δεν είναι πια τα ίδια.Τα χαμόγελα στο σπίτι πάγωσαν,ο καθένας στο δωμάτιό του,το καλό τραπεζομάντιλο μπήκε στη ναφθαλίνη.
Δεν έχουμε πια τι να πούμε,δείχνουμε ο ένας στον άλλον άρθρα από τις κυριακάτικες εφημερίδες,σε ρωτάω αν θέλεις γάλα στον καφέ,κάνεις πως δεν με ακούς,κάνω πως δεν το πρόσεξα,τρώω δέκα σοκολατάκια με γέμιση μέντας για να πονέσει το στομάχι μου και να μου δώσεις σημασία.Λες πως θα βγεις μια βόλτα και δεν ξέρεις πότε θα γυρίσεις,κοιτάω στο μπράτσο μου τα σημάδια από το μαξιλάρι,ανοίγω όλα τα παράθυρα,βάζω το κατακάθι του καφέ στις γλάστρες,ανάβω τσιγάρο,πίνω δυο γουλιές νερό,πως γίναμε έτσι οι δυο μας,ο καθένας στο δωμάτιό του και η σιωπή τοίχος απροσπέλαστος,τα πρωινά δεν είναι πια εκτυφλωτικά,αν μπορούσα θα σε σκότωνα,ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ,μέχρι θανάτου,μέχρι του δικού σου θανάτου.
No comments:
Post a Comment