χαιδευει τα λιγοστά αξύριστα γένια του, είναι πάλι πρωί πως πέρασαν οι ώρες μελετώντας, τόσες ώρες μόνο το φως της οθόνης του υπολογιστή στο δωμάτιο,έφεξε πάλι η μέρα,άλλη μια μέρα περπατώντας και μιλώντας σε αγνώστους για πράγματα ασήμαντα κοσμοιστορικά,εκείνη έχει ήδη φύγει χωρίς να την ακούσει.
περπατάει σαν γάτα και τον τρομάζει και νιώθει πως τον παρακολουθεί ακόμα και όταν κοιμάται. Με κατασκοπεύεις της λέει γελώντας. Εκείνη δε γελάει αλλά ανάβει τσιγάρο και πλένει τα πιάτα καπνίζοντας και σιγοτραγουδώντας,μην ξεχάσεις να περάσεις από τον τάδε του λέει ξαφνικά ίσως με μια αιχμή στη φωνή.
Γιατί τα θυμούνται αυτά οι γυναίκες όταν πλένουν τα πιάτα αναρωτιέται και όχι την ώρα του καφέ π.χ ή μετά τα καθημερινά ψώνια. πηγαίνει προς το μπάνιο γυμνός, η στύση του τον ταλαιπωρεί,πιέζει με τους μηρούς του αλλά τίποτα, εκεί τόσα χρόνια κάθε πρωί με ζέστη βροχή ή κρύο,να του θυμίζει πως είναι άντρας να του θυμίζει πως είναι δότης.
Συνέρχεται λίγο με το νερό, η σαπουνάδα δεν τσούζει στα μάτια και έρχεται στο μυαλό του η άλλη, η άλλη με το δάχτυλο στο στόμα και τα κοκκαλιάρικά της πόδια,τα μαλλιά της ριγμένα πίσω στο μαξιλάρι.
Τη διώχνει από το μυαλό του βιαστικά, ένα τελευταίο ξέπλυμα κι εκείνη φεύγει μαζί με τη σαπουνάδα και κατεβαίνει στους υπονόμους όπου ζει και το μυαλό της.Εκεί καταφεύγει όταν τα πράγματα είναι ζόρικα με ένα γλυφιτζούρι λεμόνι ελπίζοντας πως θα σπάσει τα δόντια της δαγκώνοντάς το και τότε θα έχει επιτέλους ένα ψεγάδι, η ανάσα της είναι γάλα και σιρόπι λεμονιού, το στήθος της βανίλια και τριαντάφυλλο.
δεν πρέπει να σε σκέφτομαι διατάζει.
ποιον διατάζει, τον εαυτό του ή εκείνη.
εκείνος δεν έχει πια λουλούδια και χρώματα στο στήθος παρά μόνο παράπονα και κλεισούρα,ανάβει ένα τελευταίο τσιγάρο και ανακατεύει τα χαρτιά του για τη δουλειά, νούμερα και ονομασίες, θέλει να γευτεί την ανάσα λεμονάδα μα πνίγεται,τραβάει μια ακόμα ρουφηξιά να την ξορκίσει, πρέπει να περάσω από τον τάδε ίσως με κεράσει έναν καφέ σκέτο, ίσως αν πάω αργότερα κεράσει και ένα κονιάκ.
No comments:
Post a Comment