Μια Κυριακή στην Κοκκινιά
στην παιδική μου γειτονιά
είδα μια γριά χοντρομπαλού
που ο νους της έτρεχε αλλού
Την κοίταξα
σαν κουκουβάγια σε μπαχτσέ
και μου πε με φωνή θολή
που μάνα θύμιζε,τρελή
«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ'το Χριστό.
ούσα καλά κι ευχάριστα
ι έπαιρνα μόνο άριστα.
Μα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε,
που λες,αράδα βάρβαρες φυλές
Σελτζούκοι Σλάβοι Ενετοί
λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί
Τότε κατάλαβα γιατί
καμένο ήμουνα χαρτί
δίχως χαρά δίχως γιορτή
ιγά σιγά και ταπεινά
μ'αγώνες και με βάσανα
καινούργια έβγαλα φτερά
μα ήρθαν τα χειρότερα
Είδα το ίδια μου παιδιά
να δίνουν σ'άλλους τα κλειδιά
και με χιλιάδες ψέματα
με προδοσίες κι αίματα
να μου απαράζουν την καρδιά"
Γι' αυτό μια νύχτα σκοτεινή
θ'ανέβω στην Καισαριανή
με κουρασμένα βήματα
να κλάψω για τα θύματα
στ'αραχνιασμένα μνήματα
Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό
αντίκρυ στον Λυκαβηττό
μικρό κεράκι θα κρατώ
να φέγγει χρόνους εκατό» (μα πολύ αμφιβάλλω πως θα σε αφήσουν να κοιμηθείς ήρεμα,με τις άγριες φωνές τους,παρόλα τα νανουρίσματα του Νίκου Γκάτσου...)
No comments:
Post a Comment