Παίζαν τα γραμμόφωνα
μέσ' στα καφενεία
παίζαν το Μινόρε της Αυγής
κι έγραφα ασταμάτητα
την δική σου ανία
και της σκοτωμένης μου ζωής
Ζεσταίνομαι.Μου είπαν να πάω στη θάλασσα και να μετράω τα κύματα.Δεν έχω που να πάω.Θα ανάψω ένα κερί στον Αη-Νικόλα να με πάει σε ένα φάρο.
Ώρα αναχωρήσεως
άκουγα για τρένα
μόνο εγώ δεν πήγα πουθενά
σε όσα ξαναγύρισα
τα βρα που πεθαίναν
μέσα σ' ένα μίζερο βραχνά
Ή κάπου στο Πέραμα να μουτζουρώσω τις παλάμες μου με πίσσα...ας με βοηθήσει κάποιος να φάω κάτι,έστω και λίγο...μα τι λέτε,όχι,δεν πάσχω από ανορεξία...θα ήταν όμως τόσο βολικό..
Κάποιοι φίλοι απ' το στρατό
κάποτε σου γράφουν
για τις δυσκολίες που περνούν
κι είναι σα γραμμόφωνο
που όσοι πόνοι να ρθουν
φταίει η κοινωνία θα σου πουν
Φέρτε μου να ζήσω πάλι το χώμα,να παίξω στο χώμα,να ψάξω στο χώμα,να μυρίζω το χώμα..
δε φταίει η κοινωνία.δε φταίει το σύστημα.το ξερό μας το κεφάλι φταίει.είναι η κοινωνία δικαιολογία πολύ βολική.
γιαγιά,όταν μεγαλώσω θα μου χαρίσεις το τσεμπέρι σου;
(στίχοι,Μάνος Ελευθερίου)
Monday, April 30, 2007
Sunday, April 29, 2007
Εγώ θα ζήσω μες στα φώτα
Κλειστές οι γρίλιες.Προσπαθώ να τραγουδήσω την Τσικίτα Τιμπώ.Δεν πιάνω τις ψηλές νότες. Βραδινές βόλτες.Ο τύπος στην αφίσα στα τσιγάρα Νταβιντόφ είναι ίδιος ο Έρολ Φλυν.
Μάλλον είμαι από τις λίγες στην ηλικία μου που ξέρω τον Έρολ Φλυν.Και πως μοιάζει.
Μια άστεγη τρώει στη στάση.Έχει κίνηση.Κρυώνω.
Το σώμα μου εκδικείται.
Κάποτε ήταν ωραία η Πρωτομαγιά.Σιδηροδρομικός σταθμός.Άνθρωποι διαλέγουν τις κυριακάτικες εφημερίδες.Ίσως η Αθήνα είναι η πιο άσχημη πόλη της Ευρώπης.Ακούω ήδη τα μουρμουριστά σχόλια." Αν δε σ' αρέσει,σήκω φύγε".
Στο Μετς είδα χτες μονοκατοικίες με αυλή όπως στις ταινίες.Η Ομόνοια άδεια.Λίγο πιο πάνω στο City Link βιτρίνες με εκθέματα που κοστίζουν μια περιουσία,η Βουλή μοιάζει έρημο κτίριο βαμμένη χρώμα απροσδιόριστο.Πιο πέρα Κολωνάκι.
Δεν θέλω να κερδίσω την αθανασία.Ο χρόνος είναι αδυσώπητος.Σαν τη ζωή.
Σαν τους ανθρώπους.
Νιώθω να με κοιτάζουν πίσω απ'τις γρίλιες τους.Αν διάλεγα τώρα επάγγελμα θα γινόμουν μοδίστρα.Να κόβω με μίσος την κλωστή με τα δόντια.
Τα χέρια μου δε ζεσταίνονται με τίποτα.Είναι αργά,άσε με να σε πάω σπίτι.
Μάλλον είμαι από τις λίγες στην ηλικία μου που ξέρω τον Έρολ Φλυν.Και πως μοιάζει.
Μια άστεγη τρώει στη στάση.Έχει κίνηση.Κρυώνω.
Το σώμα μου εκδικείται.
Κάποτε ήταν ωραία η Πρωτομαγιά.Σιδηροδρομικός σταθμός.Άνθρωποι διαλέγουν τις κυριακάτικες εφημερίδες.Ίσως η Αθήνα είναι η πιο άσχημη πόλη της Ευρώπης.Ακούω ήδη τα μουρμουριστά σχόλια." Αν δε σ' αρέσει,σήκω φύγε".
Στο Μετς είδα χτες μονοκατοικίες με αυλή όπως στις ταινίες.Η Ομόνοια άδεια.Λίγο πιο πάνω στο City Link βιτρίνες με εκθέματα που κοστίζουν μια περιουσία,η Βουλή μοιάζει έρημο κτίριο βαμμένη χρώμα απροσδιόριστο.Πιο πέρα Κολωνάκι.
Δεν θέλω να κερδίσω την αθανασία.Ο χρόνος είναι αδυσώπητος.Σαν τη ζωή.
Σαν τους ανθρώπους.
Νιώθω να με κοιτάζουν πίσω απ'τις γρίλιες τους.Αν διάλεγα τώρα επάγγελμα θα γινόμουν μοδίστρα.Να κόβω με μίσος την κλωστή με τα δόντια.
Τα χέρια μου δε ζεσταίνονται με τίποτα.Είναι αργά,άσε με να σε πάω σπίτι.
Wednesday, April 25, 2007
Άγγελος
Είδα την ταινία χτες- δεν την είχα ξαναδεί,μιλούσαν στα κομμωτήρια για το Μανιάτη ως "Αγγελο" που έκανε την ταινία που σκότωσε τον εραστή του,ήξερα την ιστορία,δεν με ενδιέφερε και τόσο,για να είμαι ειλικρινής.
Δεν ξέρω αν μου άρεσε και η ταινία,μερικές σκηνές ήταν πραγματικά ανυπόφορες,μα με έπιασε ένα παράπονο γιατί εγώ αυτό το σπίτι και αυτή την οικογένεια την ξέρω.
Ξέρω τη μάνα που ταίζει το καθυστερημένο παιδί,ξέρω τη γιαγιά που τη λιθοβολούν και εκείνη απαντά "ζηλεύουν τις τριανταφυλλιές μου" και δάκρυσα που αγκαλιάζει την κούκλα και λέει πως εκείνη είναι η εγγόνα της,σωστό θηλυκό.
Ξέρω το φαγητό που σερβίρουν.Τον ανυπόφορο μουσαμά στο τραπέζι.Το γραμμόφωνο που τώρα πια πετάχτηκε.Το μπαούλο με τα προικιά,τις κουβέρτες,τον ελληνικό καφέ με το γλυκό όταν έρχεται ο αγαπημένος γιος,αχ και να σουνα κορίτσι.
Τη δυσκολία να σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά και να καταπίνεις τις προσβολές γιατί είσαι ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ- μα τι υπερτιμημένο πια-ενώ θες να βάλεις τις φωνές και τα κλάματα και να χαστουκίσεις.Να κλωτσήσεις και να τους φτύσεις καταπρόσωπα.Μα εσένα σε αναθρέψανε αλλιώς βλέπεις.Και έχεις και χαρίσματα.Και είσαι και όμορφος,ή όμορφη,τρομάρα σου.Και μπορείς να ξεφύγεις μα δε μπορείς,μα δε μπορείς και να μείνεις,και δυστυχώς έχεις και το μειονέκτημα να αγαπάς,να νιώθεις,να θυμώνεις.
Και παίρνεις τους δρόμους. Και μια ζωή,εσύ δε σκοτώνεις,μα σκοτώνεσαι.
Δεν ξέρω αν μου άρεσε και η ταινία,μερικές σκηνές ήταν πραγματικά ανυπόφορες,μα με έπιασε ένα παράπονο γιατί εγώ αυτό το σπίτι και αυτή την οικογένεια την ξέρω.
Ξέρω τη μάνα που ταίζει το καθυστερημένο παιδί,ξέρω τη γιαγιά που τη λιθοβολούν και εκείνη απαντά "ζηλεύουν τις τριανταφυλλιές μου" και δάκρυσα που αγκαλιάζει την κούκλα και λέει πως εκείνη είναι η εγγόνα της,σωστό θηλυκό.
Ξέρω το φαγητό που σερβίρουν.Τον ανυπόφορο μουσαμά στο τραπέζι.Το γραμμόφωνο που τώρα πια πετάχτηκε.Το μπαούλο με τα προικιά,τις κουβέρτες,τον ελληνικό καφέ με το γλυκό όταν έρχεται ο αγαπημένος γιος,αχ και να σουνα κορίτσι.
Τη δυσκολία να σηκώνεις το κεφάλι σου ψηλά και να καταπίνεις τις προσβολές γιατί είσαι ΑΝΩΤΕΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ- μα τι υπερτιμημένο πια-ενώ θες να βάλεις τις φωνές και τα κλάματα και να χαστουκίσεις.Να κλωτσήσεις και να τους φτύσεις καταπρόσωπα.Μα εσένα σε αναθρέψανε αλλιώς βλέπεις.Και έχεις και χαρίσματα.Και είσαι και όμορφος,ή όμορφη,τρομάρα σου.Και μπορείς να ξεφύγεις μα δε μπορείς,μα δε μπορείς και να μείνεις,και δυστυχώς έχεις και το μειονέκτημα να αγαπάς,να νιώθεις,να θυμώνεις.
Και παίρνεις τους δρόμους. Και μια ζωή,εσύ δε σκοτώνεις,μα σκοτώνεσαι.
Sunday, April 22, 2007
Τα σπουργίτια
Η Αθήνα, όπως και το Παρίσι, μοιάζουν σε εμένα πάντα σαν πουτάνες.
Γριες,άπληστες,αδίστακτες μαντάμ και πατρόνες.Που δεν διστάζουν για τα λεφτά να κάνουν οτιδήποτε μα έχουν και τις δικές τους περίεργες ηθικές, έναν κώδικα τιμής απαραβίαστο.
Που δεν διστάζουν να σε πετάξουν στο δρόμο ή να σε βγάλουν στο κλαρί αλλά και να σε περιθάλψουν.Να σου δώσουν ένα πιάτο ζεστό φαγητό.
Χτες είδα το La vie en rose.Η Κοτιγιάρ-Πιαφ πλέκει στην πόλη των μεγάλων υποσχέσεων-εφιαλτών,στο Λος Άντζελες.Στον Ειρηνικό. Στην ακτή.Και λέει "ποτέ δεν είμαι μακριά απ'το Παρίσι." Είμαι εγώ ποτέ μακριά απ'την Αθήνα;
Ποτέ,ποτέ δεν είμαι μακριά απ'την Αθήνα.Και είναι επώδυνο.Μακάρι να μπορούσα να γίνω ξένη σε μια πόλη και να αρχίσω απ'το μηδέν.Μα είναι αδύνατον.Αδύνατον.
Στο καφενείον η Ελλάς λοιπόν.Που μπορεί να έχει κακό σερβις μα σερβίρει καταπληκτικό καφέ.Αν έχει νόημα αυτό.
Στα γραφεία τελετών που ξενυχτάνε-στον Ινδό στο πάρκινγκ,στις μεταμεσονύχτιες κρεπερί.
Αλήθεια,ο γαλλικός κινηματογραφικός ανένηψε.Ο ελληνικός πότε;
Ποτέ.
Από το Λαύριο σου στέλνω ένα φιλί-και στη φωτό,για όσους απορούν,η μια η Πιαφ με τον Αζναβούρ,η άλλη με τον Υβ Μοντάν.
Friday, April 20, 2007
...
Δυστυχώς οι αθώες ψυχούλες δεν ζουν πολύ...
κάτι γίνεται και δεν αντέχουν τη σκληρότητα του κόσμου-και καμιά φορά από την πολλή τους τη λαχτάρα φεύγουν..
κάτι γίνεται και δεν αντέχουν τη σκληρότητα του κόσμου-και καμιά φορά από την πολλή τους τη λαχτάρα φεύγουν..
Tuesday, April 17, 2007
Να βάλω τα μεταξωτά
Να ετοιμαστώ από νωρίς σαν την παρθένα στη θυσία.
Να βάλω αργά τις κάλτσες σιγά σιγά μέχρι το μηρό-προσεκτικά,να μην κάνουν πόντους -οι κυρίες μου έλεγαν,δεν έχουν πόντους στις κάλτσες ποτέ.Μεσοφόρι,εσώρουχα.
Δυο τρεις γουλιές κονιάκ να γίνει πιο εύκολο.
Καμιά φορά μου αρέσει η ψύχρα που έχει αυτή την εποχή...
τα νύχια ήδη βαμμένα.τα μαλλιά χτενισμένα,αν μπορείς να τα πεις έτσι,το υγρό αιλάινερ στη θέση του,τα φρύδια τονισμένα,το στόμα χλωμό,θέλω κονιάκ.
Πόσο θα ήθελα τώρα να ακούσω την "Τιμωρία" του Χατζιδάκη πλημμυρισμένη από άρωμα κυπαρισσιού και πεύκου...
Και ξέρω τι με περιμένει από τώρα-άκουγα το "θάλασσα και αλμυρό νερό να σε ξεχάσω δεν μπορώ" κατά τις τρεις τα ξημερώματα και ήταν ίδιο μοιρολόι-μα δεν έχω χρόνο-ανάβω τσιγάρο
βάζω άρωμα πίσω από τις γάμπες και στον ποδόγυρο..
Και έρχονται οι μορφές οι μαυροντυμένες σιγά σιγά...
Ήρεμη και ας τρέμω τρώω τους σπόρους του ροδιού δε φοβάμαι πούστηδες σκέφτομαι δε φοβάμαι και θα ορκιζόμουν πως είδα βόβο στο δικό τους βλέμμα
το τελευταίο που βλέπω είναι η λάμα του στιλέτου
α ρε μάνα...
Να βάλω αργά τις κάλτσες σιγά σιγά μέχρι το μηρό-προσεκτικά,να μην κάνουν πόντους -οι κυρίες μου έλεγαν,δεν έχουν πόντους στις κάλτσες ποτέ.Μεσοφόρι,εσώρουχα.
Δυο τρεις γουλιές κονιάκ να γίνει πιο εύκολο.
Καμιά φορά μου αρέσει η ψύχρα που έχει αυτή την εποχή...
τα νύχια ήδη βαμμένα.τα μαλλιά χτενισμένα,αν μπορείς να τα πεις έτσι,το υγρό αιλάινερ στη θέση του,τα φρύδια τονισμένα,το στόμα χλωμό,θέλω κονιάκ.
Πόσο θα ήθελα τώρα να ακούσω την "Τιμωρία" του Χατζιδάκη πλημμυρισμένη από άρωμα κυπαρισσιού και πεύκου...
Και ξέρω τι με περιμένει από τώρα-άκουγα το "θάλασσα και αλμυρό νερό να σε ξεχάσω δεν μπορώ" κατά τις τρεις τα ξημερώματα και ήταν ίδιο μοιρολόι-μα δεν έχω χρόνο-ανάβω τσιγάρο
βάζω άρωμα πίσω από τις γάμπες και στον ποδόγυρο..
Και έρχονται οι μορφές οι μαυροντυμένες σιγά σιγά...
Ήρεμη και ας τρέμω τρώω τους σπόρους του ροδιού δε φοβάμαι πούστηδες σκέφτομαι δε φοβάμαι και θα ορκιζόμουν πως είδα βόβο στο δικό τους βλέμμα
το τελευταίο που βλέπω είναι η λάμα του στιλέτου
α ρε μάνα...
Να σ' αγκαλιάσω μη μου σπάσεις,να σε φιλήσω μην κοπώ
Η αυπνία δοκιμάζει τις αντοχές σου.
Φάρμακα και μεταμεσονύχτιοι σταθμοί,ειδήσεις,σχολιαστές,τραγούδια λαικά,ειδήσεις αθλητικές,παράξενες φωνές,ενοχλητικές φωνές.
Μακάρι να μπορούσα να έψαχνα παράξενους σταθμούς στα βραχέα,να ακούσω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω.
Ανασηκώνομαι-κοιτάω απροσδιόριστα κενά.Ζεσταίνομαι,όχι κρυώνω.Δεν είμαι άνθρωπος της νύχτας.Μου αρέσει να βλέπω τα πάντα κάτω από φως,καθαρό φως.Και ούτε ένα καλό τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Τι κάνουν άλλοι αυτή την ώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ;Υπάρχει ένα αγόρι σαν κι εμένα κάπου που δεν μπορεί να το πάρει ο ύπνος;Πως είναι;Γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί;
Αν ήταν κοντά μου,θα τον χάραζα.
Και θα του έλεγα,καληνύχτα μαλάκα,η ζωή έχει πλάκα.
Φάρμακα και μεταμεσονύχτιοι σταθμοί,ειδήσεις,σχολιαστές,τραγούδια λαικά,ειδήσεις αθλητικές,παράξενες φωνές,ενοχλητικές φωνές.
Μακάρι να μπορούσα να έψαχνα παράξενους σταθμούς στα βραχέα,να ακούσω γλώσσες που δεν καταλαβαίνω.
Ανασηκώνομαι-κοιτάω απροσδιόριστα κενά.Ζεσταίνομαι,όχι κρυώνω.Δεν είμαι άνθρωπος της νύχτας.Μου αρέσει να βλέπω τα πάντα κάτω από φως,καθαρό φως.Και ούτε ένα καλό τραγούδι στο ραδιόφωνο.
Τι κάνουν άλλοι αυτή την ώρα που δεν μπορώ να κοιμηθώ;Υπάρχει ένα αγόρι σαν κι εμένα κάπου που δεν μπορεί να το πάρει ο ύπνος;Πως είναι;Γιατί δεν μπορεί να κοιμηθεί;
Αν ήταν κοντά μου,θα τον χάραζα.
Και θα του έλεγα,καληνύχτα μαλάκα,η ζωή έχει πλάκα.
Sunday, April 15, 2007
Μεσόγεια
Όλοι στον θάνατο είμαστε ίσοι
κάτω απ' την φούστα του Δερβίση
αναστενάζοντας φωτιές
Την πόρτα του άγνωστου χτυπάμε
Και άκουγα τους ξενυχτισμένους άγρυπνη στο μαξιλάρι να γυρνάνε στα σπίτια τρεκλίζοντας από σκάρτες υποσχέσεις και σκεφτόμουν "δε μπορεί να είναι μόνο αυτό-και κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει εκτός από τις αμαρτίες μας" και ξημέρωνε η μέρα με το σκληρό Αττικό Ουρανό να με πονάει
Τα πρωινά είσαι πάντα εδώ μαζί μου
Ξεχωρισμένοι εφ΄όσον πάμε
Χώματα σώματα ψυχές
Σιγά σιγά και ταπεινά
Γιατί όποιος πίνει κοινωνά
Κι όποιος θυμάται φταίει
Κι όποιος φταίει τον Θεό ξυπνά
Πολλά τ'ανθρώπου τα δεινά
Μα εκείνος πού΄χει ζήσει
Γεννιέται χάνεται
Γυρνάει κι αισθάνεται ξανά
Και αργότερα όταν όλοι πήγαιναν προς τη θάλασσα εγώ πήγα στα Μεσόγεια και χάζευα τα σπίτια τα προκάτ και τα πρατήρια με σκέτο καφέ στο χέρι και αποθήκες με κάρβουνα και δαδιά και ζώα και με έκαιγε ο ήλιος και έλεγα " και να τέλειωναν όλα εδώ μπορεί και να μη με ένοιαζε" και άναψα τσιγάρο και χάζευα τα πόδια μου εντελώς ακατάλληλα για την ώρα μέσα σε ψηλά τακούνια
Πες πως ο θάνατος είναι ένα αμάξι
Που σκάρτα η φύση το΄χει φτιάξει
Στον κόσμο να΄ρθει μια βραδυά
Στα πονηρά να μας πλευρίσει
Πού ζούνε οι μόνοι να ρωτήσει- Αμάν και τάχα μου
Μας λέει κι η βλάχα μου η καρδιά
και φτάνω στην Ανάβυσσο μερικοί έκαναν μπάνιο και το μινι μάρκετ κλειστό λόγω γάμου και φίσκα τα καφέ και φίσκα οι ταβέρνες και με έπιασε πάλι μια θλίψη ήθελα δροσερό νερό δεν είχε πουθενά ζαλίστηκα από τον ήλιο κατέβαιναν τα παιδιά ένας παρκαδόρος σε ακριβό ξενοδοχείο ακίνητος να ιδρώνει μέσα στη στολή κλώτσησα ένα πετραδάκι και γύρισα
ο θάνατος είναι σκληρός σαν το φως αυτό το σημερινό
κάτω απ' την φούστα του Δερβίση
αναστενάζοντας φωτιές
Την πόρτα του άγνωστου χτυπάμε
Και άκουγα τους ξενυχτισμένους άγρυπνη στο μαξιλάρι να γυρνάνε στα σπίτια τρεκλίζοντας από σκάρτες υποσχέσεις και σκεφτόμουν "δε μπορεί να είναι μόνο αυτό-και κάτι άλλο πρέπει να υπάρχει εκτός από τις αμαρτίες μας" και ξημέρωνε η μέρα με το σκληρό Αττικό Ουρανό να με πονάει
Τα πρωινά είσαι πάντα εδώ μαζί μου
Ξεχωρισμένοι εφ΄όσον πάμε
Χώματα σώματα ψυχές
Σιγά σιγά και ταπεινά
Γιατί όποιος πίνει κοινωνά
Κι όποιος θυμάται φταίει
Κι όποιος φταίει τον Θεό ξυπνά
Πολλά τ'ανθρώπου τα δεινά
Μα εκείνος πού΄χει ζήσει
Γεννιέται χάνεται
Γυρνάει κι αισθάνεται ξανά
Και αργότερα όταν όλοι πήγαιναν προς τη θάλασσα εγώ πήγα στα Μεσόγεια και χάζευα τα σπίτια τα προκάτ και τα πρατήρια με σκέτο καφέ στο χέρι και αποθήκες με κάρβουνα και δαδιά και ζώα και με έκαιγε ο ήλιος και έλεγα " και να τέλειωναν όλα εδώ μπορεί και να μη με ένοιαζε" και άναψα τσιγάρο και χάζευα τα πόδια μου εντελώς ακατάλληλα για την ώρα μέσα σε ψηλά τακούνια
Πες πως ο θάνατος είναι ένα αμάξι
Που σκάρτα η φύση το΄χει φτιάξει
Στον κόσμο να΄ρθει μια βραδυά
Στα πονηρά να μας πλευρίσει
Πού ζούνε οι μόνοι να ρωτήσει- Αμάν και τάχα μου
Μας λέει κι η βλάχα μου η καρδιά
και φτάνω στην Ανάβυσσο μερικοί έκαναν μπάνιο και το μινι μάρκετ κλειστό λόγω γάμου και φίσκα τα καφέ και φίσκα οι ταβέρνες και με έπιασε πάλι μια θλίψη ήθελα δροσερό νερό δεν είχε πουθενά ζαλίστηκα από τον ήλιο κατέβαιναν τα παιδιά ένας παρκαδόρος σε ακριβό ξενοδοχείο ακίνητος να ιδρώνει μέσα στη στολή κλώτσησα ένα πετραδάκι και γύρισα
ο θάνατος είναι σκληρός σαν το φως αυτό το σημερινό
Friday, April 13, 2007
Χαρακτηρισμοί
Σκύλα.Σνομπ.Άσχημη.Παράξενη.Εκκεντρική.Τρελή.Ψυχωτική.
Φοβισμένη.Γεροντοκόρη.Κρύα.Δύσκολη.Κακομαθημένη.
Ξεροκέφαλη.Πεισματάρα.Αρνητική.
Αντιπαθητική.Όχι και τόσο έξυπνη.Νάρκισσος.Πρόστυχη.
Τσούλα.Πουτάνα.Αμίλητη.Κλειστή.Φλύαρη.Λαίμαργη.
Αδύνατη.Παχύτερη από ότι πριν.Εγωίστρια.
Χαρακτηρισμοί που μου έχουν αποδώσει διάφοροι,άνδρες και γυναίκες,κυρίως γυναίκες,τα τελευταία χρόνια.
Κι έχω να προσθέσω άλλους δύο.
Γυμνή.Ελεύθερη.
Γιατί με τις γνώμες των άλλων,ποτέ δεν βγάζεις άκρη.
Wednesday, April 11, 2007
Και σε πείσμα των καιρών
εγώ θα συνεχίσω να ζω στο παρελθόν.
και θα ονειρεύομαι.Γιατί δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς.
Φοιτήτρια έκανα συλλογή από κάρτες που αγόραζα από το κατάστημα λίγο πιο κάτω απ'την εστία,και από το post office που κόστιζαν 5 πένες.τώρα βρίσκονται σε κούτες.Άλλες είναι κολλημένες σαν πλάισιο γύρω από τον καθρέφτη μου.
Θα συνεχίσω να γράφω κι ας μην τα διαβάζουν,τις ιστορίες μου,αυτές που γράφονται κρυφά.Θα συνεχίσω να αντιπαθώ τους κόλακες.θα συνεχίσω να αγαπώ με πάθος μέρη και ανθρώπους που έφυγαν,και άλλους που ήρθαν.Γιατί ξέρω πως με αγάπησαν και με αγαπούν ακόμα.
Θα πλέκω τα μαλλιά μου κοτσίδες και θα βγαίνω ξημερώματα να βλέπω τα καίκια.Θα πίνω τσάι τα βράδια και καμιά φορά όταν θα κλαίω,το κλαμα δε θα ναι πίκρα.Θα πηγαίνω μακριές βόλτες και θα ψάχνω και θα φτιάχνω ιστορίες,και θα κοιμάμαι πάντα κουρασμένη.Και ήσυχη.
Θα καταλαβαίνω τη μελαγχολία της μάνας μου από ένα μόνο της βλέμμα και έκφραση και αναστεναγμό.
Ποτέ δε φοβόμουν τα νεκροταφεία.Φοβάμαι τα ξένα σπίτια που ζουν αλλιώς από μένα.¨οχι άσχημα ή καλύτερα,απλά αλλιώς.Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν κοιτάνε στα μάτια.
Φοβάμαι τα σπίτια που μυρίζουν κλεισούρα και τους ανθρώπους που προσπαθούν να καλύψουν τη βρωμιά της ψυχής τους με ακριβά αρώματα,μα δεν μπαίνουν στον κόπο να καθαρίσουν τα νύχια τους.
Οι κάρτες που αγόραζα με μανία ήταν συνήθως του Robert Doisneau.
Ακόμα δεν έχω πάει ακόμα σε λούνα παρκ μέσα στη βροχή,μια μέρα του Σεπτέμβρη...
και θα ονειρεύομαι.Γιατί δεν μπορεί να μου το πάρει κανείς.
Φοιτήτρια έκανα συλλογή από κάρτες που αγόραζα από το κατάστημα λίγο πιο κάτω απ'την εστία,και από το post office που κόστιζαν 5 πένες.τώρα βρίσκονται σε κούτες.Άλλες είναι κολλημένες σαν πλάισιο γύρω από τον καθρέφτη μου.
Θα συνεχίσω να γράφω κι ας μην τα διαβάζουν,τις ιστορίες μου,αυτές που γράφονται κρυφά.Θα συνεχίσω να αντιπαθώ τους κόλακες.θα συνεχίσω να αγαπώ με πάθος μέρη και ανθρώπους που έφυγαν,και άλλους που ήρθαν.Γιατί ξέρω πως με αγάπησαν και με αγαπούν ακόμα.
Θα πλέκω τα μαλλιά μου κοτσίδες και θα βγαίνω ξημερώματα να βλέπω τα καίκια.Θα πίνω τσάι τα βράδια και καμιά φορά όταν θα κλαίω,το κλαμα δε θα ναι πίκρα.Θα πηγαίνω μακριές βόλτες και θα ψάχνω και θα φτιάχνω ιστορίες,και θα κοιμάμαι πάντα κουρασμένη.Και ήσυχη.
Θα καταλαβαίνω τη μελαγχολία της μάνας μου από ένα μόνο της βλέμμα και έκφραση και αναστεναγμό.
Ποτέ δε φοβόμουν τα νεκροταφεία.Φοβάμαι τα ξένα σπίτια που ζουν αλλιώς από μένα.¨οχι άσχημα ή καλύτερα,απλά αλλιώς.Φοβάμαι τους ανθρώπους που δεν κοιτάνε στα μάτια.
Φοβάμαι τα σπίτια που μυρίζουν κλεισούρα και τους ανθρώπους που προσπαθούν να καλύψουν τη βρωμιά της ψυχής τους με ακριβά αρώματα,μα δεν μπαίνουν στον κόπο να καθαρίσουν τα νύχια τους.
Οι κάρτες που αγόραζα με μανία ήταν συνήθως του Robert Doisneau.
Ακόμα δεν έχω πάει ακόμα σε λούνα παρκ μέσα στη βροχή,μια μέρα του Σεπτέμβρη...
Tuesday, April 10, 2007
Monday, April 09, 2007
σκεπάσματα,σκέψεις
Χιονίζει.Βγήκες από το σταθμό του τραίνου,είσαι κουρασμένος,το στόμα σου μυρίζει από την πείνα.Δεν έχεις που να μείνεις.Δεν έχεις κανένα γνωστό σε αυτή την πόλη.
Κρυώνεις.
Το χιόνι λιώνει πάνω στο παλτό σου και περνάει μέσα από τα ρούχα και σου παγώνει τα νεύρα.
Βρίσκεις ένα ξενοδοχείο,ίσως πρώην κακόφημο,μια επιγραφή από νέον,το όνομα δεν έχει καμιά σημασία.Το λόμπυ είναι κιτς με φθαρμένα υφάσματα καναπέ και ο νυχτοφύλακας,γέρος,διαβάζει ένα κατεστραμμένο βιβλίο.Δεν έχει σημασία.Μονόκλινο;ναι,υπάρχει,το κλειδί σας.Ζητάς ένα φλυτζάνι καφέ.Πάντα ένα φλυτζάνι καφέ μετά από το ταξίδι.Θα βρίσκεται στο δωμάτιό σας σε λίγο.
Δωμάτιο στον πρώτο με θέα άλλα κτίρια.Είναι ζεστό,είναι καθαρό,είναι ότι πρέπει.
βγάζεις τα παπούτσια σου,αφήνεις τη βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι.Είναι άδειο από σένα.
Οδοντόβουρτσα το μπάνιο,παλτό στη ντουλάπα,τσιγάρα στο κομοδίνο και η τηλεόραση ανοιχτή σε ένα κανάλι που λέει τις ειδήσεις,ζεστάθηκες,επιτέλους ζεστάθηκες.
Η πόρτα χτυπάει.Μια γουλιά καφέ για τη νύχτα που είναι στη μέση της.Ένα τσιγάρο για την γκρίζα αυγή που θα 'ρθει στις ντάινες και στα απορριματοφόρα.
Και είσαι κουρασμένος,εξαντλημένος,ζάλίζεσαι.Πεινάς μα δεν αφήνεις τη ζέστη.
Η κολώνια σου στην τουαλέτα.καθαρά εσώρουχα στο συρτάρι.Τα γυμνά πόδια σου στην άκρη του παπλώματος.
Μπαίνεις στο ντους σαν υπνωτισμένος.Οι ατμοί σε υπνωτίζουν περισσότερο-νικάνε την ελάχιστη δύναμη που είχες.Τα μάτια σου κλείνουν,ακουμπάς τα χέρια στα πλακάκια,το νερό στάζει.
Σκουπίζεσαι βιαστικά με την πετσέτα και τη χημική μυρωδιά της.
πέφτεις γυμνός στο κρεβάτι και σκεπάζεσαι μέχρι πάνω.
Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει απαλά.Και σου ρχεται να κλάψεις γιατί δε θυμάσαι αν την πόλη τη λένε Αθήνα,Θεσσαλονίκη,Φρανκφούρτη,Βερολίνο,Νέα Υόρκη,Παρίσι,Λάρισα,Αλεξανδρούπολη,Νάπολη ή έστω,σπίτι.
Κρυώνεις.
Το χιόνι λιώνει πάνω στο παλτό σου και περνάει μέσα από τα ρούχα και σου παγώνει τα νεύρα.
Βρίσκεις ένα ξενοδοχείο,ίσως πρώην κακόφημο,μια επιγραφή από νέον,το όνομα δεν έχει καμιά σημασία.Το λόμπυ είναι κιτς με φθαρμένα υφάσματα καναπέ και ο νυχτοφύλακας,γέρος,διαβάζει ένα κατεστραμμένο βιβλίο.Δεν έχει σημασία.Μονόκλινο;ναι,υπάρχει,το κλειδί σας.Ζητάς ένα φλυτζάνι καφέ.Πάντα ένα φλυτζάνι καφέ μετά από το ταξίδι.Θα βρίσκεται στο δωμάτιό σας σε λίγο.
Δωμάτιο στον πρώτο με θέα άλλα κτίρια.Είναι ζεστό,είναι καθαρό,είναι ότι πρέπει.
βγάζεις τα παπούτσια σου,αφήνεις τη βαλίτσα πάνω στο κρεβάτι.Είναι άδειο από σένα.
Οδοντόβουρτσα το μπάνιο,παλτό στη ντουλάπα,τσιγάρα στο κομοδίνο και η τηλεόραση ανοιχτή σε ένα κανάλι που λέει τις ειδήσεις,ζεστάθηκες,επιτέλους ζεστάθηκες.
Η πόρτα χτυπάει.Μια γουλιά καφέ για τη νύχτα που είναι στη μέση της.Ένα τσιγάρο για την γκρίζα αυγή που θα 'ρθει στις ντάινες και στα απορριματοφόρα.
Και είσαι κουρασμένος,εξαντλημένος,ζάλίζεσαι.Πεινάς μα δεν αφήνεις τη ζέστη.
Η κολώνια σου στην τουαλέτα.καθαρά εσώρουχα στο συρτάρι.Τα γυμνά πόδια σου στην άκρη του παπλώματος.
Μπαίνεις στο ντους σαν υπνωτισμένος.Οι ατμοί σε υπνωτίζουν περισσότερο-νικάνε την ελάχιστη δύναμη που είχες.Τα μάτια σου κλείνουν,ακουμπάς τα χέρια στα πλακάκια,το νερό στάζει.
Σκουπίζεσαι βιαστικά με την πετσέτα και τη χημική μυρωδιά της.
πέφτεις γυμνός στο κρεβάτι και σκεπάζεσαι μέχρι πάνω.
Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει απαλά.Και σου ρχεται να κλάψεις γιατί δε θυμάσαι αν την πόλη τη λένε Αθήνα,Θεσσαλονίκη,Φρανκφούρτη,Βερολίνο,Νέα Υόρκη,Παρίσι,Λάρισα,Αλεξανδρούπολη,Νάπολη ή έστω,σπίτι.
Sunday, April 08, 2007
Πάσχα
Friday, April 06, 2007
Θα μπορούσε να 'ταν κι έτσι
Μοιάζει έτσι η παραλία κάτω απ'το σπίτι.
Σήμερα δεν έχει ήλιο-Μεγάλη Παρασκευή,ακούω την Επιστροφή του Χατζιδάκη, έρχονται οι τουρίστες και οι ντόπιοι της Αθήνας.
Μοναξιά μέσα στα τραπέζια που δεν έχουν καθαριστεί καλά,κολλάνε απ'την υγρασία ακόμα.
Αναστενάζουν οι ψυχές,τις ακούω μέσα απ΄το κύμα.
Επιπλέουν σαν έμβρυα στο αμνιακό υγρό.
θα ξεχαστούν ξημέρωμα Κυριακής.θα τις πνίξουν στο κρασί.
Ξεχνάω σημεία στίξης.Μιλάω και κανείς δεν με ακούει.
Ζαλίζομαι,καταλαβαίνεις;ζαλίζομαι.και μου λες,γύρνα από την άλλη και κοιμήσου.
θα μπω στις θαλασσινές σπηλιές και θα αναπνέω πια,δε θα ξανακοιμηθώ ποτέ και εσύ δε θα με έχεις φυλαχτό.
Thursday, April 05, 2007
current obsessions
Wednesday, April 04, 2007
Tuesday, April 03, 2007
Monday, April 02, 2007
παλικαράκι που λιωσα...
όταν με φυσάει ο κυκλαδίτικος αέρας, όταν ανασαίνω το χώμα που με μεγάλωσε,όταν φτάνω στο Λαύριο στους ταρσανάδες τους παλιούς, όταν βλέπω το μακρονήσι,όταν βλέπω να ασβεστώνουν σοκάκια, κάτι με πιάνει.Δαιμόνιο-έλεγε ο Θεοτοκάς, καπνίζω και δε χορταίνω να ανασαίνω.
"Μεγάλη Δευτέρα,μεγάλη μαχαίρα..."
Και ένα ποιήμα του Gerald Manley Hopkins που βρήκα σε ένα βιβλίο που έχω εδώ δίπλα στο κρεβάτι μου πάντα...
Heaven-Haven
(a nun takes the veil)
I have desired to go
where springs not fail,
to filelds where flies no sharp and sided hail
And a few lilies blow.
And I have asked to be
where no storms come,
where no storms come,
where the green swell is in the havens dumb,
and out of the swing of the sea.
καλως σας βρήκα, χώματα,έντομα,παλιά τεφτέρια...
"Μεγάλη Δευτέρα,μεγάλη μαχαίρα..."
Και ένα ποιήμα του Gerald Manley Hopkins που βρήκα σε ένα βιβλίο που έχω εδώ δίπλα στο κρεβάτι μου πάντα...
Heaven-Haven
(a nun takes the veil)
I have desired to go
where springs not fail,
to filelds where flies no sharp and sided hail
And a few lilies blow.
And I have asked to be
where no storms come,
where no storms come,
where the green swell is in the havens dumb,
and out of the swing of the sea.
καλως σας βρήκα, χώματα,έντομα,παλιά τεφτέρια...
Subscribe to:
Posts (Atom)