στο πεζοδρόμιο απέναντι φυτρώνουν κόκκινα δέντρα, είναι πιο κοντά από όλα τα άλλα δέντρα στη γειτονιά,μετράω τρία και δίπλα τους άλλα με γυμνά λεπτά κλαδιά σαν συνειδήσεις και αξιοπρέπειες, σαν τον λεπτό καπνό που βγαίνει από τις καμινάδες.
τα πρωινά που όλοι λείπουν στις δουλειές τους κάνω σχέδια που μετά απολαμβάνω να βυθίζω, το καινούριο μου ημερολόγιο έχει πάνω ζωγραφισμένα ροδάκινα που μοιάζουν ψεύτικα μα ψέματα δε λένε.
δεν έχω γνωρίσει ακόμα τους καινούριους μου γείτονες,ακούω μόνο πόρτες να ανοιγοκλεινουν και το αδέσποτο της γειτονιάς που βάφτισα Μπόνι, δεν έρχεται κοντά μου ακόμα μα με κοιτάει σαν να μαστε και οι δυο κατάσκοποι ξένων παραθύρων.
σφίγγω το παλτό μου που μοιάζει κατασκοπικό για να δείχνω σοβαρότερη και μεγαλύτερη, καμιά φορά το πετυχαίνω και δε φοβάμαι όταν πέφτει το φως και ψαχουλεύω το φως του διαδρόμου στο τοίχο, τα εν οίκω μη εν δήμω και ρητά που έμαθα σαν καραμέλα στο στόμα,βουτύρου, με χρώμα γλυκό και γεύση καθησυχαστική.
βλέπω συχνά στον ύπνο μου πως ξύπνησα τυφλή και δεν πετάγομαι όπως παλιότερα, είναι γενναία πράξη αναρωτιέμαι? και πότε ξέρεις πως είσαι έτοιμη να κάνεις αυτά που φοβάσαι?
πότε μπαίνει πραγματικά το κλειδί στην πόρτα?
όταν δε θυμώνεις πια.τότε.
No comments:
Post a Comment