όταν βγαίνω στους δρόμους βλέπω τα μπαρ και λέω είναι σαν αμπάρια καραβιών.Αμπάρια καραβιών και αμπαρόριζα.μέσα στο μυαλό μου τις κόβω στα λιβάδια της Αθήνας που δεν υπάρχουν και σε ένα μυαλό που δεν κουμπώνει όπως το παλτό μου που είναι στενό στις πλάτες και μυρίζει μπαγιάτικο κέδρο και έχω ράψει τη φοδρα με παραταιρη κλωστή.μπλε,σαν τα μάτια της θάλασσας. καφέ παλτό, με κουμπιά που τρέμουν.
καφέ σαν τη γη που πατάμε.
στο κέντρο έχουν ξεχάσει πως είναι η γη.Νιώθω ένοχη για το κόκκινο κραγιόν μου στο σταθμό. Λέει δες με και φοβάμαι τα Σάββατα.
Είμαστε κορίτσια μόνα, σιωπηλές στη μπάρα,κουρασμένα βλέμματα. Κοιτάμε φούστες από ύφασμα καναπέ σε ένα μέρος που θυμίζει γκαράζ μα δε μυρίζει πίσσα και βενζίνη.Στην τσάντα μου τα χαλασμένα μου ακουστικά και διάσπαρτες αποδείξεις,κέρματα που κροταλίζουν.Ρούχα προς πώληση δίπλα σε μπαρ και εστιατόρια και ένας σκύλος που κρυώνει,μπερδεύομαι, γιατί πουλάνε ρούχα και δίσκους δίπλα σε μπαρ? Τα παζάρια του χωριού μου μεταφέρθηκαν στο κέντρο, θέλω να δω τις μάλλινες φανέλες που αγόραζε η γιαγιά μου για τον άντρα της μα έχουν εξαφανιστεί σαν κι εκείνη.
Μα το στόμα μου μπορεί να προφέρει όλους τους φθόγγους και είναι γεμάτο μουσική που δεν χωράει σε ένα βαγόνι, σε μια κρεμάστρα, στο βλέμμα σου που είναι σκοτεινό μα δεν το έχει πάρει η νύχτα, μόνο ο χρόνος,ο αδυσώπητος χρόνος σου και οι ώρες που δεν με είδες.
Στο γυρισμό η υγρασία με πόνεσε. ¨Ενας επιβάτης σε ένα αυτοκίνητο μου έγνεψε φιλικά.
Θέλω να βάλω τα κλάματα στο ασανσέρ προς το σπίτι μα συγκρατούμαι.Το κραγιόν μου σταθερό με τόσα τσιγάρα,τα Σάββατα στην πόλη,Γολγοθάς.
No comments:
Post a Comment