και είναι εκείνες οι στιγμές που δεν μπορείς να ανέβεις τις σκάλες και πιάνεσαι από οποιδήποτε μπράτσο πριν νιώσεις τα γόνατά σου να λυγίζουν,πριν βγάλουν το λευκό τους τα μάτια, πριν πεις ήταν αυτό-αν ήταν κάτι
τότε που οι καλεσμένοι φεύγουν από τα σπίτια και αφήνουν τα τασάκια γεμάτα και τα ποτήρια με μισολιωμένα κοκτέιλ που χύνεις στο νεροχύτη το επόμενο πρωινό κλέβοντας πρωινό αέρα και ατμό-κλέβοντας, σωστά.
Όχι δικαίωμα ή ανάγκη. Κλεψιά, απάτη και καπνός και καθρέφτες.
Έτσι όπως σκύβεις και φαίνονται στο φως τα πεσμένα σου στήθη και η πεσμένη σου αυτοπεποίθηση, όπως σε καίει το σπέρμα ενός εραστή που δεν κατάφερες να αγαπήσεις ακόμα σαν εκδίκηση, το τηλέφωνο που χτυπάει και είναι ακόμα μια έρευνα, ο ταχυδρόμος που φέρνει ένα πακέτο πάλι σε άλλον, το κραγιόν που πάντα αναβάλλεις να φορέσεις. και φοράς το άλλο, που ξέρεις πως σε χλωμαίνει, για να το βλέπεις και να λες ωραία, τώρα δείχνω ακόμα πιο φρικτή.
και λες εσύ είσαι η πιστή μου,μοναδική, μονάκριβη αγάπη,ροζ,γκρίζα ή κόκκινη.
Πολυταξιδεμένη,τρανή,χιλιοφιλημένη και αφίλητη
εσύ,η τραγουδισμένη και τραγουδιστή,εσύ,μοναξιά μου
Wednesday, February 27, 2013
Tuesday, February 26, 2013
σκέψεις παρελθόντος μαρτίου
και ήρθε μέσα μου ο ήλιος ο αθάνατος ο ελληνικός και κόψανε τα χόρτα στους κήπους που φέτος δεν πότισαν-λόγω κρίσης και χρημάτων- βλέπω ένα φουλάρι με βούλες κίτρινες και σαπούνι λεμόνι. περπατώ περπατώ εις τους δρόμους όταν ο εαυτός μου δεν είναι εδώ-είσαι?
Κίτρινη σαν το χρώμα του φρέσκου βουτύρου και την εφημερίδα που σου κράτησα μα δε διάβασες γιατί έφυγες και εγώ τύλιξα τα λουλούδια στο χαρτί για να στα δώσω μα δεν τα είδες και βήμα βήμα έλεγες πως έρχεσαι μα δεν ερχόσουν
και έρχεται η άνοιξη και λέω δεν είμαι η γυναίκα κανενός τρώω μόνο τις σόλες των παπουτσιών μου και καπνίζω και γύρω μου γύρη να κάνει τα παιδιά να φτερνίζονται-
και κίτρινοι λένε πως είναι οι νεκροί μα εγω βλέπω ζωντανούς παντού-κι αν ακόμα δεν έχουν φύγει μπορεί και να γίνονται γύρη
ίσως μέλισσες με κεντριά που δεν τσιμπάνε πια-ποιος αλήθεια διαχωρίζει νεκρούς και ζωντανούς?
ένα χέρι που δε χαιδεύτηκε, ενα φως του δρόμου που δε δουλεύει μόνο.
Μια κόκκινη remington γραφομηχανή δίπλα στον κάδο με ειρωνεύεται.
Και τα πλήκτρα γράφουν σονάτες-δεν τις γράφω εγώ και θα θελα να μη με νοιάζει,μα πονάνε σαν κομμένα γυαλιά-αυτά που βρίσκεις στο φαγητό σου όταν έχεις εφιάλτες.
Κίτρινη σαν το χρώμα του φρέσκου βουτύρου και την εφημερίδα που σου κράτησα μα δε διάβασες γιατί έφυγες και εγώ τύλιξα τα λουλούδια στο χαρτί για να στα δώσω μα δεν τα είδες και βήμα βήμα έλεγες πως έρχεσαι μα δεν ερχόσουν
και έρχεται η άνοιξη και λέω δεν είμαι η γυναίκα κανενός τρώω μόνο τις σόλες των παπουτσιών μου και καπνίζω και γύρω μου γύρη να κάνει τα παιδιά να φτερνίζονται-
και κίτρινοι λένε πως είναι οι νεκροί μα εγω βλέπω ζωντανούς παντού-κι αν ακόμα δεν έχουν φύγει μπορεί και να γίνονται γύρη
ίσως μέλισσες με κεντριά που δεν τσιμπάνε πια-ποιος αλήθεια διαχωρίζει νεκρούς και ζωντανούς?
ένα χέρι που δε χαιδεύτηκε, ενα φως του δρόμου που δε δουλεύει μόνο.
Μια κόκκινη remington γραφομηχανή δίπλα στον κάδο με ειρωνεύεται.
Και τα πλήκτρα γράφουν σονάτες-δεν τις γράφω εγώ και θα θελα να μη με νοιάζει,μα πονάνε σαν κομμένα γυαλιά-αυτά που βρίσκεις στο φαγητό σου όταν έχεις εφιάλτες.
Sunday, February 24, 2013
Σάββατο στην πόλη
όταν βγαίνω στους δρόμους βλέπω τα μπαρ και λέω είναι σαν αμπάρια καραβιών.Αμπάρια καραβιών και αμπαρόριζα.μέσα στο μυαλό μου τις κόβω στα λιβάδια της Αθήνας που δεν υπάρχουν και σε ένα μυαλό που δεν κουμπώνει όπως το παλτό μου που είναι στενό στις πλάτες και μυρίζει μπαγιάτικο κέδρο και έχω ράψει τη φοδρα με παραταιρη κλωστή.μπλε,σαν τα μάτια της θάλασσας. καφέ παλτό, με κουμπιά που τρέμουν.
καφέ σαν τη γη που πατάμε.
στο κέντρο έχουν ξεχάσει πως είναι η γη.Νιώθω ένοχη για το κόκκινο κραγιόν μου στο σταθμό. Λέει δες με και φοβάμαι τα Σάββατα.
Είμαστε κορίτσια μόνα, σιωπηλές στη μπάρα,κουρασμένα βλέμματα. Κοιτάμε φούστες από ύφασμα καναπέ σε ένα μέρος που θυμίζει γκαράζ μα δε μυρίζει πίσσα και βενζίνη.Στην τσάντα μου τα χαλασμένα μου ακουστικά και διάσπαρτες αποδείξεις,κέρματα που κροταλίζουν.Ρούχα προς πώληση δίπλα σε μπαρ και εστιατόρια και ένας σκύλος που κρυώνει,μπερδεύομαι, γιατί πουλάνε ρούχα και δίσκους δίπλα σε μπαρ? Τα παζάρια του χωριού μου μεταφέρθηκαν στο κέντρο, θέλω να δω τις μάλλινες φανέλες που αγόραζε η γιαγιά μου για τον άντρα της μα έχουν εξαφανιστεί σαν κι εκείνη.
Μα το στόμα μου μπορεί να προφέρει όλους τους φθόγγους και είναι γεμάτο μουσική που δεν χωράει σε ένα βαγόνι, σε μια κρεμάστρα, στο βλέμμα σου που είναι σκοτεινό μα δεν το έχει πάρει η νύχτα, μόνο ο χρόνος,ο αδυσώπητος χρόνος σου και οι ώρες που δεν με είδες.
Στο γυρισμό η υγρασία με πόνεσε. ¨Ενας επιβάτης σε ένα αυτοκίνητο μου έγνεψε φιλικά.
Θέλω να βάλω τα κλάματα στο ασανσέρ προς το σπίτι μα συγκρατούμαι.Το κραγιόν μου σταθερό με τόσα τσιγάρα,τα Σάββατα στην πόλη,Γολγοθάς.
καφέ σαν τη γη που πατάμε.
στο κέντρο έχουν ξεχάσει πως είναι η γη.Νιώθω ένοχη για το κόκκινο κραγιόν μου στο σταθμό. Λέει δες με και φοβάμαι τα Σάββατα.
Είμαστε κορίτσια μόνα, σιωπηλές στη μπάρα,κουρασμένα βλέμματα. Κοιτάμε φούστες από ύφασμα καναπέ σε ένα μέρος που θυμίζει γκαράζ μα δε μυρίζει πίσσα και βενζίνη.Στην τσάντα μου τα χαλασμένα μου ακουστικά και διάσπαρτες αποδείξεις,κέρματα που κροταλίζουν.Ρούχα προς πώληση δίπλα σε μπαρ και εστιατόρια και ένας σκύλος που κρυώνει,μπερδεύομαι, γιατί πουλάνε ρούχα και δίσκους δίπλα σε μπαρ? Τα παζάρια του χωριού μου μεταφέρθηκαν στο κέντρο, θέλω να δω τις μάλλινες φανέλες που αγόραζε η γιαγιά μου για τον άντρα της μα έχουν εξαφανιστεί σαν κι εκείνη.
Μα το στόμα μου μπορεί να προφέρει όλους τους φθόγγους και είναι γεμάτο μουσική που δεν χωράει σε ένα βαγόνι, σε μια κρεμάστρα, στο βλέμμα σου που είναι σκοτεινό μα δεν το έχει πάρει η νύχτα, μόνο ο χρόνος,ο αδυσώπητος χρόνος σου και οι ώρες που δεν με είδες.
Στο γυρισμό η υγρασία με πόνεσε. ¨Ενας επιβάτης σε ένα αυτοκίνητο μου έγνεψε φιλικά.
Θέλω να βάλω τα κλάματα στο ασανσέρ προς το σπίτι μα συγκρατούμαι.Το κραγιόν μου σταθερό με τόσα τσιγάρα,τα Σάββατα στην πόλη,Γολγοθάς.
Monday, February 18, 2013
όπως φεύγει ο αστερισμός του Υδροχόου
η ζέστη είναι που τα αλλάζει όλα τριγύρω σου,η γλυκιά νύστα και το μούδιασμα στα μάτια που κάνουν κηλίδες λευκές στον τοίχο και πετάνε κόκκινες φλόγες και δακρύζουν τα μάτια σου και λες να το μοιραζόμουν μα από την άλλη μερικά πράγματα πρέπει να τα κρατάς για σένα ακόμα και την αγάπη σου, ακόμα και τα κρίματά σου.
όπως σε εκείνη την ταινία του Κάπρα που ο άγγελος παίρνει τον Τζίμυ Στιούαρτ να ζεστάνει τα ρούχα του στη φωτιά μετά από το πέσιμο στο ποτάμι,θυμάσαι?
κι ας μη θυμάσαι..
να σε ζεσταίνω και να σε μεθάω σαν κονιάκ και να είμαι τόσο θελκτική σε κρυστάλλινα ποτήρια.Να βγαίνω με αναίδεια σαν φλόγα και να σφυρίζω σαν τσαγιέρα,να γλείφω τους τοίχους σαν φωτιά να έρχονται κοντά μου τα παιδιά και όσοι έχουν σφυγμό να τους αγκαλιάζω.
να φέγγω σε μοναχικούς διαβάτες και να βλέπουν το φως και να συνεχίζουν το δρόμο τους με νέο ζήλο, πυγολαμπίδα και λάμπα θυέλλης για τους ξενιτεμένους και η φωτιά στους βωμούς που δε σβήνει σαν τη λύπη,σαν τη λύπη και σαν την αθανασία.
όπως σε εκείνη την ταινία του Κάπρα που ο άγγελος παίρνει τον Τζίμυ Στιούαρτ να ζεστάνει τα ρούχα του στη φωτιά μετά από το πέσιμο στο ποτάμι,θυμάσαι?
κι ας μη θυμάσαι..
να σε ζεσταίνω και να σε μεθάω σαν κονιάκ και να είμαι τόσο θελκτική σε κρυστάλλινα ποτήρια.Να βγαίνω με αναίδεια σαν φλόγα και να σφυρίζω σαν τσαγιέρα,να γλείφω τους τοίχους σαν φωτιά να έρχονται κοντά μου τα παιδιά και όσοι έχουν σφυγμό να τους αγκαλιάζω.
να φέγγω σε μοναχικούς διαβάτες και να βλέπουν το φως και να συνεχίζουν το δρόμο τους με νέο ζήλο, πυγολαμπίδα και λάμπα θυέλλης για τους ξενιτεμένους και η φωτιά στους βωμούς που δε σβήνει σαν τη λύπη,σαν τη λύπη και σαν την αθανασία.
Saturday, February 16, 2013
death and the maiden
μεγάλωσα με ιστορίες για ανθρώπους που πάντα έφευγαν από τους τόπους τους και όταν γυρνούσαν δεν έβρισκαν πατρίδες, δεν έβρισκαν ανθρώπους γνωστούς μα σκελετούς και μνημόσυνα για σαράντα μέρες, για χρόνο, για εκταφές, τραπέζια με ψαρόσουπες και μαυροφόρες γυναίκες να κοιτάνε τον ορίζοντα και να βλέπουν το Χάροντα πάνω σε ένα μαύρο άλογο με ένα δρεπάνι ανά χείρας και τον χαιρετούσαν σαν παλιό γνωστό,σαν οικογενειακό φίλο, και εκείνος τους έγνεφε και ζητούσε να του βάλουν νερό για το άλογο πριν προχωρήσει παρακάτω, οι αρρώστιες δεν είχαν όνομα και εκείνοι που έπαιρνε δεκάδες,χωρίς να διαλέξει χωρίς να κάνει διακρίσεις.
και έτσι νοσταλγείς ήδη τους νεκρούς, λες εκείνοι είναι οι πιο γενναίοι,είναι εκείνοι που άντεξαν στο χρόνο.
το εντεκάχρονο κορίτσι που έσκασε από το μάτι γιατή ήταν τόσο όμορφο, οι παππούδες που πέθαναν με διαφορά βδομάδας ίδια μέρα ίδια ώρα από τη γρίπη του 1919, μια αδερφή από εκλαμψία στα 25 σε ένα σταθμό τρένου,μια κόρη φυματική στα 16, εργατικό ατύχημα και καρδιακές προσβολές στο χωράφι, να σκάβουν να σκάβουν για να χωρέσουν τους νεκρούς ο ένας δίπλα στον άλλον παραταγμένοι σαν σε στρατιωτικό θάλαμο,από πάνω τους να φυτρώνουν νάρκισσοι και παπαρούνες, με τον καιρό να αγγίζονται κάτω από το χώμα, τα άσπρα οστά να ξεπροβάλλουν με τος βροχές να λάμπουν στον ήλιο,να σε ξεγελάνε σαν να είναι βότσαλα, απαλλαγμένα από πόνο από βάρος και αγάπη, κυρίως από την αγάπη απελευθερωμένα.
και έτσι νοσταλγείς ήδη τους νεκρούς, λες εκείνοι είναι οι πιο γενναίοι,είναι εκείνοι που άντεξαν στο χρόνο.
το εντεκάχρονο κορίτσι που έσκασε από το μάτι γιατή ήταν τόσο όμορφο, οι παππούδες που πέθαναν με διαφορά βδομάδας ίδια μέρα ίδια ώρα από τη γρίπη του 1919, μια αδερφή από εκλαμψία στα 25 σε ένα σταθμό τρένου,μια κόρη φυματική στα 16, εργατικό ατύχημα και καρδιακές προσβολές στο χωράφι, να σκάβουν να σκάβουν για να χωρέσουν τους νεκρούς ο ένας δίπλα στον άλλον παραταγμένοι σαν σε στρατιωτικό θάλαμο,από πάνω τους να φυτρώνουν νάρκισσοι και παπαρούνες, με τον καιρό να αγγίζονται κάτω από το χώμα, τα άσπρα οστά να ξεπροβάλλουν με τος βροχές να λάμπουν στον ήλιο,να σε ξεγελάνε σαν να είναι βότσαλα, απαλλαγμένα από πόνο από βάρος και αγάπη, κυρίως από την αγάπη απελευθερωμένα.
Thursday, February 14, 2013
mon jasmin noir
δεν θέλω να μοιάζω με τις βροχερές μου μέρες.Τα σύννεφα κατεβαίνουν χαμηλά και αγγίζουν τις κορφές των σπιτιών,περαστικοί με τα σκούρα τους πανωφόρια και τις ομπρέλες τους στο χέρι,η υπομονή ενός χειμώνα που δεν εξαντλείται και δεν κοιμάται τις νύχτες.
κι εσύ? τριγυρνάς σε βαγόνια και υπόγειες διαβάσεις.μπαίνεις σε τρένα και πλοία ξεχνώντας να σβήσεις το τσιγάρο σου.κρύβεις χελιδόνια κάτω από το σακάκι σου.το κασκόλ σου θέλει μαντάρισμα, το παλτό σου ξέβαψε.περιμένεις να βρέξει για να βγεις, ζωντανεύεις, πρασινίζεις, αναπνέεις.στις παρυφές της πόλης, στις γυναίκες στα πεζοδρόμια,φορτωμένες με ψάρια, μυρωδικά και καραμέλες για τα εγγόνια που δεν έχουν.
αγόρασα ένα άρωμα που λέγεται το μαύρο μου γιασεμί.μοιάζει με πετράδι αλλά δεν είναι,είναι απλό γυαλί και δεν σε ξεγελάει.Μια μαύρη σατέν κορδέλα στο λαιμό του μπουκαλιού, ψεύτικη και αυτή.ας είναι. αγόρασα το πιο μικρό μπουκάλι για να χωράει στην τσάντα μου και να ρουφάω όταν με πνίγει ο δρόμος.και είναι μικρό,τοσοδά, σαν την καρδιά μου,σαν τη θλίψη μου.
βγάζει παραισθησιογόνες αναθυμιάσεις στις ράγες των τρένων το μαύρο μου γιασεμί και πλοκάμια.σαν κλαδιά που ζωντανεύουν για να σε πνίξουν όταν δεν κοιτάς,όταν γυρνάς την πλάτη σου στη λύπη μου.
κι εσύ? τριγυρνάς σε βαγόνια και υπόγειες διαβάσεις.μπαίνεις σε τρένα και πλοία ξεχνώντας να σβήσεις το τσιγάρο σου.κρύβεις χελιδόνια κάτω από το σακάκι σου.το κασκόλ σου θέλει μαντάρισμα, το παλτό σου ξέβαψε.περιμένεις να βρέξει για να βγεις, ζωντανεύεις, πρασινίζεις, αναπνέεις.στις παρυφές της πόλης, στις γυναίκες στα πεζοδρόμια,φορτωμένες με ψάρια, μυρωδικά και καραμέλες για τα εγγόνια που δεν έχουν.
αγόρασα ένα άρωμα που λέγεται το μαύρο μου γιασεμί.μοιάζει με πετράδι αλλά δεν είναι,είναι απλό γυαλί και δεν σε ξεγελάει.Μια μαύρη σατέν κορδέλα στο λαιμό του μπουκαλιού, ψεύτικη και αυτή.ας είναι. αγόρασα το πιο μικρό μπουκάλι για να χωράει στην τσάντα μου και να ρουφάω όταν με πνίγει ο δρόμος.και είναι μικρό,τοσοδά, σαν την καρδιά μου,σαν τη θλίψη μου.
βγάζει παραισθησιογόνες αναθυμιάσεις στις ράγες των τρένων το μαύρο μου γιασεμί και πλοκάμια.σαν κλαδιά που ζωντανεύουν για να σε πνίξουν όταν δεν κοιτάς,όταν γυρνάς την πλάτη σου στη λύπη μου.
Sunday, February 10, 2013
γαλάζιες και πράσινες
χτες το βράδυ κλωτσούσα αναμνήσεις όπως τα ρούχα γύρω από το κρεβάτι μου και σου μιλούσα, τα πήγαινα στην άκρη μπερδεμένα και λεκιασμένα επειδή νύσταζα πολύ και δεν είχα κουράγιο να πάω ούτε μέχρι το πλυντήριο,ούτε στο καλάθι να τα βάλω.
και δεν ένιωσα ανακούφιση ή φόβο,κούραση μόνο και εγκατάλειψη, την εγκατάλειψη του σπασμένου πορσελάνινου βάζου στο πάτωμα, του αγαπημένου σου φλυτζανιού του καφέ που θρυμματίζεται στο νεροχύτη και τα άλλα σου φλυτζάνια δε σε βολεύουν στο στόμα και στο χέρι. Και εγώ αυτό το λέω μοναξιά και εγκατάλειψη,αυτή την παραίτηση από το σκύψιμο και το κουβάλημα και το σκούπισμα των σπασμένων με τη σκούπα και το φαράσι,να περισσεύουν θρύψαλα και να κινδυνεύεις να πατήσεις πάνω τους και να πονέσεις,μην περπατάς ξυπόλητη,θα ματώσουν τα πόδια σου.
τα μάτια μου από τον ήλιο δακρύζουν και δε θέλω να με ρωτήσουν γιατί κλαις στο δρόμο,ψωροπερηφάνεια τι να πεις μα αρνούμαι να φορέσω και γυαλιά ηλίου για να κοιτάω κατάματα τους ανθρώπους και να τους φοβίζω μόνο έτσι,δεν έχω άλλο τρόπο και άμυνες,μόνο να φοβίζω δακρύζοντας,μια ζωή οξύμωρο σχήμα,μια ζωή οξύμωρη ύπαρξη.
μα είναι ακόμα φλεβάρης και χτυπάει στις φλέβες,σαν ορός σε νοσοκομείο σαν την αδρεναλίνη που αναζητάς και σε προσπερνάει,οι φλέβες στα πόδια μου που τς ακούω έτοιμες να εκραγούν από πιέσεις και να κάνουν ιστούς που θα απλωθούν σιγά σιγά σε όλο μου το σώμα, ακέραιες και συμμετρικές,γαλάζιες και πράσινες,γαλάζιες και πράσινες.
και δεν ένιωσα ανακούφιση ή φόβο,κούραση μόνο και εγκατάλειψη, την εγκατάλειψη του σπασμένου πορσελάνινου βάζου στο πάτωμα, του αγαπημένου σου φλυτζανιού του καφέ που θρυμματίζεται στο νεροχύτη και τα άλλα σου φλυτζάνια δε σε βολεύουν στο στόμα και στο χέρι. Και εγώ αυτό το λέω μοναξιά και εγκατάλειψη,αυτή την παραίτηση από το σκύψιμο και το κουβάλημα και το σκούπισμα των σπασμένων με τη σκούπα και το φαράσι,να περισσεύουν θρύψαλα και να κινδυνεύεις να πατήσεις πάνω τους και να πονέσεις,μην περπατάς ξυπόλητη,θα ματώσουν τα πόδια σου.
τα μάτια μου από τον ήλιο δακρύζουν και δε θέλω να με ρωτήσουν γιατί κλαις στο δρόμο,ψωροπερηφάνεια τι να πεις μα αρνούμαι να φορέσω και γυαλιά ηλίου για να κοιτάω κατάματα τους ανθρώπους και να τους φοβίζω μόνο έτσι,δεν έχω άλλο τρόπο και άμυνες,μόνο να φοβίζω δακρύζοντας,μια ζωή οξύμωρο σχήμα,μια ζωή οξύμωρη ύπαρξη.
μα είναι ακόμα φλεβάρης και χτυπάει στις φλέβες,σαν ορός σε νοσοκομείο σαν την αδρεναλίνη που αναζητάς και σε προσπερνάει,οι φλέβες στα πόδια μου που τς ακούω έτοιμες να εκραγούν από πιέσεις και να κάνουν ιστούς που θα απλωθούν σιγά σιγά σε όλο μου το σώμα, ακέραιες και συμμετρικές,γαλάζιες και πράσινες,γαλάζιες και πράσινες.
Thursday, February 07, 2013
february blues..
μου λείπουν οι βουκαμβίλιες των νησιών και το χρώμα τους,τα πεσμένα τους φύλλα, το πόσο εύθραυστες είναι και πως με μια σκούπα στο χέρι πληρώνεις το κόστος να βλέπεις την ομορφιά τους,τη ζωηράδα τους, το χρώμα τους αυθάδικα στο λευκό και μπλε του Αιγαίου σπάει τα τετράγωνα σπίτια και τα πλακόστρωτα και λέει, στροβιλίσου μαζί μου καθώς πέφτω,ακολούθα με.
και δεν είναι κρύα τα πρωινά φέτος, έχουν μια προσμονή, ο δυνατός αέρας, είμαστε αποκλεισμένοι στα σπίτια μας και βλέπουμε κόσμο ελάχιστο,ταξιδεύουν για μας τα σύννεφα και μας πάνε σε άλλους προορισμούς.
εφιάλτες μου εγώ κρατάω κλαδί ελιάς και λευκό μαντίλι,αρωματισμένο με δάκρυα που κύλησαν και κανα δυο αγάπες που ξεχάστηκαν,σας προσκαλώ για τσάι και ψυχόβγαλμα, θα έχω γλυκίσματα πάνω στο δίσκο και νερό φρέσκο να σας τρατάρω, σας περιμένω με πόρτες ανοιχτές και την καρδιά μου στο πηγάδι όπως λέει το τραγούδι, ελάτε ξανά για νυχτέρια.
και δεν είναι κρύα τα πρωινά φέτος, έχουν μια προσμονή, ο δυνατός αέρας, είμαστε αποκλεισμένοι στα σπίτια μας και βλέπουμε κόσμο ελάχιστο,ταξιδεύουν για μας τα σύννεφα και μας πάνε σε άλλους προορισμούς.
εφιάλτες μου εγώ κρατάω κλαδί ελιάς και λευκό μαντίλι,αρωματισμένο με δάκρυα που κύλησαν και κανα δυο αγάπες που ξεχάστηκαν,σας προσκαλώ για τσάι και ψυχόβγαλμα, θα έχω γλυκίσματα πάνω στο δίσκο και νερό φρέσκο να σας τρατάρω, σας περιμένω με πόρτες ανοιχτές και την καρδιά μου στο πηγάδι όπως λέει το τραγούδι, ελάτε ξανά για νυχτέρια.
Monday, February 04, 2013
elizabeth short, 2013
και έχω ξαναγράψει για σένα Ελίζαμπεθ, τα γαλάζια σου μάτια 66 χρόνια κλειστά, έγινες μύθος που δεν θα γινόσουν εν ζωή.
Δεν ήσουν από τα 6 πρόσωπα που αναζητούσαν συγγραφέα-ήσουν το πρόσωπο που αναζητεί δολοφόνο, τιμωρό της ομορφιάς , μίσος της φθοράς.
και έγινες Αγία του Λος Άντζελες, προστάτιδα των χαμένων κοριτσιών στα φώτα και σε ιδρωμένους παραγωγούς που θέλουν να σου πιάνουν τα πόδια και σκηνοθετών που σου κανονιζουν ραντεβού σε ξενοδοχεία και μετά δηλώνουν απαξιωτικά πως δεν είσαι αυτό που χρειάζονται, που αναζητάνε. Αγία των κοριτσιών στα νοικιασμένα δωμάτια με τη φαγωμένη μοκέτα και τα λεκιασμένα σεντόνια, φτηνή ανάσα και σάρκα όλα φτηνά και αγορασμένα, τα κοροιδεύεις με το μαύρο σου χαμόγελο το γυρισμένο στις άκρες τα μέλη σου τα λευκά σκορπισμένα ζεις σε κάθε γυναίκα που γυναίκα που περπατάει το βράδυ μόνη και φοβάται, και κανένας δεν θυμάται πια το όνομά σου Ελίζαμπεθ.
Ελίζαμπεθ Σορτ μαύρη ντάλια μαύρο ξημέρωμα δεν σου άσπρισαν τα μαλλιά ούτε το βλέμμα
και τώρα βγήκες από το μύθο σου για να εκδικηθείς-τους ήδη πεθαμένους τους θαμμένους σε κατάστιχα-όχι πια σαν αμερικάνικος μύθος μα σαν σκια, και λίγοι θυμούνται πια τα πρωτοσέλιδά σου
μα εγώ σε βλέπω να φεύγεις βιαστική από ραντεβού σε ξενοδοχεία να σταματάς για αναψυκτικά και τσιγάρα κάτω από εκτυφλωτικό ήλιο και να τρέχεις προς τη θάλασσα, ολομελής και αθώα και επιτέλους σκυθρωπή.
Δεν ήσουν από τα 6 πρόσωπα που αναζητούσαν συγγραφέα-ήσουν το πρόσωπο που αναζητεί δολοφόνο, τιμωρό της ομορφιάς , μίσος της φθοράς.
και έγινες Αγία του Λος Άντζελες, προστάτιδα των χαμένων κοριτσιών στα φώτα και σε ιδρωμένους παραγωγούς που θέλουν να σου πιάνουν τα πόδια και σκηνοθετών που σου κανονιζουν ραντεβού σε ξενοδοχεία και μετά δηλώνουν απαξιωτικά πως δεν είσαι αυτό που χρειάζονται, που αναζητάνε. Αγία των κοριτσιών στα νοικιασμένα δωμάτια με τη φαγωμένη μοκέτα και τα λεκιασμένα σεντόνια, φτηνή ανάσα και σάρκα όλα φτηνά και αγορασμένα, τα κοροιδεύεις με το μαύρο σου χαμόγελο το γυρισμένο στις άκρες τα μέλη σου τα λευκά σκορπισμένα ζεις σε κάθε γυναίκα που γυναίκα που περπατάει το βράδυ μόνη και φοβάται, και κανένας δεν θυμάται πια το όνομά σου Ελίζαμπεθ.
Ελίζαμπεθ Σορτ μαύρη ντάλια μαύρο ξημέρωμα δεν σου άσπρισαν τα μαλλιά ούτε το βλέμμα
και τώρα βγήκες από το μύθο σου για να εκδικηθείς-τους ήδη πεθαμένους τους θαμμένους σε κατάστιχα-όχι πια σαν αμερικάνικος μύθος μα σαν σκια, και λίγοι θυμούνται πια τα πρωτοσέλιδά σου
μα εγώ σε βλέπω να φεύγεις βιαστική από ραντεβού σε ξενοδοχεία να σταματάς για αναψυκτικά και τσιγάρα κάτω από εκτυφλωτικό ήλιο και να τρέχεις προς τη θάλασσα, ολομελής και αθώα και επιτέλους σκυθρωπή.
Sunday, February 03, 2013
κυριακή,3/2
είναι κρίμα που φυσάει νοτιάς, φέρνει κεφαλαλγίες και κακή διάθεση, την υγρασία της Αθήνας τη σκληρή και αμετάκλητη, που σφίγγει το σαγόνι για να φάει τη γροθιά, το χειρότερο είναι πως την περιμένει και ήδη τη νοσταλγεί πριν καν έρθει..
περπατώ εις τους δρόμους όταν ο λύκος δεν είναι εδώ.αλλά ακόμα κι αν είναι, πως μοιάζει? κι αν είναι πολύχρωμος σαν ζαχαρωτό? Ζεστός σαν λιακάδα? Και το χειρότερο, γεμάτος υποσχέσεις?
Είναι βράδυ και πάλι σαν υπνωτισμένη ακολουθώ τους ίδιους δρόμους. Εκεί που έστριβα τους δρόμους στο χέρι του πατέρα μου στα 11, στο περβάζι που τυλιγόμουν με το παλτό μου στα 19, στο φανάρι που περνούσα στα 25, στους ίδιους δρόμους που τώρα έχουν άλλες βιτρίνες και άλλες υπηρεσίες, που μοιάζουν ευρωπαικοί αλλά δεν είναι, που σαν ερωτευμένοι σου γράφουν μόνο όταν λείπεις και όταν είσαι κοντά τους σε φοβούνται-η βιτρίνα που πάντα κοντοστεκόταν η μάνα μου και τώρα κοντοστέκομαι κι εγώ, δεν θέλω να νοσταλγώ τα περασμένα και είμαι ήδη τα περασμένα.
και τα φώτα αλλού.τα φώτα των ματιών σου αλλού.
περπατώ εις τους δρόμους όταν ο λύκος δεν είναι εδώ.αλλά ακόμα κι αν είναι, πως μοιάζει? κι αν είναι πολύχρωμος σαν ζαχαρωτό? Ζεστός σαν λιακάδα? Και το χειρότερο, γεμάτος υποσχέσεις?
Είναι βράδυ και πάλι σαν υπνωτισμένη ακολουθώ τους ίδιους δρόμους. Εκεί που έστριβα τους δρόμους στο χέρι του πατέρα μου στα 11, στο περβάζι που τυλιγόμουν με το παλτό μου στα 19, στο φανάρι που περνούσα στα 25, στους ίδιους δρόμους που τώρα έχουν άλλες βιτρίνες και άλλες υπηρεσίες, που μοιάζουν ευρωπαικοί αλλά δεν είναι, που σαν ερωτευμένοι σου γράφουν μόνο όταν λείπεις και όταν είσαι κοντά τους σε φοβούνται-η βιτρίνα που πάντα κοντοστεκόταν η μάνα μου και τώρα κοντοστέκομαι κι εγώ, δεν θέλω να νοσταλγώ τα περασμένα και είμαι ήδη τα περασμένα.
και τα φώτα αλλού.τα φώτα των ματιών σου αλλού.
Subscribe to:
Posts (Atom)