Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Κράτα το κλαρίνο και το ζουρνά
Κι εγώ θα έρθω με το μικρό μου το μπαγλαμά
Να δω τα μάτια του αδερφού μου
-για άλλη μια φορά, ίσως και το άσπρο του δέρμα
Στα περβόλια και στους ανθισμένους κήπους
Αν σε πάρω Χάρε στο κρασί
Αν σε πάρω στο χορό και στο τραγούδι
Χάρισε μου μια νυχτιά ζωή
Να φέρω το γιο στη μάνα του
Που εκείνο το βράδυ του Ιούλη
Γλίστρησε απ’το κρεβάτι για άλλη μια φορά
Για να γίνει, επιτέλους, άντρας.
Δεν θα περάσει μέρα να μη δω τα μάτια του. Στο μολύβι που γράφω, στα φύλλα του χαρτιού. Στις ξύλινες μπάρες μια ζωή. Τότε που έκοβα τα μακριά μαλλιά σου πάνω στη μπάρα με το μπαλτά ,τα μακριά ξανθά μαλλιά σου σαν άλλη Δαλιδά προδότρα.
Που συμμάχησα με τον εχθρό μα μαζί σου με πήρες στα ερείπια, εσύ ήρωας ,εγώ αιώνια ατιμασμένη. Με τα μάτια κατάμαυρα από μολύβια και δάκρυα και κονιάκ φτηνό. Τόσο αλκοόλ στη μπάρα κι όμως φωτιά δεν άναβε όσο κι αν προσπαθούσα.
Στη Βενετία με τα σαπισμένα της νερά και τους ανίδεους τουρίστες η μάνα μου με έντυνε νύφη. Σε ένα δώμα ψηλό, με το φως να μπάινει, από έπιπλα γυμνό να ταιριάζουν με το γυμνό κορμί μου διάλεξα να με ντύσουν νύφη. Σε μια πόλη που βουλιάζει όπως εγώ. Και να περιφέρονται οι γονδολιέρηδες μέσα στις ομίχλες άπραγοι, και οι μάσκες οι βενετσιάνικες να ναι πεταμένες σαν σκηνικό άπό φτηνή ταινία. Δεν παντρευόμουν από έρωτα και χαιρόμουν γι’ αυτό.
Περίμενα στο δώμα πίσω από βαριές κουρτίνες και εσύ μάνα, εσύ με ξεμπρόστιασες.
Με το παλιό σου κομπινεζόν, να κρυώνω, να φοβάμαι και να χαίρομαι, τράβηξες μαζί κουρτίνες και αυταπάτες και εγώ, σε περίμενα.
Θα βρεθουμε άραγε όλοι μαζί ξανά, σαν ψυχές, να ενώσουμε τα χέρια;
Και τι δεν θα έδινα για να σε πάω για άλλη μια νυχτιά,έστω, στη μάνα σου.
Μα τότε δεν θα έχουμε ποιον να νικήσουμε.
No comments:
Post a Comment