μεγάλωσα με ιστορίες για ανθρώπους που πάντα έφευγαν από τους τόπους τους και όταν γυρνούσαν δεν έβρισκαν πατρίδες, δεν έβρισκαν ανθρώπους γνωστούς μα σκελετούς και μνημόσυνα για σαράντα μέρες, για χρόνο, για εκταφές, τραπέζια με ψαρόσουπες και μαυροφόρες γυναίκες να κοιτάνε τον ορίζοντα και να βλέπουν το Χάροντα πάνω σε ένα μαύρο άλογο με ένα δρεπάνι ανά χείρας και τον χαιρετούσαν σαν παλιό γνωστό,σαν οικογενειακό φίλο, και εκείνος τους έγνεφε και ζητούσε να του βάλουν νερό για το άλογο πριν προχωρήσει παρακάτω, οι αρρώστιες δεν είχαν όνομα και εκείνοι που έπαιρνε δεκάδες,χωρίς να διαλέξει χωρίς να κάνει διακρίσεις.
και έτσι νοσταλγείς ήδη τους νεκρούς, λες εκείνοι είναι οι πιο γενναίοι,είναι εκείνοι που άντεξαν στο χρόνο.
το εντεκάχρονο κορίτσι που έσκασε από το μάτι γιατή ήταν τόσο όμορφο, οι παππούδες που πέθαναν με διαφορά βδομάδας ίδια μέρα ίδια ώρα από τη γρίπη του 1919, μια αδερφή από εκλαμψία στα 25 σε ένα σταθμό τρένου,μια κόρη φυματική στα 16, εργατικό ατύχημα και καρδιακές προσβολές στο χωράφι, να σκάβουν να σκάβουν για να χωρέσουν τους νεκρούς ο ένας δίπλα στον άλλον παραταγμένοι σαν σε στρατιωτικό θάλαμο,από πάνω τους να φυτρώνουν νάρκισσοι και παπαρούνες, με τον καιρό να αγγίζονται κάτω από το χώμα, τα άσπρα οστά να ξεπροβάλλουν με τος βροχές να λάμπουν στον ήλιο,να σε ξεγελάνε σαν να είναι βότσαλα, απαλλαγμένα από πόνο από βάρος και αγάπη, κυρίως από την αγάπη απελευθερωμένα.
No comments:
Post a Comment