Sunday, September 30, 2007

Swimming pool


Μου αρέσουν οι πίσίνες-είναι κάτι που δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί,παρόλο που μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα,μου αρέσει να κολυμπάω σε πισίνα,η μυρωδιά του χλωριωμένου νερού,ο κήπος γύρω γύρω,το γρασίδι που ξεραίνεται σε μερικά σημεία,το φλερτ το διστακτικό στις ξαπλώστρες και να κάθομαι στα σκαλιά παίζοντας με τις ηλιακτίδες του ήλιου μέσα στο νερό και τα γαλάζια πλακάκια.
Μου αρέσουν οι πισίνες των ξενοδοχείων φθινόπωρο που δεν υπάρχει κανένας,ίσως κανένας πελάτης ή τα μέλη του Πεντελικού που πίνουν καφέ στον κήπο,διαβάζουν εφημερίδα,ίσως την Εστία,ίσως το Conde Nast traveller.
Κυρίως μου αρέσουν όταν ο ήλιος πέφτει το απόγευμα.Μου θυμίζει Χόλλυγουντ με μια αίσθηση παρακμής,Valley of the Dolls,η Μέρυλιν με μαντίλι δεμένο στο κεφάλι για τον ήλιο και γυαλιά να διαβάζει στην ξαπλώστρα με λευκό πουκάμισο δεμένο στη μέση να διαβάζει Έμιλυ Ντίκινσον πίνοντας σπιτικό κρύο τσάι,με κανα δυο χάπια για συνοδεία.
Δυο φύλλα να επιπλέουν πάνω στο νερό στην κάψα του ήλιου,η μπρετέλα του σουτιέν πέφτει,βουτάς το κεφάλι σου στο χλωριωμένο νερό και είσαι αόρατος.Αόρατος και διάφανος.
Ακούγονται μόνο οι φυσαλίδες της εκπνοής σου.

Thursday, September 27, 2007

Blood moon

Φεγγάρι:
Είμ' ένας κύκλος στρογγυλός μες στο ποτάμι
μάτι σε στέγες ιερές
ψευτική αυγή σε φυλλωσιές
Κανείς δε μου γλιτώνει εμένα!
Ποιος κρύβεται;Ποιος σιγοκλαίει
στης κοιλάδας τις άγριες μονιές;
Ένα μαχαίρι έχω κρεμάσει στον αγέρα
καρτεράει στο μολύβι
πόνος διψάει να γίνει μέσα στο αίμα
Αφήστε να μπω!
Από τοίχους έρχομαι,παγωμένο,
κι από κρύσταλλα!
Ανοίξτε στέγες και στήθη μέσα να μπω,να ζεσταθώ!
Κρυώνω!
Οι στάχτες μου μέταλλα κοιμισμένα
με την κορυφή ψάχνουν της φωτιάς
στα βουνά και στις στράτες
'Ομως στις πλάτες του πάνω τις λαμπερές
με πάιρνει το χιόνι
και παγωμένο με πνιγει
σε σταχτοπράσινες υγρές αγκαλιές
Γιατί σε τούτη τη νύχτα θα βαφτούν
τα μάγουλά μου με κόκκινο αίμα
και τα πυκνά τα βούρλα
στα πέλματα θα 'ναι του αέρα
Να μην είναι ούτε σκια ούτε φωλιά
να μην ξεφύγουν!
Να μπω θέλω σ' ένα στήθος
να ζεσταθώ!
Μια καρδιά θέλω!Ζεστή!Να πλημμυρίσει αίμα
τα στήθια μου,τα βουνά τα παγωμένα
Αφήστε με να μπω,αφήστε με!
Ίσκιους δε θέλω.Πρέπει παντού
οι αχτίδες μου να μπουν
κι οι σκοτεινοί κορμοί
μες στη βοή να λουστούν τη φωτεινή
για να βαφτούν τούτη τη νύχτα
τα μάγουλά μου κόκκινο αίμα
και τα πυκνά τα βούρλα
στα πέλματα να 'ναι τα πλατιά του αέρα
Ποιος κρύβεται;
Έξω!φωνάζω
Κανείς δε μου ξεφεύγει εμένα!

και χτες η πανσέληνος του Σεπτέμβρη δεν ήταν φιλική και το σπίτι μου κατφύγιο δεν ήταν και κουλουριασμένη δίπλα στο κομοδίνο παγωμένη ασημένια πετούσα μπαγιάτικα τσιγάρα σε περίτεχνες ταμπακιέρες,σταγόνες ματιών καραμέλες για το βήχα πούρα που μου έκαναν δώρο στο περιτύλιγμα σκόρπια κομμάτια γάζας χάπια για το στομάχι παυσίπονα ξεραμένα στυλό γυαλιστερά περιοδικά και τα δωσα σε μια ζητιάνα κάπνιζε άφιλτρα καρέλια τα μαλλιά της ανάκατη χωρίστρα στο χέρι η ουλή είχε σχήμα σταυρού πήρε τη σακούλα τα μάτια της ήταν αυτά της γάτας.

Monday, September 24, 2007

Hotel Room




Να πάω σε ένα ξενοδοχείο σε μια πόλη της επαρχίας-και να ναι το φως της μέρας κάπως έτσι,καθαρό και κρύο.
Απόγευμα φθινοπώρου,με μια δόση αμφιβολίας.
να βγάλω τα ρούχα μου και να κοιταχτώ στον παλιό καθρέφτη του μπάνιου με τις σταγόνες από τους προηγούμενους ενοίκους.
Να ξαπλώσω στα σεντόνια αφηρημένη και να γυρίζω το ίδιο αφηρημένα τα κουμπιά του ραδιοφώνου στο παλιό κομοδίνο.Ειδήσεις,κλασική μουσική,ένας σταθμός στα βραχέα.
Μια φθαρμένη μοκέτα,ένα σπασμένο πλακάκι,το τηλέφωνο του ντους να κρέμεται σα νεκρό φίδι και να ακούγεται μόνο η ανάσα μου.
Στο ψυγειάκι ένα μπουκάλι νερό,μια ασπριρίνη για τον πονοκέφαλο στην τσέπη,το νυχτικό διπλωμένο πάνω στο μαξιλάρι κάτω από το φως της λάμπας του κομοδίνου,ροζ φανέλα,μια μπεζ κουβέρτα,ο τοίχος το ίδιο μπεζ,να πλύνω δυο ρούχα και να τα βάλω να στεγνώσουν πάνω στο καλοριφέρ,η πόλη κάπου μακριά να ετοιμάζεται για ύπνο,όχι,δεν υπάρχει τηκεόραση,πόσο θα ήθελα ένα τσάι,βαρύ με πολύ λεμόνι,καλώ το ρουμ σέρβις,έρχεται αμέσως,στη θέση της η ζαχαριέρα,η γαλατιέρα,σιχαίνομαι το Λίπτον μα δεν υπάρχει άλλη λύση,όσο περιμένω να κρυώσει λίγο πάω στο μπάνιο,λούζομαι και τρίβομαι με τα δείγματα σαπουνιών που όλα μυρίζουν το ίδιο,νερό,πολύ νερό,άλλή μια ασπιρίνη με το τσάι,δεν περνάει ο πονοκέφαλος,πόσο μου έλειψες,πόσο,περιμένω να έρθεις,κάποια μέρα δε μπορεί,θα έρθεις.

Άρση απαγορευτικού


Ο ταχυδρόμος έχει άδεια.Όλα είναι στατικά.Η αυλή γεμίζει χώμα.
Όλοι περιμένουν την τηλεοπτική σεζόν." Μια πόλη στη λογοτεχνία-Ερμούπολη".Σκόνη,σκόνη,σκόνη.Τα βράδια φοβάμαι.Σκέφτομαι ναυάγια,φοβάμαι.Μπήκαμε στο Ζυγό.
Μέλι ακακίας.Έκλεισαν όλα τα καφέ.
Μου πες θα τηλεφωνήσεις,δεν το έκανες.Παλιές φωτογραφίες,παλιά άρθρα.Αναστενάζω.Μαζέυουν βαλίτσες και οι ντόπιοι.Πάει η γραφική Χώρα.Άδεια από τις 5 το απόγευμα.
Καλωσορίσατε στην κανονική ζωή των νησιών.
The meek shall inherit the earth.

Thursday, September 20, 2007

Judy






και δυο φωτογραφίες της...
They don't make them like they used to...

Get Happy!



Forget your troubles


Come on get happy


You better chase all you cares away


Shout halleuja


Come on get happy


Get ready for the judgement day


The sun is shining


Come on get happy


The lord is waiting to take your hand


Shout halleuja


Come on get happy


We're going to the promised land


We're heading across the river


Wash your sins away in the tide


It's all so peaceful on the other side


Forget your troubles


Come on get happy


You better chase all you cares away


Shout halleuja


Come on get happy


Get ready for the judgement day


Forget your troubles


Come on get happy


You better chase all you cares away


Halleuja


Come on get happy


For the judgement day


The sun is shining


Come on get happy


The lord is waiting to take your hand


Shout halleuja


Come on get happy


We're going to the promised land


We're heading across the river


Wash your sins away in the tide


It's quiet and peaceful on the other side


Forget your troubles


Get happy


Your cares fly away


Shout halleuja


Get happy


Get ready your judgement day



Δεν μπορούσα να διαλέξω χρώμα για μελάνι-κι έτσι διάλεξα το χρώμα του φορέματος της Τζέην Χόρροκς στην ταινία. Κάπως μίζερα έξω σήμερα,κι έτσι άκουγα όλο το βράδυ τραγούδια από μιούζικαλ,τραγούδια που άκουγα πολύ μεγαλώνοντας και ήξερα απ' έξω,Shirley Bassey,Judy Garland και Marylin Monroe,πούλιες και καμαρίνια,πράγματα που με ενδιέφεραν μικρή,μα όχι να γίνω η ντίβα,ποτέ δε με ενδιέφερε να είμαι η ντίβα της παράστασης,πάντα ήθελα να είμαι σχεδόν αόρατη.Μου άρεσαν και μου αρέσουν τα καμαρίνια,η μυρωδιά,η σταρ να ετοιμάζεταικι εγώ να βλέπω πίσω από τις βελούδινες κουρτίνες,επαγγελματικό μακιγιάζ, την αμπιγιέζ με τα χάπια της ντίβας στην τσέπη,το φλασκί κρυμμμένο στο συρτάρι,τα δώρα των θαυμαστών,τα ποτήρια γεμάτα σαμπάνια,τα μποά,προσπαθούσα να μάθω τα τραγούδια,φυσικά και δε μπορώ να τραγουδήσω σαν τη Τζούντυ Γκάρλαντ,μα μου αρέσει να μυρίζω τις κουίντες,τις βελούδινες κουρτίνες,να ξεφέυγω από τη δική μου καθημερινότητα με το να φαντάζομαι πρόβες και παραστάσεις.
get happy λοιπόν.Σε πείσμα καιρών και εκλογών.Και ας έπινε κάθε βράδυ μόνη και θλιμμένη η Τζούντυ Γκάρλαντ,για να πληρώσει το τίμημα,αυτό το τεράστιο ταλέντο.

Saturday, September 15, 2007

Creme brulee


θέλω μια κρεμ μπρυλέ και έναν διπλό εσπρέσσο.
Έχω πονόλαιμο,η φωνή μου αρνείται να βγει.Φίλοι στέλνουν μηνύματα,ρωτούν,κι εγώ με βρεγμένα μαλλιά απαντάω τετριμμένα ενώ θέλω να πω τόσα,τόσα πολλά.
Θέλω να πω τόσα στη μαμά μου,που βλέπει τηλεόραση σιωπηλή και το βλέμμα γεμάτο ερωτήσεις,στον πατέρα μου που διαβάζει καπνίζοντας όπως τόσα χρόνια,ως το φίλτρο,σβήνει το τσιγάρο προσεκτικά,ρυτιδιασμένο μέτωπο,ένα δάχτυλο κομμένο,το σημάδι από την εγχείρηση κοντά στην άκρη των χειλιών.
Κάποτε φορούσε καλοσιδερωμένα ακριβά πουκάμισα και μάλλινα παντελόνια.
Τώρα δεν τον νοιάζουν τα πουκάμια και τα παντελόνια του είναι βαμβακερά,γέρασα λέει,ξεχνάω,δεν είμαι όπως παλιά,ξεχνάω.Τα πουκάμισα έγιναν ξεσκονόπανα.
Το μόνο που έμεινε ίδιο είναι ο τρόπος που καπνίζει και η εφημερίδα το κρεβάτι μετά το μεσημεριανό ύπνο,κάποτε ο καφές συνοδεία,γαλλικός δυνατός,ήμασταν από τους πρώτους που πήραν καφετιέρα όταν ήρθαν στην Αθήνα,όταν ήρθε επιτέλους στην Ελλάδα στα σουπερμάρκετ,και τα φίλτρα,δεν γυρνάς εύκολα στο νεσκαφε όταν πίνεις γαλλικό καφέ κάθε μέρα για δέκα χρόνια.Απλά δεν το κάνεις.
Διανύουμε ακόμα τον αστερισμό της Παρθένου,αναρωτιέμαι αν με σκέφτεσαι,σε ζητάει το στρωμένο μου κρεβάτι και ούτε μια ρημάδα κρεμ μπρυλέ δε μπορώ να έχω.Τουλάχιστον υπάρχει ο εσπρέσσο.

Friday, September 14, 2007

Δεν ξέρω πια τι να πετάξω

Τακτοποιώ συρτάρια απ'το πρωί.Ψάχνω ζεστά ρούχα και βρίσκω κάτι ελαφριες μάλλινες φανέλες.Δεν φτάνουν να καλύψουν το κρύο που νιώθω.Θα φορέσω την παλιά γκρίζα ζακέτα της μαμάς μου.Γκρίζα,όπως νιώθω κι εγώ τώρα.Γκρίζα,με μαλλιά να κρέμονται σα σπάγκοι,τη θάλασσα βρώμικη να απλώνεται κάτω από τα πόδια μου και να μου θυμίζει τη στασιμότητά μου.
Βάφω τα νύχια μου και ξεφτίζουν με το παραμικρό.Έτσι είναι το σκούρο χρώμα,δεν αντέχει τις κακουχίες.Τα τριψίματα,τα απλώματα,τα ξεσκονίσματα.
Το φαρμακείο κλειστό.Ο ουρανός χωρίς αστέρια.Που θα βρω λίγη αστερόσκονη;
Δυο τρεις τζάμπα μάγκες στο μπαρ προσπαθούν να κάνουν πολιτική συζήτηση.Σκύβω πιο βαθιά στο ποτήρι μου.Με ρωτάνε."Δεν έχω γνώμη" λέω.Δε λέω ψέματα,δεν έχω γνώμη.
Βρήκα ένα βρετανικό σουπερμαρκετ στο νετ.Δεν αναπληρώνεται η τάση σου για φυγή ψάχνοντας και τρώγοντας bird's instant custard.Αποφάσισε επιτέλους τι θέλεις.
Θέλω να κάνουμε έρωτα άλλη μια φορά πάνω σε εκείνο το στρώμα και να τυλιγόμαστε κάτω από τις πορτοκαλί κουβέρτες,που θα τσιμπάνε,λίγο.Τα γένια σου να τσιμπάνε τον ώμο και να νυστάζεις απαλά και να αποκοιμιέμαι πάνω στο μπράτσο σου.Η ανάσα σου θα με νανουρίζει καθώς ξυπνάει η πόλη και για λίγο,για λίγο,θα μαι πάλι ευτυχισμένη.
Μέχρι να θέλω ξανά να φύγω.

Thursday, September 13, 2007

bubbles


Τα μοντέλα χεριών δεν πλένουν ποτέ τα πιάτα.Αυτό μου ήρθε στο μυαλό τώρα-η δουλειά έπεσε,διαβάζω για την Ερμούπολη της Σύρου οκλαδόν στον καναπέ,διαβάζω αστυνομικά μυθιστορήματα και κάνω άνω κάτω τα συρτάρια ψάχνοντας το ένα ή το άλλο,έχω να βγω έξω κάτι μέρες,να μιλήσω σε ανθρώπους περισσότερες.

Θα ξανακαλοκαιριάσει.Η παραλία θα δείχνει γαλάζια και άδεια και θα ψιθυρίζει μυστικά στις σπηλιές.Κι εγώ θα κάθομαι οκλαδόν στο πάτωμα ξυπόλητη και θα διαβάζω κάτι άλλο,πριν κατέβω στην παραλία να νιώσω την άμμο ανάμεσα στα δάχτυλά μου.

Κάπου κάπου θα σκέφτομαι τον ποιητή Αρίωνα που τον έσωσαν τα δελφίνια.

Ή τα φθινοπωρινά φρούτα στα κλαδιά.Δεν είμαι έτοιμη να χειμωνιάσει ακόμα.Θέλω κόκα κόλα σε ψηλά ποτήρια με θρυμματισμένο πάγο και πολύ λεμόνι και δυο λευκά φορέματα που δεν πρόλαβα ακόμα να φορέσω,απλωμένα και σιδερωμένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας.

Wednesday, September 12, 2007

Poetry reading


Ο "αιώνιος έφηβος",ο Δημήτρης Ποταμίτης,που τόση συντροφιά μου κράτησε όταν ήμουν παιδί,ήρθε σήμερα να με ξαναβρεί και μου έφερε δώρο μερικά ποιήματα,με φίλησε και πήγε προς το Galaxy,να κάνει μερικές πρόβες για τον Άνθρωπο Ελέφαντα που θα ανεβάσει σύντομα στην Οδό Ονείρων,εκεί ψηλά..
Και ξαναείπε...
"Ονειρεύτηκα το ρόλο ενός μύστη,όχι την τάξη ενός επαγγελματία ή το ρομαντισμό ενός ερασιτέχνη"
Κι εγώ με τη σειρά μου,σας κάνω δώρο ένα ποίημα,αυτού του μύστη,και ελπίζω να μην ξεχάστηκε τόσο νωρίς.
Γιατί,όπως όλοι οι χαρισματικοί άνθρωποι,βιάζονται να πάνε κάπου καλύτερα...

Tuesday, September 11, 2007

και ένα ποίημα για καληνύχτα..


John Betjeman-Myfanwy
Kind o’er the kinderbank leans my Myfanwy,
White o’er the playpen the sheen of her dress,
Fresh from the bathroom and soft in the nursery
Soap scented fingers I long to caress.


Were you a prefect and head of your dormit’ry?
Were you a hockey girl, tennis or gym?
Who was your favourite? Who had a crush on you?
Which were the baths where they taught you to swim?


Smooth down the Avenue glitters the bicycle,
Black-stockinged legs under navy blue serge,
Home and Colonial, Star, International,
Balancing bicycle leant on the verge.


Trace me your wheel-tracks, you fortunate bicycle,
Out of the shopping and into the dark,
Back down the avenue, back to the pottingshed,
Back to the house on the fringe of the park.
Golden the light on the locks of Myfanwy,
Golden the light on the book on her knee,
Finger marked pages of Rackham’s Hans Anderson,
Time for the children to come down to tea.


Oh! Fullers angel-cake, Robertson’s marmalade,
Liberty lampshade, come shine on us all,
My! what a spread for the friends of Myfanwy,
Some in the alcove and some in the hall.
Then what sardines in half-lighted passages!
Locking of fingers in long hide-and-seek.
You will protect me, my silken Myfanwy,
Ring leader, tom-boy, and chum to the weak.

Κι αν δεν ήταν όπως το περίμεναν;







Και για όλα τα παιδιά που γύρισαν στο σπίτι απογοητευμένα,είτε επειδή φοβήθηκαν,είτε επειδή βαρέθηκαν,είτε περίμεναν πως θα κάνουν κάτι σπουδαίο μα δεν έμαθαν τίποτα και οι καινούριες τους τσάντες και τα χρωματιστά μολύβια δε φαίνονταν και τόσο σπουδαία και ήθελαν να γυρίσουν πίσω στην κούκλα τους,καληνύχτα.

Monday, September 10, 2007

Schooldays,schoolhaze



Τη θυμάμαι την πρώτη μου μέρα στο σχολείο.Με τύφλωνε ο ήλιος του Σεπτέμβρη και ντρεπόμουν,φοβόμουν μήπως δε με συμπαθήσει κανείς.Είχα μια τσάντα που μου αγόρασαν,κόκκινη και μπλε,φτηνή,που δε μου άρεσε αλλά ντρεπόμουν να το πω ι εγώ,αγορρασμένη από ένα βιβλιοχαρτοπωλείο κάπου στη Ν.Σμύρνη,φορούσα τα καλοκαιρινά μου πέδιλα,με είχε λούσει ο πατέρας μου όπως όπως,τα ρούχα απλωμένα στο κρεβάτι,καθαρά εσώρουχα,στην τσάντα 1 μπλε τετράδιο και ένα μολύβι καλοξυσμένο,η μαμά στο νησί δούλευε,ακόμα της κρατάω μια μικρή κακία,δεν ήρθες στην πρώτη μέρα του σχολείου μαμά,δεν ήσουν εκεί να με δεις,δεν της το λέω όμως,ξέρω πως θα βάλει τα κλάματα και δε θέλω να τη βλέπω να κλαίει.Θέλω μόνο να γελάει.

Και ήρθε ή ώρα,και έσφιξα με δύναμη το χέρι του μπαμπά μου,στην άκρη του προαυλίου,βούρκωσα λίγο,λίγο μόνο,και σφίγγοντας του το χέρι του είπα: "είμαι εντάξει,μπορείς να φύγεις τώρα" και προχώρησα προσ τη γραμμή.
Δε θυμάμαι τι κάναμε εκείνη τη μέρα.Δε θα ξεχάσω όμως ποτέ την ανακούφιση που ένιωα όταν μας άφησαν να φύγουμε και τον είδα να περιμένει έξω απ'την πόρτα,χαμογελώντας.


(και ναι,στη διάρκεια της χρονιάς φορούσα σοσόνια όπως της φωτογραφίας,με μπαρέτες από το Μούγερ)

Sunday, September 09, 2007

How Sassy changed my life




Κάποτε υπήρχαν έφηβες.Λάθος,πάντα υπάρχουν έφηβες,μα σήμερα μοιάζουν υπερβολικά γυαλιστερές και γκλάμορους και έχουν άψογους πόρους και πηγαίνουν με τις φίλες τους στα μπουζούκια και έχουν κινητά τηλέφωνα και είναι ενημερωμένες για τα σεξουαλικά δρώμενα,είναι καλά ντυμένες,κλπ κλπ.Ή αυτές είναι μόνο αυτές που βλέπω εγώ.
Βέβαια,το άγχος και οι ορμόνες δεν θα σταματήσουν,όσο υπάρχουν έφηβοι,μα για κάποιους εφήβους,εκεί,το 1991,1992,1993,με τα μαύρα βαμμένα νύχια (που τώρα alas!-ξανακυκλοφόρησέ από τη Chanel!) τους υπερμεγενθυμένους πόρους και τα άχαρα ρούχα,τα άχαρα αποφόρια,τα παλιά πουλόβερ που τσιμπούσαν,υπήρχε μια όαση.Και η όαση αυτή ήταν το περιοδικό Sassy.Που η αρχισυντάκτης αποκαλούσε τις τρεις κύριες συντάκτριες της "Sex",
"Drugs" και 'Rock n Roll",που έδιναν flexidiscs των REM και τα άρθρα ήταν "Μια μέρα με τους Sonic Youth", (των οποίων ο τραγουδιστής είχε αναλάβει τη στήλη με τις συμβουλές),
που μιλούσαν ανοιχτα για τους γκέι έφηβους και άρθρα όπως "Should you lose your virginity?", όταν το αντίποδο Seventeen συγκεντρωνόταν στο τρίπτυχο boys,clothes,makeup,που η Chloe Sevigny πέρασε κάποιους μήνες αρχειοθετώντας,που ο πρωτοεμφανιζόμενος σχεδιαστής Marc Jacobs πρόσφερε ρούχα για τις φωτογραφήσεις,που έμαθε στα κορίτσια να σκέφτονται και να ναι δυνατά και να πεισμώνουν,μακριά απ'το αχόρταγο Κοσμοπόλιταν που προσέφερε συμβουλές για ¨αξέχαστες νύχτες" ,το περιοδικό αυτό αγοράστηκε από ένα μεγαλύτερο όμιλο και έκλεισε το 1994.
Όταν εκατοντάδες κορίτσια είδαν το "νέο" τεύχος στα περίπτερα,ξέσπασαν ταυτόχρονα σε λυγμούς.Και να και μια μαρτυρια.. It was as if a best friend, someone we used to go on pro-choice marches with, staying up late eating Mallomars and talking about vibrators, had turned up after a long trip with a bad case of amnesia — giving us blank looks when we started talking about "restrictive gender roles" and blowing us off to go to the movies with her boyfriend.
Sassy once talked openly about sex, featured interviews with gay teens, exhorted girls to challenge the sexism of parents and teachers, and even suggested that we send complaints to companies that produced offensive products. It ran essays with titles like "9 Things About America That Make Us Want to Scream and Throw Things," comparing Bruce Willis' inflated salaries to teacher's deflated ones, lamenting that "the average woman college grad makes less than the average white male high school grad," and reporting with a shudder that "twenty-five percent of sixth to ninth grade boys in a recent study said that it was okay for a man to force a woman to have sex with him if he had spent money on her." The Sassy reader was light-years away from today's Rules Girl. "Avoid guys who make you feel like you have to play the brainless, dainty bimbo," one article scolded.
Το ξαναθυμήθηκα το περιοδικό αυτό,χθες,καθώς έβλεπε το "My so called life" στο dvd,και ξαναέβαψα τα νύχια μου μαύρα,τιμής ένεκεν.

Friday, September 07, 2007

Νάρκωση


Κάθε μέρα ανακαλύπτω πως οι Έλληνες δεν έχουν παιδεία.Και κάθε μέρα εκπλήσσομαι κι άλλο,μέχρι να δω κάτι ακόμα χειρότερο από τους συμπατριώτες μου.Δεν ξέρω,ίσως ζητάω πολλά.

Απ΄την άλλη,μπορεί να μαι απλά σνομπ.

Η θερμοκρασία πέφτει,φτιάχνω τσάγια,χύνω τσάγια,διαβάζω αστυνομικά του Μάρκαρη,δεν είναι υποχρέωση μου να μαι δούλος σας θέλω να φωνάξω,δεν μπορώ να το κάνω,απομονώνομαι,γράμματα χωρίς αποστολέα,τα ηρεμιστικά των πελατών στα κομοδίνα,βλέπω αφιερώματα στην Άννα Νικόλ Σμιθ,είναι αρρωστημένα,μα συνεχίζω να τα βλέπω,είμαι κι εγώ αρρωστημένη;

Η Αθήνα μου γνέφει,μπα ρε συ,δεν έχω όρεξη,μη μ'αφήνεις μόνη μου,κάποιος δεν απαντάει στο τηλέφωνο,κάποιος σταμάτησε να με σκέφτεται,κάποιος με ξέχασε,και άρχισα να ξεχνάω κι εγώ τον εαυτό μου.

Thursday, September 06, 2007




Let us go then,


you and I,


When the evening is spread out against the sky


Like a patient etherized upon a table;


Let us go, through certain half-deserted streets,


The muttering retreats


Of restless nights in one-night cheap hotels


And sawdust restaurants with oyster-shells:


Streets that follow like a tedious argument


Of insidious intent


To lead you to an overwhelming question. . .


Oh, do not ask, "What is it?" Let us go and make our visit.


In the room the women come and go Talking of Michelangelo.


The yellow fog that rubs its back upon the window-panes


The yellow smoke that rubs its muzzle on the window-panes


Licked its tongue into the corners of the evening


Lingered upon the pools that stand in drains,


Let fall upon its back the soot that falls from chimneys,


Slipped by the terrace, made a sudden leap, 20


And seeing that it was a soft October night


Curled once about the house, and fell asleep.


And indeed there will be time


For the yellow smoke that slides along the street,


Rubbing its back upon the window-panes;


There will be time, there will be time


To prepare a face to meet the faces that you meet;


There will be time to murder and create,


And time for all the works and days of hands


That lift and drop a question on your plate;


30 Time for you and time for me,


And time yet for a hundred indecisions


And for a hundred visions and revisions


Before the taking of a toast and tea.


In the room the women come and go Talking of Michelangelo.


And indeed there will be time


To wonder, "Do I dare?" and, "Do I dare?"


Time to turn back and descend the stair,


With a bald spot in the middle of my hair—


40 [They will say: "How his hair is growing thin!"]


My morning coat, my collar mounting firmly to the chin,


My necktie rich and modest, but asserted by a simple pin—


[They will say: "But how his arms and legs are thin!"]


Do I dare Disturb the universe?


In a minute there is time


For decisions and revisions


which a minute will reverse.


For I have known them all already, known them all;


Have known the evenings, mornings, afternoons,


50 I have measured out my life with coffee spoons;


I know the voices dying with a dying fall


Beneath the music from a farther room. So how should I presume?


And I have known the eyes already, known them all—


The eyes that fix you in a formulated phrase


And when I am formulated, sprawling on a pin,


When I am pinned and wriggling on the wall,


Then how should I begin To spit out all the butt-ends of my days and ways?


And how should I presume?


And I have known the arms already, known them all—


Arms that are braceleted and white and bare


[But in the lamplight, downed with light brown hair!]


s it perfume from a dress That makes me so digress?


Arms that lie along a table, or wrap about a shawl.


And should I then presume? And how should I begin? . . . .


.Shall I say, I have gone at dusk through narrow streets


And watched the smoke that rises from the pipes


Of lonely men in shirt-sleeves, leaning out of windows? . . .


I should have been a pair of ragged claws Scuttling across the floors of silent seas. . . . . .And the afternoon, the evening, sleeps so peacefully!


Smoothed by long fingers, Asleep . . . tired . . . or it malingers,


Stretched on the floor, here beside you and me.


Should I, after tea and cakes and ices,


Have the strength to force the moment to its crisis?


80 But though I have wept and fasted, wept and prayed,


Though I have seen my head (grown slightly bald) brought in upon a platter,


I am no prophet–and here's no great matter;


I have seen the moment of my greatness flicker,


And I have seen the eternal Footman hold my coat,


and snicker,


And in short, I was afraid.


And would it have been worth it,


after all,


After the cups, the marmalade, the tea,


Among the porcelain, among some talk of you and me,


Would it have been worth while, 90 To have bitten off the matter with a smile,


To have squeezed the universe into a ball


To roll it toward some overwhelming question




, To say: "I am Lazarus, come from the dead,


Come back to tell you all, I shall tell you all"


If one, settling a pillow by her head,


Should say, "That is not what I meant at all. That is not it, at all."


And would it have been worth it, after all,


Would it have been worth while, 100 After the sunsets and the dooryards and the sprinkled streets,


After the novels, after the teacups, after the skirts that trail along the floor


— And this, and so much more?—


It is impossible to say just what I mean!


But as if a magic lantern threw the nerves in patterns on a screen:


Would it have been worth while


If one, settling a pillow or throwing off a shawl,


And turning toward the window, should say:


"That is not it at all, That is not what I meant, at all." 110 . . . . .No! I am not Prince Hamlet, nor was meant to be;


Am an attendant lord, one that will do


To swell a progress, start a scene or two


Advise the prince; no doubt, an easy tool,


Deferential, glad to be of use, Politic, cautious, and meticulous;


Full of high sentence, but a bit obtuse;


At times, indeed, almost ridiculous—


Almost, at times, the Fool. I grow old . . . I grow old . . . 1 I shall wear the bottoms of my trousers rolled.


Shall I part my hair behind? Do I dare to eat a peach?


I shall wear white flannel trousers, and walk upon the beach.


I have heard the mermaids singing, each to each.


I do not think they will sing to me.


I have seen them riding seaward on the waves


Combing the white hair of the waves blown back


When the wind blows the water white and black.


We have lingered in the chambers of the sea


By sea-girls wreathed with seaweed red and brown 130 Till human voices wake us, and we drown. [1915]




Γιατί καμιά φορά,όταν δε σου χει μείνει τίποτα,τίποτα απολύτως,υπάρχει έστω και ένα ποίημα.Έστω και με κακή στίξη,λίγο στριμωγμένο,λίγο μπερδεμένο,μα κάτι.

Tuesday, September 04, 2007

Καληνύχτα,μικρό μου κοριτσάκι...


Μια Κυριακή στην Κοκκινιά

στην παιδική μου γειτονιά

είδα μια γριά χοντρομπαλού

που ο νους της έτρεχε αλλού


Την κοίταξα

σαν κουκουβάγια σε μπαχτσέ

και μου πε με φωνή θολή

που μάνα θύμιζε,τρελή



«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό

αιώνες πριν απ'το Χριστό.

ούσα καλά κι ευχάριστα

ι έπαιρνα μόνο άριστα.


Μα σαν προχώρησε ο καιρός

έγινε ο κόσμος μοχθηρός

και με βατέψανε,

που λες,αράδα βάρβαρες φυλές


Σελτζούκοι Σλάβοι Ενετοί

λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί

Τότε κατάλαβα γιατί

καμένο ήμουνα χαρτί

δίχως χαρά δίχως γιορτή


ιγά σιγά και ταπεινά

μ'αγώνες και με βάσανα

καινούργια έβγαλα φτερά

μα ήρθαν τα χειρότερα


Είδα το ίδια μου παιδιά

να δίνουν σ'άλλους τα κλειδιά

και με χιλιάδες ψέματα

με προδοσίες κι αίματα

να μου απαράζουν την καρδιά"


Γι' αυτό μια νύχτα σκοτεινή

θ'ανέβω στην Καισαριανή

με κουρασμένα βήματα

να κλάψω για τα θύματα

στ'αραχνιασμένα μνήματα


Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό

αντίκρυ στον Λυκαβηττό

μικρό κεράκι θα κρατώ

να φέγγει χρόνους εκατό» (μα πολύ αμφιβάλλω πως θα σε αφήσουν να κοιμηθείς ήρεμα,με τις άγριες φωνές τους,παρόλα τα νανουρίσματα του Νίκου Γκάτσου...)

Sunday, September 02, 2007

Το φεγγάρι είναι πράσινο το ποτάμι είναι βαθύ



Ψέματα.Το φεγγάρι είναι κατακόκκινο απόψε.

Σα να ναι θυμωμένο.Με μένα με σένα με όλους.Και κυρίως με την κατάντια μας.

Μετά από καιρό τραγούδησα."Έλα αγάπη μου και χόρεψε ίσα μ' αύριο το πρωί".Έβαλα σε τάξη βιβλία έκανα αρχειοθέτηση πέταξα κάτι όνειρα σκόρπια.Το τσάι ήταν δυνατό και δεν το γλύκανα απόψε.Χαίρομαι που είμαι μακριά απ'τον παραλογισμό.Που μπορώ να βλέπω τα σύννεφα να σκεπάζουν το θυμωμένο φεγγάρι.Και ίσως και να δα και μια κηλίδα αίμα μέσα του.

μα πάντα ήσουν ξένη σε αυτή τη χώρα,φιλοξενούμενη,περαστική.Μια στάση,όπως μια στάση του ΚΤΕΛ στη μέση του πουθενά για ένα τσιγάρο και πάλι πορεία.

Με μια παλιά μάλλινη φανέλα,ένα παλιό βλέμμα και καμιά ενοχή,έλα αγάπη μου και χόρεψε,ίσα με αύριο το πρωί.

Saturday, September 01, 2007

Πρέβεζα

Θάνατος ειναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους
και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονοματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα
,θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ'ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.

[Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπουςένας πέθαινε απο αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμένοι, με σεμνούς τρόπους,θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία]

Αν και το μέρος που ζω,είναι διαφορετικό από κάθε μικρή πόλη,δεν μπορείς παρά να νιώσεις έτσι,καμιά φορά..και τότε θυμάσαι την Πρέβεζα του Καρυωτάκη..