μέσα στο αιδοίο της και του είπε έλα λοιπόν,και έτρεχε αίμα πράσινο,σαν τη μούχλα.Σαν τις λειχήνες που βγαίνουν μετά τη βροχή.
Ο Marquee de Mud με προσκάλεσε στο παιχνίδι αυτό μα είχα μπλοκάρει,μα όταν ρίχνεις καυτό νερό ξεβουλώνουν τα σιφόνια-ειδικά αν βάλεις και σόδα μέσα-και χρησιμοποίησα αυτόματη γραφή,και προσκαλώ να κατακρεουργήσουν τις λέξεις
φαρμακείο,αρουραίος,γενέθλια,μολύβι,ώμος οι:
παπαρούνα,τσέλιγκας,Αρετή, ναμπ και έρωτας στομάχης.
Κρατούσε ένα ποτήρι κονιάκ και του το πρόσφερε με εκείνο το διαβολικό της βλέμμα, κατέβασε την πρώτη γουλιά χωρίς να είναι και τόσο σίγουρος ότι θέλει μα το ήπιε έτσι κι αλλιώς, ένιωσε ξανά τη γνώριμη στύση μέσα στο παντελόνι του και ήθελε ένα γαμημένο τσιγάρο,σα να ήξερε εκείνη άναψε ένα και του το έδωσε, και άναψε και ένα για τον εαυτό της,
χωρίς να κατεβάσει τα μάτια.
"Γαμιέσαι ωραία ,πουτάνα" της είπε βραχνά,και ποτέ δεν ερωτευόταν τέτοιες γυναίκες,του άρεσαν κάτι μαζεμένες ντροπαλές που κρύωναν και φοβόντουσαν έυκολα,μα συχνά φαντασιωνόταν κάτι μάγισσες με διχαλωτή γλώσσα που έπιναν αίμα και άρωμα Γκερλαίν σε δισκοπότηρα, "να δω τη γλώσσα σου" ψιθύρισε, και εκείνη έκανε δαχτυλίδια με τον καπνό και τα διέλυσε με τη γλώσσα της και όχι,διχαλωτή δεν ήταν,μα ροζ και στρογγυλή σα γλυφιτζούρι φράουλα,μα τέτοιες γυναίκες δεν τρώνε γλυφιτζούρια ούτε μαρσμάλοους,μα πίνουν ντράι και ξεπλένουν το στόμα τους με μπέρμπον το πρωί.
Έπαιζε μια κιθάρα κάπου στο Λος Φελίζ,κατέβασε το παντελόνι του και της είπε ξανά "γαμιέσαι ωραία,πουτάνα;" και εκείνη ανέβασε τη φούστα και έμπηξε ένα στιλέτο μέσα στο αιδοίο της και του είπε έλα λοιπόν,και έτρεχε αίμα πράσινο,σαν τη μούχλα.Σαν τις λειχήνες που βγαίνουν μετά τη βροχή.
Ο Marquee de Mud με προσκάλεσε στο παιχνίδι αυτό μα είχα μπλοκάρει,μα όταν ρίχνεις καυτό νερό ξεβουλώνουν τα σιφόνια-ειδικά αν βάλεις και σόδα μέσα-και χρησιμοποίησα αυτόματη γραφή,και προσκαλώ να κατακρεουργήσουν τις λέξεις
φαρμακείο,αρουραίος,γενέθλια,μολύβι,ώμος οι:
παπαρούνα,τσέλιγκας,Αρετή, ναμπ και έρωτας στομάχης.
Thursday, March 22, 2007
Σαντιάγκο
When the moon has risen full I’m off to Santiago, Cuba,
off to Santiago
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Singing palms above the roof-tops.
Off to Santiago.
When the palm-tree wants to be stork,
off to Santiago.
And the banana-tree jellyfish,
I’m off to Santiago.
Off to Santiago
with the blond head of Fonseca.
Off to Santiago.
With the rose, Juliet’s and Romeo’s,
off to Santiago.
Sea of paper, coins of silver,
off to Santiago.
Oh, Cuba! Oh, rhythm of dried seeds!
Off to Santiago.
Oh, waist of fire, drop of wood!
Off to Santiago.
Harp of living tree-trunks. Caiman. Flower of tobacco.
Off to Santiago.
I always said I’d be off, off to Santiago,
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Air and alcohol on the wheels,
I’m going to Santiago.
My coral in the twilight,
off to Santiago.
The ocean drowned in the sand,
off to Santiago.
Heat whitening, fruit rotting,
off to Santiago.
Oh, the sugar-cane’s dumb coolness!
Oh, Cuba, curve of sigh and clay!
I’m off to Santiago.
Παγκόσμια ημέρα ποίησης-χτες. και τι καλύτερο από λίγο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα;
Βρώμικα σοκάκια.
Οι γέροι στο καφενείο λένε " Ο κόσμος έχει αλλάξει".
Μετανάστριες κουβαλούν πλαστικές σακούλες και φτηνά καλλυντικά.
Δυο τρεις ανάβουν τσιγάρο.
Ένα παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο-στην επαρχία χειμερία νάρκη.
Βήχουν σα φυματικοί οι ένοικοι των πολυκατοικιών.
Τα χέρια μας, σαν κλαδιά δέντρων απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι.
Κάποιος λέει, θα βρέξει.
22.3.2007
off to Santiago
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Singing palms above the roof-tops.
Off to Santiago.
When the palm-tree wants to be stork,
off to Santiago.
And the banana-tree jellyfish,
I’m off to Santiago.
Off to Santiago
with the blond head of Fonseca.
Off to Santiago.
With the rose, Juliet’s and Romeo’s,
off to Santiago.
Sea of paper, coins of silver,
off to Santiago.
Oh, Cuba! Oh, rhythm of dried seeds!
Off to Santiago.
Oh, waist of fire, drop of wood!
Off to Santiago.
Harp of living tree-trunks. Caiman. Flower of tobacco.
Off to Santiago.
I always said I’d be off, off to Santiago,
in a wagon of black water.
Off to Santiago.
Air and alcohol on the wheels,
I’m going to Santiago.
My coral in the twilight,
off to Santiago.
The ocean drowned in the sand,
off to Santiago.
Heat whitening, fruit rotting,
off to Santiago.
Oh, the sugar-cane’s dumb coolness!
Oh, Cuba, curve of sigh and clay!
I’m off to Santiago.
Παγκόσμια ημέρα ποίησης-χτες. και τι καλύτερο από λίγο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα;
Βρώμικα σοκάκια.
Οι γέροι στο καφενείο λένε " Ο κόσμος έχει αλλάξει".
Μετανάστριες κουβαλούν πλαστικές σακούλες και φτηνά καλλυντικά.
Δυο τρεις ανάβουν τσιγάρο.
Ένα παιδί δεν θέλει να πάει σχολείο-στην επαρχία χειμερία νάρκη.
Βήχουν σα φυματικοί οι ένοικοι των πολυκατοικιών.
Τα χέρια μας, σαν κλαδιά δέντρων απλωμένα πάνω στο μαξιλάρι.
Κάποιος λέει, θα βρέξει.
22.3.2007
Tuesday, March 20, 2007
και θα νιώθω τη μυρωδιά σου...
τρεις γνώριμες μυρωδιές.
white shoulders-δεν την απέκτησα ποτέ.Θα τη φορούσε κάποια πελάτισσα, γαρδένια και τριαντάφυλλο,λίγο κεχριμπάρι στην καρδιά.Λευκοί ώμοι, τι όμορφο όνομα για άρωμα! Πρωινά στο μπαλκόνι, άνοιγμα της μπαλκονόπορτας με τις κουρτίνες από οργάντζα, ελαφριά νυχτικά, μαρμελάδα βερύκοκο, συζητήσεις στις βεράντες, τζιν με τόνικ...
Ανακάλυψα την Organza Indecence, από το Givenchy, από ένα δείγμα περιοδικού.Δεν ήταν αθώο σαν το White shoulders, ζάλιζε με κέδρο,κανέλλα, μόσχο, άγριο γαρύφαλλο, βράδια δίπλα σε τζάκι και καπνισμένα μπαρ. Επικίνδυνο, βαρύ,δύσκολο, αχώριστος σύντροφος για χρόνια. Καταργήθηκε και για χρόνια αγόραζα αν έβρισκα μπουκάλια από οποιαδήποτε μέρη, παρήγγειλνα σε φίλους από το εξωτερικό," μα τόση μανία για ένα άρωμα;" Μα πως να αποβάλλεις έτσι έυκολα ένα κομμάτι του εαυτού σου; ¨Ενα κομμάτι του δέρματος σου;
Δοκίμασα να την αντικαταστήσω.Μάταια,δεν πήγαιναν στο δέρμα,αρώματα για κοριτσάκια, λουλουδάτα, άρωμα σαπουνιού. Βρήκα τυχαία τη Feminite du Bois,της Shiseido.
Πάλι ένα ξυλώδες άρωμα, ο κέδρος ξεχείλιζε, μια δυο στάλες ροδάκινο,μέλι, μια νότα άνθος πορτοκαλιού. Σαν παρτιτούρα όπερας. Για καπνισμένα μπαρ και αφίλητα μάγουλα.
Δύσκολο δέρμα-ανικανοποίητο. Το white shoulders δεν το απέκτησα ποτέ. Έχω λευκούς ώμους, ίσως και να φτάνει. Σε λίγο καιρό θα ψάχνω και το τρίτο άρωμα και θα ζαλίζω ανθρώπους να μου το βρουν-καταργείται.
Ότι αγαπάω εγώ πεθαίνει;
Saturday, March 17, 2007
Blue rose
Γιαγιά, ο Θεός ας είναι μαζί σου.
Ένα καλώδιο που κόβεται.
1000 μίλια μακριά.
Rose.Το κεφάλι της ανοιχτή πληγή.
Εγώ.Εδώ. Καπνίζοντας.
Ο πατέρας μου,κακός σαν
διάβολος, ροχαλίζει-
1.000 μίλια μακριά.
(Σημείωμα του Τενεσή Ουίλιαμς, όταν έμαθε τα νέα για τη λοβοτομή, 1943)
"Λένε ότι ένα δέντρο που δίνει λουλούδια γίνεται πιο όμορφο τη χρονιά πριν πεθάνει και φαίνεται ότι τον τελευταίο χρόνο που πέρασε η Ρόουζ στο σπίτι ενώ έσβηνε πραγματικά,ποτέ δεν υπήρξε πιο όμορφη.."
Γυάλινε κόσμε,δεν κλείσαμε ακόμα τους λογαριασμούς μας εμείς οι δυο.
Ένα καλώδιο που κόβεται.
1000 μίλια μακριά.
Rose.Το κεφάλι της ανοιχτή πληγή.
Εγώ.Εδώ. Καπνίζοντας.
Ο πατέρας μου,κακός σαν
διάβολος, ροχαλίζει-
1.000 μίλια μακριά.
(Σημείωμα του Τενεσή Ουίλιαμς, όταν έμαθε τα νέα για τη λοβοτομή, 1943)
"Λένε ότι ένα δέντρο που δίνει λουλούδια γίνεται πιο όμορφο τη χρονιά πριν πεθάνει και φαίνεται ότι τον τελευταίο χρόνο που πέρασε η Ρόουζ στο σπίτι ενώ έσβηνε πραγματικά,ποτέ δεν υπήρξε πιο όμορφη.."
Γυάλινε κόσμε,δεν κλείσαμε ακόμα τους λογαριασμούς μας εμείς οι δυο.
Thursday, March 15, 2007
The glass menagerie
Αγαπημένε μου αδερφέ,ο γιατρός μου έγραψε ένα ωραίο γράμμα από μέρους σου.Χάρηκα όταν το έλαβα.Μου έδωσες κακή εντύπωση την τελευταία φορά που ήρθες να με δεις.Φαινόσουν έτοιμος να κάνεις φόνο.Προσπαθώ να μην πεθάνω,κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια για αυτό.Νιώθω τόσο καλά,όπως πάντα,όταν έχω τα χάλια μου,όταν κοντεύω να πέσω αναίσθητη.Θυμάμαι το γλυκό,΄νυσταγμένο,άρρωστο σώμα σου και είναι η καλύτερη συντροφιά για μένα.Νιώθω σίγουρη ότι θα με αγαπάς ακόμη κι αν δολοφονήσω κάποιον.Εσύ θα ξέρεις ότι δεν το ήθελα.Είσαι,σαν τα χάπια 9681 του Δρ.Μπέκμαν,"ευλογημένος".Εσύ θα με αγαπάς όσο κακή κι αν είμαι.Όλη η οικειότητα που έχουμε λένε πως πεθαίνει.Αν πρέπει να πεθάνουμε θέλω να με αποτεφρώσουν και οι στάχτες μου να μπουν με τις δικές σου.Να πηγαίνεις στην εκκλησία και να προσεύχεσαι για το σώμα της αδερφής σου,που θα γίνει λεπτό και δυνατό και θα του δοθεί ένας σύζυγος τόσο καλός όσο εγώ.Αν πεθάνω να ξέρεις ότι θα μου λείπεις 24 ώρες την ημέρα."Αγάπη μου κι αν μείνεις χίλια μίλια μακριά εγώ πάντα θα σε αγαπώ!"Θέλω παγωτό με γεύση καφέ πάνω σε σοκολάτα,μια καλή σου φωτογραφία.Η αφοσιωμένη σου αδερφή,ΡόουζΥ.Γ Στείλε μου 1 δολλάριο για παγωτό.
(Γράμμα προς τον Τενεση Ουίλιαμς από την αδερφή του,Ροόυζ,από το άσυλο,λίγο πριν υποβληθεί σε εγχείρηση λοβοτομής)
Διάβασα για άλλη μια φορά το Γυάλινο Κόσμο- και ήρθαν επιτέλους τα δάκρυα,και έτρεξαν, και ήταν ωραία, σαν βροχή μετά το καλοκαίρι.
Η Λώρα είναι η Ρόουζ-η Ρόουζ είναι η Λώρα, ο Τομ είναι ο συγγραφέας, ο ταχυδακτυλουργός,
η λοβοτομή η θυσία, και εγώ ,ε,εγώ δεν είμαι σαν τα άλλα ζωάκια της συλλογής και σβήνω τα κεριά για απόψε,στον Αμερικάνικο Νότο,την Αθήνα,στα εργοστάσια, στα υπόγεια των μεταναστών, την ξυλόσομπα, σβήνω τα κεριά και βγάζω τα ρούχα μου για άλλη μια φορά απόψε,μόνη.
(Γράμμα προς τον Τενεση Ουίλιαμς από την αδερφή του,Ροόυζ,από το άσυλο,λίγο πριν υποβληθεί σε εγχείρηση λοβοτομής)
Διάβασα για άλλη μια φορά το Γυάλινο Κόσμο- και ήρθαν επιτέλους τα δάκρυα,και έτρεξαν, και ήταν ωραία, σαν βροχή μετά το καλοκαίρι.
Η Λώρα είναι η Ρόουζ-η Ρόουζ είναι η Λώρα, ο Τομ είναι ο συγγραφέας, ο ταχυδακτυλουργός,
η λοβοτομή η θυσία, και εγώ ,ε,εγώ δεν είμαι σαν τα άλλα ζωάκια της συλλογής και σβήνω τα κεριά για απόψε,στον Αμερικάνικο Νότο,την Αθήνα,στα εργοστάσια, στα υπόγεια των μεταναστών, την ξυλόσομπα, σβήνω τα κεριά και βγάζω τα ρούχα μου για άλλη μια φορά απόψε,μόνη.
Άνοιξη;
Από όλα τα παιχνίδια που κυκλοφορούν τελευταία η strawberry shortcake είναι εκείνη που συμπαθώ περισσότερο.Μοιάζει με κανονικό παιχνίδι.
Βγαίνω επιτέλους στους δρόμους-φαρμακείο,παυσίπονα, περίπτερο,τσιγάρα, καφές στο χέρι,θα πάω στο Βέγκας του χρόνου λέει ο υπάλληλος, είναι οι γονείς μου εκεί,δύσκολα εδώ για δουλειά.
Περιοδικά για το σπίτι,ζωές ιλουστρασιόν, φορέματα κρεμασμένα στους τοίχους,φρέσκιες πετσέτες, προιόντα,συνταγές που μαζεύω και δε θα φτιάξω ποτέ.
Στο σπίτι στάχτες στο πάτωμα και πετσέτες που πρέπει να μπουν στο πλυντήριο, νιώθω σαν σφουγγάρι ποτισμένο με νερό,είμαι πρησμένη, γράφω,γράφω γράφω και τελειωμό δεν έχει.
Μπορείς για μια στιγμή να με αγαπάς; Μια στιγμή.
Να φτιάξουμε βάφλες με φρέσκιες φράουλες και λίγη σαντιγύ και καφέ. Στα καλά φλυτζάνια, όχι στα καθημερινά. Να παίξουμε νοικοκυριό. Να παίξουμε την ευτυχία. Να διαβάζουμε ο ενας στον άλλον Μποστ κα να ζωγραφίζουμε χαρτόνια,να φτιάχνουμε χάρτινα καραβάκια.
Όταν μεγαλώσουμε θα λέμε, θα μου φέρνεις σοκολάτα από το περίπτερο όταν γυρνάς απ' τη δουλειά;
Ζωγραφίζω με μολύβια ματιών. Μου κάνει παρέα ο Ελίας Κανέττι.
Βόλτα ξανά μετά από μέρες. Αυτοκίνητα καλυμμένα με γύρη.
Δε μου κάνει όρεξη να γυρίσω σπίτι. Μουρμουρίζω "la vie en rose".
Χρώματα, ήχοι,σε λίγο καιρό η θάλασσα.
Κι εγώ σ' αγαπώ. Και μου λείπεις.
Wednesday, March 14, 2007
Άρωμα κέδρου
Έχω τρεις μέρες να βγω από το σπίτι νομίζω-πάω στο μπαλκόνι,ξανά μέσα,η κρουαζιέρα του διαδρόμου.
Ξεσκονίζω βιβλία, διαβάζω στίχους, σιδερώνω, μαντάρω παλιά ρούχα,βάζω σταγόνες στα μάτια. Λευκές νύχτες στα Βαλκάνια.Έλιωσαν τα χιόνια και κατρακυλούν στο Δούναβη.Λεξικά και εφημερίδες πεταμένες από δω κι από κει, λέω να πιω λίγο κονιάκ, με σταματάω, φτιάχνω τσάι,τρώω κουλουράκια κανέλλας.Πάσχα σε δυο βδομάδες;
Καιρό έχω να κατέβω στην κοιλιά της πόλης, στην κεντρική αγορά.Δυο τρεις σταγόνες άρωμα κέδρου-σιωπή γύρω γύρω, κόκκινα σεντόνια,κόκκινα χαλιά,άσπρα χείλια.
Ξυπνάω σφίγγοντας τα δόντια από εφιάλτες που δε θυμάμαι το ξημέρωμα.
Κάποτε ήθελα να εκδιηθώ όλους αυτούς που μου έκαναν κακό και με έκαναν να κλάψω-τώρα απλά μου είναι αδιάφοροι.
θα γεννηθούν παιδιά κι εμείς θα μεγαλώνουμε στο πλάι. θα βήχουμε από το τσιγάρο και όλα αυτά που κοροιδέυαμε θα τα κάνουμε,ίσως και χειρότερα.
Ξεσκονίζω βιβλία, διαβάζω στίχους, σιδερώνω, μαντάρω παλιά ρούχα,βάζω σταγόνες στα μάτια. Λευκές νύχτες στα Βαλκάνια.Έλιωσαν τα χιόνια και κατρακυλούν στο Δούναβη.Λεξικά και εφημερίδες πεταμένες από δω κι από κει, λέω να πιω λίγο κονιάκ, με σταματάω, φτιάχνω τσάι,τρώω κουλουράκια κανέλλας.Πάσχα σε δυο βδομάδες;
Καιρό έχω να κατέβω στην κοιλιά της πόλης, στην κεντρική αγορά.Δυο τρεις σταγόνες άρωμα κέδρου-σιωπή γύρω γύρω, κόκκινα σεντόνια,κόκκινα χαλιά,άσπρα χείλια.
Ξυπνάω σφίγγοντας τα δόντια από εφιάλτες που δε θυμάμαι το ξημέρωμα.
Κάποτε ήθελα να εκδιηθώ όλους αυτούς που μου έκαναν κακό και με έκαναν να κλάψω-τώρα απλά μου είναι αδιάφοροι.
θα γεννηθούν παιδιά κι εμείς θα μεγαλώνουμε στο πλάι. θα βήχουμε από το τσιγάρο και όλα αυτά που κοροιδέυαμε θα τα κάνουμε,ίσως και χειρότερα.
Tuesday, March 13, 2007
Στον κήπο
Θα ποτίζω τα λουλούδια με ένα κόκκινο ποτιστήρι πριν εσύ ξυπνήσεις ακόμα-τρώγοντας πρωινό θα ακούμε Πιαφ, θα βλέπουμε τα γκρίζα κύματα,όταν κρυώνω θα φοράω μια λευκή ζακέτα πάνω από το φόρεμα, άνοιξη, ήρθε η άνοιξη, θα φτιάχνω για πρωινό τηγανίτες με κανέλα και θα έχω στο πρόσωπό μου αλεύρι, λευκές πετσέτες και το βράδυ κονιάκ, η μπουγάδα απλωμένη στο σχοινί,
ποιος θα μου κάνει δώρο αυτό το φόρεμα;γιατί κανείς δεν μπορεί να μου κάνει δώρο αυτή τη ζωή..
Monday, March 12, 2007
Καλησπέρα σας κύριε Έντισον
Τον είδα το Σάββατο το βράδυ ξανά, άκουσα τη φωνή του,είδα το ήρεμο πρόσωπό του, να κάθεται σεμνά στο κέντρο του τραπεζιού, να διηγείται ιστορίες της ελληνικής μουσικής, λεπτομέρειες και πτυχές, χωρίς καθόλου τουπέ όπως ακριβώς ταιριάζει σε έναν σπουδαίο άνθρωπο, και κοιτούσα αχόρταγα αποσπάσματα από τα αρχεία του,αυτό το απέραντο αρχείο που πρέπει να έχει,τη Βίκυ με ένα ωραίο φουστανάκι να τραγουδάει το "Χαράμι", ιστορίες για τον Ξαρχάκο,τα χρόνια που το ραδιόφωνο ήταν αξιοπιστο και σοβαρό και δεν ήταν φλύαρο και ευτελές, να ξεπουλιέται από δω και από κει και να γελοιοποιείται.
Με την ήρεμη δύναμη στη φωνή, με το γλυκό βλέμμα ενός πραγματικά σπουδαίου ανθρώπου,
καλησπέρα σας κύριε Παπαστεφάνου...
Με την ήρεμη δύναμη στη φωνή, με το γλυκό βλέμμα ενός πραγματικά σπουδαίου ανθρώπου,
καλησπέρα σας κύριε Παπαστεφάνου...
Sunday, March 11, 2007
Sunday morning...
Saturday, March 10, 2007
Πανεπιστημίου
Σήμερα όλο θέλω να κλαίω και να κρυώνω-κοιτάζω τα λουλούδια, θα μαραθούν, θα πέσουν τα μπουμπούκια από τα δέντρα ,στενοχωριέμαι, πλησιάζει ο καιρός που θα αναχωρήσω, θέλω να πάω στην Aix-en-Provence και στην Κορνουάλη και στην Κεφαλλονιά γύρω στο Μάη,να δω λίγο Ιόνιο, να βουτήξω στα γαλαζοπράσινα νερά, ακούω το "Απόψε αυτοσχεδιάζουμε" , ο Μήτσος ο Μυράτ, "Η παράσταση είστε εσείς, εμείς", δεν ξέρω γιατί ανυπομονώ, πίνω καφέ και τον γυρίζω στο πορσελάνινο φλυτζάνι, έτσι, δεν έχω κανέναν να μου πει τη μοίρα μου, μακάρι να έπιανε βροχή.
Θέλω να βγω έξω από το δέρμα μου και να κουρνιαστώ σαν έμβρυο.
Εγώ, εγώ, εγώ.
Ακούω το "Πανεπιστημίου" με το Γιώργο Μαρίνο, "Πάντα ήμουν δειλός. Δειλός και συνετός".
Εγώ ήμουν πεισματάρα, ξεροκέφαλη και αγύριστο κεφάλι.
"Οταν περπατώ στην Πανεπιστημίου
πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
το παιδί που φεύγει απ'την οδό Σταδίου
είμαι εγώ κι εσύ ξωπίσω μου να κλαις"
Δεν νομίζω πως εσύ έκλαιγες ποτέ ξωπίσω μου-εγώ έκλαιγα,κρυφά, τα βράδια, και έκανα μούσκεμα το μαξιλάρι. Έστω.
Πάντα την άνοιξη γίνομαι χάλια-φοβάμαι τη μέρα που μεγαλώνει, φοβάμαι το το αδυσώπητο φως, τους ανθρώπους που γίνονται χαρούμενοι, κι εγώ δρόμο να διαβώ δεν έχω, κι όλα χάνονται γύρω μου,χάνονται.Φοβάμαι τις γκόμενες που αποφασίζουν να αδυνατίσουν και τα σχέδια για ταξίδια για τις διακοπές του Πάσχα.
'Μοιάζουν ζωντανά τα πρόσωπα χαμένα
έφηβοι ξανθοί μιας άλλης εποχής
κι εγώ μια σταλιά μάτια δακρυσμένα
μάτια όλο ικεσία να με λυπηθείς"
Θα ήθελα να τριγυρνάω στην παραλία με ένα παλιό prom dress και να ψάχνω για πασχαλίτσες, κοχύλια, να μπω μέσα στα κύματα, cheer up mate, cream soda και βόλτα στην promenade, μα δεν έχω δρόμο να διαβώ, και μου μένει μόνο η οδός Πανεπιστημίου.
Θέλω να βγω έξω από το δέρμα μου και να κουρνιαστώ σαν έμβρυο.
Εγώ, εγώ, εγώ.
Ακούω το "Πανεπιστημίου" με το Γιώργο Μαρίνο, "Πάντα ήμουν δειλός. Δειλός και συνετός".
Εγώ ήμουν πεισματάρα, ξεροκέφαλη και αγύριστο κεφάλι.
"Οταν περπατώ στην Πανεπιστημίου
πάντα συναντώ τις μέρες τις παλιές
το παιδί που φεύγει απ'την οδό Σταδίου
είμαι εγώ κι εσύ ξωπίσω μου να κλαις"
Δεν νομίζω πως εσύ έκλαιγες ποτέ ξωπίσω μου-εγώ έκλαιγα,κρυφά, τα βράδια, και έκανα μούσκεμα το μαξιλάρι. Έστω.
Πάντα την άνοιξη γίνομαι χάλια-φοβάμαι τη μέρα που μεγαλώνει, φοβάμαι το το αδυσώπητο φως, τους ανθρώπους που γίνονται χαρούμενοι, κι εγώ δρόμο να διαβώ δεν έχω, κι όλα χάνονται γύρω μου,χάνονται.Φοβάμαι τις γκόμενες που αποφασίζουν να αδυνατίσουν και τα σχέδια για ταξίδια για τις διακοπές του Πάσχα.
'Μοιάζουν ζωντανά τα πρόσωπα χαμένα
έφηβοι ξανθοί μιας άλλης εποχής
κι εγώ μια σταλιά μάτια δακρυσμένα
μάτια όλο ικεσία να με λυπηθείς"
Θα ήθελα να τριγυρνάω στην παραλία με ένα παλιό prom dress και να ψάχνω για πασχαλίτσες, κοχύλια, να μπω μέσα στα κύματα, cheer up mate, cream soda και βόλτα στην promenade, μα δεν έχω δρόμο να διαβώ, και μου μένει μόνο η οδός Πανεπιστημίου.
Friday, March 09, 2007
Καλή μου Κερασία...
ήρθες στο μυαλό μου πριν δυο χρόνια, ξημερώματα,και φορώντας έναν καφέ μπερέ και μεταξωτές κάλτσες. Δεν είδα το πρόσωπό σου- ήσουν κρεμασμένη βλέπεις.
Έξω από την αποθήκη. Είδα όμως τα μαύρα γυαλιστερά σου μαλλιά και κατάλαβα πως έχεις όμορφα, ρόδινα χείλη σε σχήμα καρδιάς.
Είχες μια ιστορία να μου πεις-την έγραψα όπως μου την διηγήθηκες. Και μετά μου είπες κι άλλες,κι άλλες, κι άλλες. Και προσπάθησα να τις γράψω όλες, μα καμιά φορά ξέφευγες σαν το ζαρκάδι.
'Εψαξα το πρόσωπό σου. Δεν το έβρισκα. Το έψαξα σε βιβλία, παλιές φωτογραφίες και ταινίες. Δεν βρήκα το πρόσωπό σου και ας ήξερα ακριβώς πως ήταν.
Σε σύστησα σε μερικούς άλλους-σε κατάλαβε μόνο ένας, ή δύο,και ήταν σημαδιακό.
Για μένα ήσουν ιέρεια. Η αγία πόρνη, το εξιλαστήριο θύμα, ο αμνός του Θεού.
Περάσαμε τόσα πολλά μαζί που σχεδόν γίναμε ένα, μα εσύ ήσουν κάτι παραπάνω, και έτσι σε αντέγραψα λίγο και έγινα η Τσέρυ. Τελικά εγώ πήρα από σένα ή εσύ από μένα;
Κλέβει η τέχνη τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;
Ζωή κλεμμένη, δάκρυα σε σελλυλόιντ, δάκρυα σε χαρτιά πεταμένα.
μα εσύ γεννημένη ελεύθερη,δεν μπορείς άλλο να μείνεις μαζί μου, μέσα μου. Εγώ σου ρουφάω το αίμα, κι ας μην έχεις αίμα.
Θα σε αφήσω να φύγεις λοιπόν,να πετάξεις, σαν το καναρίνι το Τζιτζιφρίγκο στο "Οι Γερμανοί ξανάρχονται". Να βρεις αυτά που αγαπάς,τα πεζοδρόμια, τη μορφίνη, τα ξωκλήσια, τη θάλασσα, τα ξερόνησα, το Παρίσι, τη Βιέννη. Να γίνεις επιτέλους ντίβα.
Εγώ θα παραμείνω η Τσέρυ, μόνο επειδή μου αρέσουν τα κεράσια. Δεν είμαι το φτηνό αντίγραφό σου,όχι ότι ήμουν ποτέ, αλλά μπλεχτήκαμε εις σάρκα μία κάποια στιγμή.
Στο λευκό σου δέρμα θα γράψουν ποιήματα άντρες σωρό και για τα χείλη σου θα κρεμαστούν χίλιοι.
Δεν χρειάζεται να σου πω καλή τύχη-εσύ είσαι η τύχη.
Έξω από την αποθήκη. Είδα όμως τα μαύρα γυαλιστερά σου μαλλιά και κατάλαβα πως έχεις όμορφα, ρόδινα χείλη σε σχήμα καρδιάς.
Είχες μια ιστορία να μου πεις-την έγραψα όπως μου την διηγήθηκες. Και μετά μου είπες κι άλλες,κι άλλες, κι άλλες. Και προσπάθησα να τις γράψω όλες, μα καμιά φορά ξέφευγες σαν το ζαρκάδι.
'Εψαξα το πρόσωπό σου. Δεν το έβρισκα. Το έψαξα σε βιβλία, παλιές φωτογραφίες και ταινίες. Δεν βρήκα το πρόσωπό σου και ας ήξερα ακριβώς πως ήταν.
Σε σύστησα σε μερικούς άλλους-σε κατάλαβε μόνο ένας, ή δύο,και ήταν σημαδιακό.
Για μένα ήσουν ιέρεια. Η αγία πόρνη, το εξιλαστήριο θύμα, ο αμνός του Θεού.
Περάσαμε τόσα πολλά μαζί που σχεδόν γίναμε ένα, μα εσύ ήσουν κάτι παραπάνω, και έτσι σε αντέγραψα λίγο και έγινα η Τσέρυ. Τελικά εγώ πήρα από σένα ή εσύ από μένα;
Κλέβει η τέχνη τη ζωή ή η ζωή την τέχνη;
Ζωή κλεμμένη, δάκρυα σε σελλυλόιντ, δάκρυα σε χαρτιά πεταμένα.
μα εσύ γεννημένη ελεύθερη,δεν μπορείς άλλο να μείνεις μαζί μου, μέσα μου. Εγώ σου ρουφάω το αίμα, κι ας μην έχεις αίμα.
Θα σε αφήσω να φύγεις λοιπόν,να πετάξεις, σαν το καναρίνι το Τζιτζιφρίγκο στο "Οι Γερμανοί ξανάρχονται". Να βρεις αυτά που αγαπάς,τα πεζοδρόμια, τη μορφίνη, τα ξωκλήσια, τη θάλασσα, τα ξερόνησα, το Παρίσι, τη Βιέννη. Να γίνεις επιτέλους ντίβα.
Εγώ θα παραμείνω η Τσέρυ, μόνο επειδή μου αρέσουν τα κεράσια. Δεν είμαι το φτηνό αντίγραφό σου,όχι ότι ήμουν ποτέ, αλλά μπλεχτήκαμε εις σάρκα μία κάποια στιγμή.
Στο λευκό σου δέρμα θα γράψουν ποιήματα άντρες σωρό και για τα χείλη σου θα κρεμαστούν χίλιοι.
Δεν χρειάζεται να σου πω καλή τύχη-εσύ είσαι η τύχη.
Thursday, March 08, 2007
Λιβελούλλες
Το πρωινό εκείνο μύριζα τις φρέζιες που άνθιζαν κάτω απ'το παράθυρο, κέντησα κάτι μποέμικα στολίδια,ζωγράφισα με ξυλομπογιές εξώφυλλα
έλυσα τα μαλλιά και ξεπετάχτηκαν βουκαμβίλιες
Δε με νοιάζει τίποτα, όλα τα χω ζήσει
και ποτά και ηδύποτα, στερεά και νήσοι
Άντρες γνώρισα πολλούς, παραλήδες,τσόλια
κλέφτες και αρματωλούς, άντρες με πιστόλια
Καρδιές,πορτοφόλια,
στενάξαν, στενάξαν χοντρά
Κωμωδίες δράματα παίζει η ...
τους κοιτώ κατάματα τσαμπουκάς και γλύκα
από δώδεκα χρονώ το σανίδι καίω
ξεσηκώνω το κοινό και άμα λάχει κλαίω..
σουξέ φευγαλέο,σουξέ φευγαλέο...
Μα άνθιζαν οι φρέζιες εκείνο το πρωινό...
Φέρτε μικρόφωνα,φέρτε ομόφωνα,
να και το φουστάνι που θα γράψει, εντάξει;
πέρλες, καλώδια...πολεμοφόδια...
βγαίνει και χαλάει του κόσμου η τάξη
σκισμένο μετάξι, σκισμένο μετάξι...
Και σκεφτόμουν την Γέννηση του Μποτιτσέλι και προραφαηλιτικές φιγούρες και λινές φούστες..
Πω πω μπελά που βρήκα,είσαι Θεά!
Από μικρή που βγήκα,είσαι Θεά!
Με φωνάζουνε τ' αγόρια,είσαι Θεά!
Ίσα μάγκες, θέλει φως και η σκιά
Και στα καρνάγια έφτυναν καπνό και στα πορνεία ξαφνικά μπήκε το φως, "ίσα ρε μάγκες!"
Άσε να λέει το πλήθος, είσαι Θεά!
Άσε να λέει ο μύθος, είσαι Θεά!
Τόσοι ρόλοι αποφόρια, ναι,είμαι Θεά!
και όπως πάω θα είμαι ωραία και γρια
Και για αυτά τα αποφόρια ζω...και αφού με ζήτησες,ήρθα...
Τι θες να πεις,πως σου φέρνω θλίψη;
έλυσα τα μαλλιά και ξεπετάχτηκαν βουκαμβίλιες
Δε με νοιάζει τίποτα, όλα τα χω ζήσει
και ποτά και ηδύποτα, στερεά και νήσοι
Άντρες γνώρισα πολλούς, παραλήδες,τσόλια
κλέφτες και αρματωλούς, άντρες με πιστόλια
Καρδιές,πορτοφόλια,
στενάξαν, στενάξαν χοντρά
Κωμωδίες δράματα παίζει η ...
τους κοιτώ κατάματα τσαμπουκάς και γλύκα
από δώδεκα χρονώ το σανίδι καίω
ξεσηκώνω το κοινό και άμα λάχει κλαίω..
σουξέ φευγαλέο,σουξέ φευγαλέο...
Μα άνθιζαν οι φρέζιες εκείνο το πρωινό...
Φέρτε μικρόφωνα,φέρτε ομόφωνα,
να και το φουστάνι που θα γράψει, εντάξει;
πέρλες, καλώδια...πολεμοφόδια...
βγαίνει και χαλάει του κόσμου η τάξη
σκισμένο μετάξι, σκισμένο μετάξι...
Και σκεφτόμουν την Γέννηση του Μποτιτσέλι και προραφαηλιτικές φιγούρες και λινές φούστες..
Πω πω μπελά που βρήκα,είσαι Θεά!
Από μικρή που βγήκα,είσαι Θεά!
Με φωνάζουνε τ' αγόρια,είσαι Θεά!
Ίσα μάγκες, θέλει φως και η σκιά
Και στα καρνάγια έφτυναν καπνό και στα πορνεία ξαφνικά μπήκε το φως, "ίσα ρε μάγκες!"
Άσε να λέει το πλήθος, είσαι Θεά!
Άσε να λέει ο μύθος, είσαι Θεά!
Τόσοι ρόλοι αποφόρια, ναι,είμαι Θεά!
και όπως πάω θα είμαι ωραία και γρια
Και για αυτά τα αποφόρια ζω...και αφού με ζήτησες,ήρθα...
Τι θες να πεις,πως σου φέρνω θλίψη;
Wednesday, March 07, 2007
Τα λόγια τα μισόλογα
Τον Απρίλη θα πάω να ζήσω σε ένα βαγόνι τρένου
κάπου στην επαρχία
τα βράδια θα μου κάνουν συντροφιά τα ξύλα που καίγονται στη σόμπα
θα καπνίζω ηδονικά κοιτάζοντας τα μακρινά φώτα του σιδηροδρομικού σταθμού
θα βλέπω πρώτη τις παπαρούνες που θα φυτρώνουν έξω απ' το παράθυρό μου
θα διαβάζω ιστορίες με τη Μις Μαρπλ
θα κεντάω το μονόγραμμά μου σε μαντίλια με πολύχρωμες κλωστές
θα φοράω στο λαιμό μου το αστέρι του Δαυίδ
θα ακούω ξημερώματα το σιγανό ουρλιαχτό του κάμπου και τις καμπάνες της εκκλησίας
τα Σαββατιάτικα πρωινά θα ψωνίζω από σουπερμάρκετ που ξέχασε ο χρόνος
γάλα, φρούτα,στιγμιαίο καφέ και σπίρτα
τα ξύλα στην αυλή θα διηγούνται ιστορίες
δε θα έχω αναμνήσεις
μια φορά τη βδομάδα θα φτιάχνω τσάι στον ταχυδρόμο
δε θα με φοβούνται τα παιδιά
δε θα μου λείπει η χημεία του σώματός σου
θα βράζει το νερό στην τσαγιέρα
και ολονυχτίς θα σφυρίζει το όνομά σου
μα ο ατμός θα φέυγει από το παράθυρο
θα βάψω τα παντζούρια κατακόκκινα
θα αλλάζουν οι εποχές και θα σκίζω εφημερίδες για προσάναμμα
κι όταν ξανάρθει ο χειμώνας
μέσα στο χιόνι δε θα ξεχωριζω από τους βαθιά ριζωμένους βλαστούς
κάπου στην επαρχία
τα βράδια θα μου κάνουν συντροφιά τα ξύλα που καίγονται στη σόμπα
θα καπνίζω ηδονικά κοιτάζοντας τα μακρινά φώτα του σιδηροδρομικού σταθμού
θα βλέπω πρώτη τις παπαρούνες που θα φυτρώνουν έξω απ' το παράθυρό μου
θα διαβάζω ιστορίες με τη Μις Μαρπλ
θα κεντάω το μονόγραμμά μου σε μαντίλια με πολύχρωμες κλωστές
θα φοράω στο λαιμό μου το αστέρι του Δαυίδ
θα ακούω ξημερώματα το σιγανό ουρλιαχτό του κάμπου και τις καμπάνες της εκκλησίας
τα Σαββατιάτικα πρωινά θα ψωνίζω από σουπερμάρκετ που ξέχασε ο χρόνος
γάλα, φρούτα,στιγμιαίο καφέ και σπίρτα
τα ξύλα στην αυλή θα διηγούνται ιστορίες
δε θα έχω αναμνήσεις
μια φορά τη βδομάδα θα φτιάχνω τσάι στον ταχυδρόμο
δε θα με φοβούνται τα παιδιά
δε θα μου λείπει η χημεία του σώματός σου
θα βράζει το νερό στην τσαγιέρα
και ολονυχτίς θα σφυρίζει το όνομά σου
μα ο ατμός θα φέυγει από το παράθυρο
θα βάψω τα παντζούρια κατακόκκινα
θα αλλάζουν οι εποχές και θα σκίζω εφημερίδες για προσάναμμα
κι όταν ξανάρθει ο χειμώνας
μέσα στο χιόνι δε θα ξεχωριζω από τους βαθιά ριζωμένους βλαστούς
Subscribe to:
Posts (Atom)