Τρέφομαι από την απελπισία σου.Τα μάτια μου γίνονται ακόμα μεγαλύτερα και οι κόρες τους διαστέλλονται.Το λευκό αναμειγνύεται με το μαύρο που αναμειγνύεται με το πράσινο που αναμειγνύεται με το γκρίζο.
Επιπλέω στη μήτρα στη μπανιέρα στα κύματα με τα βυσσινί μου νύχια.Λαχανικό της εποχής,οι μελιτζάνες.Στο σουπερμάρκετ ρουζ σκούρο στο ράφι κατακόκκινο.Aubergine ή μήπως cherry;Όχι,η εποχή των κερασιών πέρασε.Δεν μπορώ να το πιάσω.Δε φτάνω.
Ο κλέφτης ποδηλάτων σε μια μεγάλη οθόνη θερινού σινεμά με γαζία και βουκαμβίλιες.
Πατέρα,ακολουθώ τα βήματά σου,σου κλέβω την ανάσα.
Κλέβω,κλέβω,λεηλατώ.Δεν διαλέγω πια.
Όταν ο Παπαδιαμάντης ζούσε,λέει ο Τσιφόρος,ήταν άφραγκος,και πεινούσε και περίμενε να τον κεράσει κανά γιουβέτσι ο διευθυντής του.Τώρα στη Σκιάθο δείχνουν τη γωνιά του θανάτου του.Δεν είχε καν κρεβάτι,στο πάτωμα κοιμόταν,πάνω σε ένα φθαρμένο στρώμα.Κοίτα τον,τον κοσμοκαλόγερο,ίδιος μοντιλιανική φιγούρα,με το στόμα να μυρίζει από την πεινα και το αλκοόλ.Και σας αρέσει να το διηγείστε και να θαυμάζετε,δήθεν,μα αν σας πάρουν όλα τα υπάρχοντα θα ξεχάσετε τα πάντα.Ξεχάσαμε να κρυώνουμε και να πεινάμε.Μιλάμε για αυτά σαν να ναι αρχαία ιστορία και είναι μόλις ένα βήμα πίσω.
Βουτάω στα μάυρα κύματα,και η κατάρα μου,να μη μπορώ να ξεχάσω,με ακολουθεί.
Δαγκώνω τα χείλη μου και βγαίνει αίμα.
Είμαι κανίβαλος όπως όλοι σας.Όλοι σας.
1 comment:
Ελα ρε...
καταπληκτικο ποστ.
Post a Comment