της είχε πει πως όταν την συναντούσε ήταν όλες οι γυναίκες της ζωής του.Η μάνα του, η αδερφή του, η γυναίκα του.Τις περιείχε όλες και κανονικά έπρεπε να τον κούραζε, το συνοφρύωμα η μικρή κακία η πονηριά, αλλά όπως και το τσιγάρο τον κούραζε ήταν το πρώτο που ζητούσε κάθε πρωί.
Της το είχε πει μια φορά που συναντήθηκαν κι εκείνη αδιαφόρησε μπορεί και να τον κοίταξε ειρωνικά και του ζήτησε λεφτά για να φάει κάτι, πράγματα που μην εννοείς ας μην τα λες μουρμούρισε και δάγκωσε το δάχτυλό της και έτρεξε αίμα και του το έδειξε και μετά έβαψε τα μάτια της και έφυγε.
Την έχασε για μήνες.
Εκείνη περπατούσε και πήγαινε στο σπίτι τους τις νύχτες και κοιτούσε την άλλη.σαν αρπακτικό πουλί ή σαν κουκουβάγια.Την έβλεπε να μελετάει στο τραπέζι της κουζίνας, να βάζει πλυντήριο ξεχωρίζοντας τα χρώματα αυστηρά, να βάφεται πριν φύγει για δουλειά βάζοντας κοσμήματα και παλτό. Ένα βράδυ κοιτούσε τη βέρα της με τρυφερότητα και μετά με ντροπή.Χαραγμένα ονόματα σε μέταλλο.Ταυτότητες για ζευγάρια. Σαν νούμερα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης οι ημερομηνίες.
Την έβαλε στο στόμα της και την έφτυσε.
Και έξω από το παράθυρο, κάποια έκλαιγε με λυγμούς.
No comments:
Post a Comment