Γόβα στιλέτο . . .
στο γκέτο που είπα ζωή μου ζητώ την τροφή μου
Βόλτα θηρίου . . .
αχόρταγου κι άνευ ορίου στον τρόμο του βίου
Κλείνω κι αφήνω . . .
σημάδι αιχμηρό στο χαλί μου μιλάω στο σκυλί μου
Πάνω τους μπέμπα . . .
θα κλάψει η πλέμπα και φέτο με γόβα στιλέτο
Γόβα στιλέτο . . .
μπαλέτο οι φόβοι τα φίδια στα σάπια σανίδια
Βόλτα στη φρίκη . . .
μπροστά σου το κάθε σκουλήκι να θέλει τα ίδια
Κλείνω και πίνω . . .
τεκίλα κι αλάτι ζωή μου στο μαύρο παλάτι
Πάνω τους μάγκα . . .
θα πέσουνε φράγκα και φέτο με γόβα στιλέτο
Φοβάμαι μονάχα μια μέρα πως θα 'ναι αργά
. . .Γόβα του γάμου . . .
μεγάλο έγκλημά μου στιλέτο εγώ στην καρδιά μου
Βόλτα δικιά μου . . .
σουγιάς στα κλειδιά μου παλιά σκοτεινή μυρωδιά μου
Κλείνω και δίνω . . .
φιλιά δολοφόνου του πόνου το χτύπημα στρέτο
Πάνω στο στρώμα . . .
θα γίνουμε λιώμα και φέτο με γόβα στιλέτο
Φοβάμαι μονάχα μια μέρα πως θα 'ναι αργά
. . .Γόβα στιλέτο . . .
στο γκέτο που είπα ζωή μου ζητώ την τροφή μου
Βόλτα θηρίου . . .
αχόρταγου κι άνευ ορίου στον τρόμο του βίου
Κλείνω κι αφήνω . . .
σημάδι αιχμηρό στο χαλί μου μιλάω στο σκυλί μου
Πάνω τους γάτα . . .
στα νύχια περπάτα ψυχή μου και φέτο ΜΕ ΓΟΒΑ ΣΤΙΛΕΤΟ . . .
Ακόμα και αν περπατάς ξυπόλητη,λίγο φοβισμένη,σα να μπαίνεις στη θάλασσα με βήματα μπαλαρίνας ακουμπώντας στην υγρή άμμο,ένα θηρίο άνευ ορίου,όντως,και ας έρχονται οι τρομακτικές γιορτές,κι ας βαριέσαι θανάσιμα τα Σάββατα μέσα στους δρόμους και πεθύμησες ένα βραδυ στα πεζοδρόμια,τα χέρια απλωμένα το σφουγγάρι βουτηγμένο στη χολή,αυτοί οι στίχοι του Κραουνάκη..
Wednesday, November 28, 2007
Tuesday, November 27, 2007
Monday, November 26, 2007
Απόγευμα
Κι ήταν ένα τόσο όμορφο μαγιάτικο απόγευμα κι εσύ άλλη παντρευόσουν σαν καθήκον έκανα το δώρο σου με αγάπη μεγάλη πήγα στο γλέντι στο στρώσιμο του κρεβατιού τα όμορφα μάτια σου τα χέρια σου που χαν σκληρύνει κι είχα ντυθεί σα να γιόρταζα κι εγώ σε κάποιου άλλου τη γιορτή και χαμογελούσα πετώντας τα λουλούδια στο στρώμα σε κοίταζα με την άκρη του ματιού ίσως και να σουν στα μαύρα ντυμένος το αεράκι κουνούσε τα φύλλα ήθελα να κλαίω ασταμάτητα δεν το έκανα πρέπει πρέπει πρέπει όλα ανθισμένα στο προαύλιο της στολισμένης εκκλησίας κοιτούσα τους αστραγάλους μου και σε σκεφτόμουν άλλη άλλη άλλη κι εγώ μόνο εσένα αγάπησα από παιδί από παιδί ακόμα έπρεπε εγώ να είμαι στο πλάι σου και έτσι δεν έγινε μα χαμογελούσα και ας σπάραζε το πρόσωπο περίμενα πως θα ρθεις να με βρεις έστω για δυο λόγια τυπικά τι θα έλεγες αν ερχόσουν δε θέλω να το ξέρω δε θέλω να το μάθω ποτέ πονούσα ήθελα να βάλω το πρόσωπο μέσα στις παλάμες να κρυφτώ
δεν αντέχω τι να κάνω έχω κι έναν εγωισμό
μα σ αγαπούσα από παιδί ακόμα
η πρώτη νύχτα του γάμου σου το τρυφερό σου δέρμα στα σεντόνια τα χέρια σου τα χέρια σου
κι εγώ μόνη στο παγκάκι της εκκλησίας στην αυλή
κι έλεγα ψέματα στην εικόνα πως δε σε αγαπούσα δε με πίστεψε έγινα ψεύτρα και δειλή
ένα δέντρο φωτισμένο με γιρλάντες συντροφιά μου κι ούτε ένα ποτήρι νερό δε μου έδωσες και ακόμα εγώ σε αγαπούσα
δεν αντέχω τι να κάνω έχω κι έναν εγωισμό
μα σ αγαπούσα από παιδί ακόμα
η πρώτη νύχτα του γάμου σου το τρυφερό σου δέρμα στα σεντόνια τα χέρια σου τα χέρια σου
κι εγώ μόνη στο παγκάκι της εκκλησίας στην αυλή
κι έλεγα ψέματα στην εικόνα πως δε σε αγαπούσα δε με πίστεψε έγινα ψεύτρα και δειλή
ένα δέντρο φωτισμένο με γιρλάντες συντροφιά μου κι ούτε ένα ποτήρι νερό δε μου έδωσες και ακόμα εγώ σε αγαπούσα
Sunday, November 25, 2007
Τι απέγιναν;
Τι απέγιναν εκείνα τα δειλά αγόρια με τα όμορφα καστανά μάτια που ντροπαλά,κρατούσαμε ο ένας το χέρι του άλλου κρυμμένοι στις σκάλες καπνίζοντας μοιρασμένα τσιγάρα,με λευκά χέρια,και δε μιλούσαμε γιατί φοβόμασταν τι θα γινόταν αν,αν,αν...
Saturday, November 24, 2007
Τουλίπες
22 Νοεμβρίου δολοφονία προέδρου Κέννεντυ.Και τρόμαξαν.Κρυώνω και δεν έχω παλτό-τρομάζω στο κρύο,δεν είμαι εγώ ο Γιώργος που αγαπούσες μια φορά,η Μπλανς Ντυμπουά στη μπανιέρα με τουλίπες αίματος να βγαίνουν μέσα απ'το νερό,να κοιμηθώ στο πάτωμα να κλείσω και τα μάτια,παίρνω έναν εσπρέσσο,όταν περπατάω δεν είμαι στην Αθήνα,από καιρό έχω πάψει να διαβάζω,στο όνειρό μου ένα ζευγάρι σπασμένα πέδιλα και ένα λευκό φουστάνι,Άκης Πάνου και η φωνή του Στέλιου,στο θολωμένο μου μυαλό,στα θολωμένα μου βλέφαρα,Κασσάνδρες,κι ούτε ένα σινεμά δεν πήγαμε,τα σώματα πάγωναν απ'την αμηχανία,συνήθισα να κοιμάμαι μόνη,να επαληθεύω χρησμούς,να παραμιλάω στους πυρετούς της δημιουργίας,δεν πήγαμε ούτε έναν περίπατο να φοβάμαι το σκοτάδι και να μου λες,κουράγιο,φτάνουμε.
Friday, November 23, 2007
Wednesday, November 21, 2007
Η ξένη πόλη
Σοκολάτα με κανέλλα.Έπιασαν κρύα.Ο ουρανός απειλητικός.
Που πήγαν οι γλάροι;Τα κομμένα μου δάχτυλα στο πληκτρολόγιο.Και τα δειλινά,μια φωνή,μου ψιθυρίζει,μυστικά,δε θα γυρίσεις πια.Αρρωστημένες αναπνοές.Ποτέ δεν έμαθα να ζωγραφίζω.
Όταν άρχισα να ξεχνάω,είπα τα μυστικά μου σε έναν κορμό δέντρου.Ξαναδιαβάζω τις "Στάχτες της Άντζελα".Ξαναδιαβάζω τη Θύελλα του Σαίξπηρ.Ξαναδιαβάζω παλιά προγράμματα του Εθνικού.
Βλέπω παράξενα όνειρα που δε θυμάμαι το πρωί.Νομίζω,φευγαλέα,πως βλέπω το πρόσωπό σου,το ειρωνικά σηκωμένο σου φρύδι.
Είμαι μετανάστης στον ίδιο μου τον τόπο.με ξεχνούν οι συγγενείς,οι φίλοι,οι γνωστοί.
Μεσημέρια ακούω τις τηλεοράσεις των γειτόνων.Με στριφογυρίζει μια κόκκινη κορδέλα.
Θα λυθούν τα μάγια στην επόμενη πανσέληνο.Παντρεύομαι τη μοναξιά μου και αλλάζω τα στέφανα με τους λεμονανθούς,μάνα νύφη και γαμπρός,στην εκκλησία όλοι οι καλεσμένοι φαντάσματα κι τα προσκλητήρια τυπωμένα με αίμα.
Το ουρλιαχτό ενός σκύλου.Σιωπή.
Που πήγαν οι γλάροι;Τα κομμένα μου δάχτυλα στο πληκτρολόγιο.Και τα δειλινά,μια φωνή,μου ψιθυρίζει,μυστικά,δε θα γυρίσεις πια.Αρρωστημένες αναπνοές.Ποτέ δεν έμαθα να ζωγραφίζω.
Όταν άρχισα να ξεχνάω,είπα τα μυστικά μου σε έναν κορμό δέντρου.Ξαναδιαβάζω τις "Στάχτες της Άντζελα".Ξαναδιαβάζω τη Θύελλα του Σαίξπηρ.Ξαναδιαβάζω παλιά προγράμματα του Εθνικού.
Βλέπω παράξενα όνειρα που δε θυμάμαι το πρωί.Νομίζω,φευγαλέα,πως βλέπω το πρόσωπό σου,το ειρωνικά σηκωμένο σου φρύδι.
Είμαι μετανάστης στον ίδιο μου τον τόπο.με ξεχνούν οι συγγενείς,οι φίλοι,οι γνωστοί.
Μεσημέρια ακούω τις τηλεοράσεις των γειτόνων.Με στριφογυρίζει μια κόκκινη κορδέλα.
Θα λυθούν τα μάγια στην επόμενη πανσέληνο.Παντρεύομαι τη μοναξιά μου και αλλάζω τα στέφανα με τους λεμονανθούς,μάνα νύφη και γαμπρός,στην εκκλησία όλοι οι καλεσμένοι φαντάσματα κι τα προσκλητήρια τυπωμένα με αίμα.
Το ουρλιαχτό ενός σκύλου.Σιωπή.
Monday, November 19, 2007
Σάββατα στα προάστεια
τα πρωινά ξυπνούν αργά.Οι νοικοκυρές κάνουν δουλειές.Η κίνηση ανυπόφορη.Τσιγάρα στα μπαλκόνια απο δίπλα.Κάποια χτεσινά μεθύσια.
Το δωμάτιό μου είναι ζεστό πια.Φόρεσα τη φούστα με τα τριαντάφυλλα και βγήκα έξω με τη βροχή.Άκουσα τραγούδια.Σουγιούλ,τη Νάπολη,Τρελαίνομαι,Κι ούτε ένας άνθρωπος,Χρόνια Σαν Τριαντάφυλλα,ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα,δακρυσα,ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Ντάουν στο κοινό μου χαμογέλασε,χαμογέλασα κι εγώ.
Παρλάτες,κοστούμια,γέλασα.Ο Νανούρης μου θυμίζει τον Όσκαρ Ουάιλντ.Ζακ Μπρελ και τρέμω.Η κυρία δίπλα μου είναι νευρωτική.Δε με νοιάζει.Ομόνοια Πλαζ,ο Φλερύ,μυρωδιά βότκα στο ποτήρι,Χιώτης,θυμάσαι;Θυμάσαι;
Μπα,εσύ σνόμπαρες το Χιώτη και εκνευριζόσουν με το καινούριο κούρδισμα.Ε,και;
Έβρεχε στο γυρισμό.Ζεστό δωμάτιο.Παγωμένα πόδια.Στα προάστια νεκρική ησυχία.
Κάποτε ήταν η Ελλάδα μια κούκλα..
Το δωμάτιό μου είναι ζεστό πια.Φόρεσα τη φούστα με τα τριαντάφυλλα και βγήκα έξω με τη βροχή.Άκουσα τραγούδια.Σουγιούλ,τη Νάπολη,Τρελαίνομαι,Κι ούτε ένας άνθρωπος,Χρόνια Σαν Τριαντάφυλλα,ο πασατέμπος σου για να περνάει η ώρα,δακρυσα,ένα κοριτσάκι με σύνδρομο Ντάουν στο κοινό μου χαμογέλασε,χαμογέλασα κι εγώ.
Παρλάτες,κοστούμια,γέλασα.Ο Νανούρης μου θυμίζει τον Όσκαρ Ουάιλντ.Ζακ Μπρελ και τρέμω.Η κυρία δίπλα μου είναι νευρωτική.Δε με νοιάζει.Ομόνοια Πλαζ,ο Φλερύ,μυρωδιά βότκα στο ποτήρι,Χιώτης,θυμάσαι;Θυμάσαι;
Μπα,εσύ σνόμπαρες το Χιώτη και εκνευριζόσουν με το καινούριο κούρδισμα.Ε,και;
Έβρεχε στο γυρισμό.Ζεστό δωμάτιο.Παγωμένα πόδια.Στα προάστια νεκρική ησυχία.
Κάποτε ήταν η Ελλάδα μια κούκλα..
Sunday, November 18, 2007
Ο χρόνος πολλά σβήνει
Και από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι,πολύ Γκούτσι,πολύ Πράντα,πολύ τζιπ,πολύ πούρο..πειράζει που νιώθω μια θλίψη;
Wednesday, November 14, 2007
ginger cookies
Μερικοί φίλοι με ξαναθυμούνται.Σκέφτομαι πως ποτέ δε ζήλεψα ομορφιές και παραστήματα,ή εραστές άλλων.
Ζήλεψα τα γράμματα των μουσικών,σαν καλλιγραφία,συνηθισμένα από το πεντάγραμμο τα χέρια,να γράφουν τρυφερά νότες σαν αχιβάδες.
ξυπνάω φοβισμένη από τον ιδρώτα με κροτάφους κρύους.Ψάχνω να βρω μια γωνιά ζεστή στο σκέπασμα.Ο Στάλιν καραδοκεί.Στην Αγ.Πετρούπολη δεν είναι ασφαλής η νύχτα.
Σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου ίσως και να ναι.Μου έλεγαν να γυρίσω πίσω γιατί δε νοιαστεί κανένας στο Βορρά.και γύρισα,και πάλι δε νοιάστηκε κανένας.
Ο Φελλίνι καλεί στη σκηνή τους ήρωες κάτω απ'τη μουσική του Ρότα.Η Τσινετσιτά γκρεμίζεται σα σε ντόμινο.Η μάμμα Ρόμα στο μπακάλικο.
Μερικοί φίλοι έχουν επιτυχία.
Κόβω τα μαλλιά μου,τα ακουμπάνε πάνω στον ασημένιο δίσκο και χαράζψ,αφηρημένα,κύκλους σαν αυτούς του Σολομώντα.
Ζήλεψα τα γράμματα των μουσικών,σαν καλλιγραφία,συνηθισμένα από το πεντάγραμμο τα χέρια,να γράφουν τρυφερά νότες σαν αχιβάδες.
ξυπνάω φοβισμένη από τον ιδρώτα με κροτάφους κρύους.Ψάχνω να βρω μια γωνιά ζεστή στο σκέπασμα.Ο Στάλιν καραδοκεί.Στην Αγ.Πετρούπολη δεν είναι ασφαλής η νύχτα.
Σ' αυτή τη γωνιά του κόσμου ίσως και να ναι.Μου έλεγαν να γυρίσω πίσω γιατί δε νοιαστεί κανένας στο Βορρά.και γύρισα,και πάλι δε νοιάστηκε κανένας.
Ο Φελλίνι καλεί στη σκηνή τους ήρωες κάτω απ'τη μουσική του Ρότα.Η Τσινετσιτά γκρεμίζεται σα σε ντόμινο.Η μάμμα Ρόμα στο μπακάλικο.
Μερικοί φίλοι έχουν επιτυχία.
Κόβω τα μαλλιά μου,τα ακουμπάνε πάνω στον ασημένιο δίσκο και χαράζψ,αφηρημένα,κύκλους σαν αυτούς του Σολομώντα.
Monday, November 12, 2007
Εις μνήμην Μ.Κ
Μια μέρα γκρίζα μα ο καφές ήταν ζεστός,βάλσαμο,και η κοιλιά της πόλης ευπρόσδεκτη.
Γυμνοπαιδιές του Satie σε έναν πρώην καφενέ.Αγόρασα βιβλία.Ένα κείμενο αφιερωμένο σε εκείνην,το δεύτερο που βρίσκω.Δεν παντρεύτηκε.Δεν ήταν όμορφη.Μα αγάπησε και αγαπήθηκε.Έμεινε σε μια από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου,στην Ερμούπολη της Σύρου,βέρα Συριανή.Δεν τη γνώρισα ποτέ.Έλεγαν πως ήταν υπέροχη.Ζωγράφιζε υπέροχα,διάβαζε,μιλούσε,γελούσε.Ήταν καλή φίλη της οικογενείας,σε εκείνο το μαγικό νησί.
Δεν ζει πια.Δεν θυμάμαι από τι πέθανε.Ήταν έλεγαν,σπουδαία.
Θυμάμαι και σκέφτομαι μήλα.Παλιά η μάνα μου έφτιαχνε κομπόστα μήλο.Τη μισούσα.Την κομπόστα μήλο.
Σήμερα είναι κακοδιάθετη και κουρασμένη και δε μου μιλάει.Νιώθω σα να φταίω.Σα να φταίω που υπάρχω μέσα στα πόδια της.
Ο πατέρας μου κάτι λέει για το Τείχος του Βερολίνου.Ήταν εκεί όταν χτιζόταν.Πέρασαν 18 χρόνια από τότε που έπεσε,πότε πέρασαν τα ρημάδια αναρωτιέται.
Εγώ σκέφτομαι,αν είναι η αγάπη έγκλημα,έχω εγκληματίσει.
Κόκκινο φόρεμα,σάπιο μήλο.Μόνο οι γυναίκες του δρόμου έχουν κόκκινα μαλλιά μου πες στα 16.
Δεν στο έχω συγχωρήσει.Ορφάνεψα,λέω καμιά φορά,ορφάνεψα.
Εις μνήμην Μ.Κ
Γυμνοπαιδιές του Satie σε έναν πρώην καφενέ.Αγόρασα βιβλία.Ένα κείμενο αφιερωμένο σε εκείνην,το δεύτερο που βρίσκω.Δεν παντρεύτηκε.Δεν ήταν όμορφη.Μα αγάπησε και αγαπήθηκε.Έμεινε σε μια από τις πιο όμορφες πόλεις του κόσμου,στην Ερμούπολη της Σύρου,βέρα Συριανή.Δεν τη γνώρισα ποτέ.Έλεγαν πως ήταν υπέροχη.Ζωγράφιζε υπέροχα,διάβαζε,μιλούσε,γελούσε.Ήταν καλή φίλη της οικογενείας,σε εκείνο το μαγικό νησί.
Δεν ζει πια.Δεν θυμάμαι από τι πέθανε.Ήταν έλεγαν,σπουδαία.
Θυμάμαι και σκέφτομαι μήλα.Παλιά η μάνα μου έφτιαχνε κομπόστα μήλο.Τη μισούσα.Την κομπόστα μήλο.
Σήμερα είναι κακοδιάθετη και κουρασμένη και δε μου μιλάει.Νιώθω σα να φταίω.Σα να φταίω που υπάρχω μέσα στα πόδια της.
Ο πατέρας μου κάτι λέει για το Τείχος του Βερολίνου.Ήταν εκεί όταν χτιζόταν.Πέρασαν 18 χρόνια από τότε που έπεσε,πότε πέρασαν τα ρημάδια αναρωτιέται.
Εγώ σκέφτομαι,αν είναι η αγάπη έγκλημα,έχω εγκληματίσει.
Κόκκινο φόρεμα,σάπιο μήλο.Μόνο οι γυναίκες του δρόμου έχουν κόκκινα μαλλιά μου πες στα 16.
Δεν στο έχω συγχωρήσει.Ορφάνεψα,λέω καμιά φορά,ορφάνεψα.
Εις μνήμην Μ.Κ
Friday, November 09, 2007
όμορφη πόλη;
Δεν ξέρω τι να ακούσω τα πρωινά.Ο καφές δε με ξυπνάει πια.Ούτε το κρύο νερό.Τα χείλια βουβά.Πράσινο παντού και μαρμελάδα blueberry και μια τσαγιέρα στον ουρανό.Να στροβιλίζεται,να αιωρείται,σε έναν ουρανό πάνω από το Κέμπριτζ.Οι κοιτώνες του κολλεγιου βουβοί και αυτοί.Πατούσα στα παρτέρια.Κρυφοκοίταζα απ'τα παράθυρα.Απαγορευόταν.
Ήμουν ευτυχισμένη.Είχα ρίξει ένα κέρμα στον Καμ και μου έκλεισε το μάτι ο Φελλίνι από ψηλά.Τα χέλια κοιμόντουσαν και ξέχασα τον εφιάλτη από τη σκηνή του βιβλίου του Γκύντερ Γκρας που με φόβιζε και έσβηνε το καντήλι στο τζάκι τα βράδια.Ξυπνούσα με κραυγές.
Δεν ήταν οι δικές μου.
Το πρωί εκείνο το τζίντζερ μου γαργάλισε τη γλώσσα από εκείνο το φούρνο.boots και μια βρεφική κρέμα και το κραγιόν rouge noir,chanel.Μιλούσαν με έντονη προφορά της περιοχής.Μου άρεσε.Κατέβαινα για πρωινό και μου έλεγες,α,ναι,μύρισα το άρωμά σου.Amarige του Givenchy.Δώρο της μάνας κάποια Χριστούγεννα.Είχε μυρίσει τον καρπό μου.Είχε χαμογελάσει.Στο δρόμο για το σπίτι τα χείλη της ήταν ελεύθερα.Ο αέρας ήταν φρέσκος και έκαιγαν τζάκια.Της είχα πιάσει το χέρι.Μαμά;Κλαις μαμά;Μίλησέ μου μαμά.
Μαμά;
Λίγη ποίηση το βράδυ.Δε με νοιάζει πια.Ένας κοκκινολαίμης μικρός μικρός στη χούφτα μου ορφανός,πάει να βρει τη μάνα μου στο κρεβάτι που κοιμόταν κορίτσι,στο μπρούντζο επάνω.
Το πρωί ένα αόρατο χέρι άναψε τη φωτιά στο τζάκι.
Ήμουν ευτυχισμένη.Είχα ρίξει ένα κέρμα στον Καμ και μου έκλεισε το μάτι ο Φελλίνι από ψηλά.Τα χέλια κοιμόντουσαν και ξέχασα τον εφιάλτη από τη σκηνή του βιβλίου του Γκύντερ Γκρας που με φόβιζε και έσβηνε το καντήλι στο τζάκι τα βράδια.Ξυπνούσα με κραυγές.
Δεν ήταν οι δικές μου.
Το πρωί εκείνο το τζίντζερ μου γαργάλισε τη γλώσσα από εκείνο το φούρνο.boots και μια βρεφική κρέμα και το κραγιόν rouge noir,chanel.Μιλούσαν με έντονη προφορά της περιοχής.Μου άρεσε.Κατέβαινα για πρωινό και μου έλεγες,α,ναι,μύρισα το άρωμά σου.Amarige του Givenchy.Δώρο της μάνας κάποια Χριστούγεννα.Είχε μυρίσει τον καρπό μου.Είχε χαμογελάσει.Στο δρόμο για το σπίτι τα χείλη της ήταν ελεύθερα.Ο αέρας ήταν φρέσκος και έκαιγαν τζάκια.Της είχα πιάσει το χέρι.Μαμά;Κλαις μαμά;Μίλησέ μου μαμά.
Μαμά;
Λίγη ποίηση το βράδυ.Δε με νοιάζει πια.Ένας κοκκινολαίμης μικρός μικρός στη χούφτα μου ορφανός,πάει να βρει τη μάνα μου στο κρεβάτι που κοιμόταν κορίτσι,στο μπρούντζο επάνω.
Το πρωί ένα αόρατο χέρι άναψε τη φωτιά στο τζάκι.
Wednesday, November 07, 2007
Ναυάγιο
ντόκος
ταρσανάς
μουράγιο
σκαριά
ένας γλάρος πετάει χαμηλά
σημάδι πως ο καιρός θα αλλάξει
χριστούγεννα σε πλώρες και πρύμνες
λέξεις που χα χρόνια να ακούσω
δυο νύχτες χωρίς φρύδια μάισσες με δρεπάνια
στεριά και αρμύρα με τραβάνε από δυο άκρα
κι εγώ ένα ναυάγιο στα ανοιχτά
στην Αχερουσία Λίμνη πλέω έρημο κατάρτι
ταρσανάς
μουράγιο
σκαριά
ένας γλάρος πετάει χαμηλά
σημάδι πως ο καιρός θα αλλάξει
χριστούγεννα σε πλώρες και πρύμνες
λέξεις που χα χρόνια να ακούσω
δυο νύχτες χωρίς φρύδια μάισσες με δρεπάνια
στεριά και αρμύρα με τραβάνε από δυο άκρα
κι εγώ ένα ναυάγιο στα ανοιχτά
στην Αχερουσία Λίμνη πλέω έρημο κατάρτι
Monday, November 05, 2007
Το πλοίο είχε το όνομα Πατρίδα
Πόσο θέλω να πάω μια βόλτα στο Λαύριο και να δω τα φορτηγά να φορτώνονται αγκομαχώντας στο φέρυ,τις μπλε κουβέρτες του πλοίου και τη μυρωδιά του λιμανιού.
Το Λαύριο μυρίζει διαφορετικά από τον Πειραιά.Μυρίζει εγκατάλειψη και σαπίλα και το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που περιμένει,κακόγουστο,στην έξοδο.
Το σπιτάκι στις ράγες του τραίνου-μάλλον το παλιό γραφείο του κλειδοκράτορα των γραμμών.Θα ήθελα να μένω εκεί-διπλα σε αυτό το μαγαζί,ή πινακίδα που λέγεται "ταρσανάς"-δε θυμάμαι τι ακριβώς,παράξενο,τα θυμάμαι αυτά συνήθως.
Τα όνειρα σπάνια βγαίνουν αληθινά.Ονειροφαντασιές,μα αλλιώς η ζωή μας θα γίνει μια διαρκής έκπτωση πάνω στη καρέκλα του ψυχιάτρου.
Αυτός θα κάθεται σε μια καρέκλα και θα παίζει με το στυλό που του έκαναν δώρο οι φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι και θα αποφεύγει να σε κοιτάξει στα μάτια.Στο λόμπυ θα έχει ένα σταθμό με αδιάφορα τραγούδια,πολύ ζέστη,ξεφτισμένα περιοδικά με σελίδες που λείπουν και χαρτομάντιλα από το Lidl.
Ω,αλοίμονο,δε ζητάω πολυτέλεια.Ζητάω να με κοιτούν στα μάτια.
Μα αυτή είναι ίσως,η μεγαλύτερη πολυτέλεια από όλα.
Μια Κυριακή σούρουπο θα με πας στο Λαύριο και θα καθόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο,θα κοιτάμε τα φέρυ να φορτώνουν και θα πίνουμε τσάι από το παλιό κόκκινο θερμός.
Τα παράσιτα από το ραδιόφωνο θα γκρινιάζουν και τα Μεσόγεια θα μας πλακώνουν απειλητικά,μα δε θα μας νοιάζει.
Έτσι,κουτσή μου νεράιδα;
Υ.Γ(Εμπνευσμένο κάπως,από το τραγούδι του Γιάννη Σπανού,"το πλοίο είχε όνομα πατρίδα")
Το Λαύριο μυρίζει διαφορετικά από τον Πειραιά.Μυρίζει εγκατάλειψη και σαπίλα και το λεωφορείο του ΚΤΕΛ που περιμένει,κακόγουστο,στην έξοδο.
Το σπιτάκι στις ράγες του τραίνου-μάλλον το παλιό γραφείο του κλειδοκράτορα των γραμμών.Θα ήθελα να μένω εκεί-διπλα σε αυτό το μαγαζί,ή πινακίδα που λέγεται "ταρσανάς"-δε θυμάμαι τι ακριβώς,παράξενο,τα θυμάμαι αυτά συνήθως.
Τα όνειρα σπάνια βγαίνουν αληθινά.Ονειροφαντασιές,μα αλλιώς η ζωή μας θα γίνει μια διαρκής έκπτωση πάνω στη καρέκλα του ψυχιάτρου.
Αυτός θα κάθεται σε μια καρέκλα και θα παίζει με το στυλό που του έκαναν δώρο οι φαρμακευτικοί αντιπρόσωποι και θα αποφεύγει να σε κοιτάξει στα μάτια.Στο λόμπυ θα έχει ένα σταθμό με αδιάφορα τραγούδια,πολύ ζέστη,ξεφτισμένα περιοδικά με σελίδες που λείπουν και χαρτομάντιλα από το Lidl.
Ω,αλοίμονο,δε ζητάω πολυτέλεια.Ζητάω να με κοιτούν στα μάτια.
Μα αυτή είναι ίσως,η μεγαλύτερη πολυτέλεια από όλα.
Μια Κυριακή σούρουπο θα με πας στο Λαύριο και θα καθόμαστε μέσα στο αυτοκίνητο,θα κοιτάμε τα φέρυ να φορτώνουν και θα πίνουμε τσάι από το παλιό κόκκινο θερμός.
Τα παράσιτα από το ραδιόφωνο θα γκρινιάζουν και τα Μεσόγεια θα μας πλακώνουν απειλητικά,μα δε θα μας νοιάζει.
Έτσι,κουτσή μου νεράιδα;
Υ.Γ(Εμπνευσμένο κάπως,από το τραγούδι του Γιάννη Σπανού,"το πλοίο είχε όνομα πατρίδα")
Sunday, November 04, 2007
Clair de lune
Και η ζωή θα συνεχίζεται
ανάμεσα στις ξεφτισμένες μου μάλλινες κουβέρτες
και στα καμένα μου χέρια
βουλοκέρια κόκκινα με νύχια φάρους
μέσα σε ένα πουκάμισο γκρίζο που θα δαγκώνω τα κουμπιά
στο σταθμό Λαρίσης μέσα στο στροβιλισμό του ζεστού αέρα
θα σκίζω τα ρούχα σου με τα δόντια
θα τα πετάω στα σκουπίδια
στα μουχλιασμένα πορτοκάλια στο μπαλκόνι θα συνεχίζεται η ζωή
τα άστρα και ο Πειραιάς και η Βιέννη
θα σε φωνάζω και θα σου λέω δε σε αντέχω
σωτήρα της ψυχής μου
το μυαλό ένα τεράστιο καρκίνωμα,μια πληγή ανέπαφη.
Friday, November 02, 2007
Κι έτσι ξαφνικά..
Η Τζούντυ Γκάρλαντ ήταν η Τζούντυ Γκάρλαντ,και κανένας άλλος στη θέση της.Και είναι νεκρή εδώ και πάααρα πολύ καιρό,ας κρατήσω μόνο το ταλέντο της και τα τραγούδια της..
Γράφω πάντα πίνοντας κάτι,νερό,σόδα,καφέ ή τσάι.Νερό σήμερα.Από γυάλινο μπουκάλι,θερμοκρασία δωματίου.Γραφω καθισμένη σε ένα γραφείο,καμιά φορά ντυμένη,καμιά φορά με τη ρόμπα,καμιά φορά με μαγιώ όταν έχει καλοκαίρι.
Σήμερα,τέτοια μέρα,μάλλινο παντελόνι γκρι και λευκη φανέλα-σπασμένο ζαχαρί,λέει η μάνα μου,δεν μου πάει η ζακέτα της blumarine,οι ανγκορά κάλτσες μου τρύπησαν,έφτιαξα λίστες,καθάρισα το μπάνιο,όπως μπάινει το χινόπωρο που έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Ε,ολιγομίλητη,με αδυναμία στις καραμέλες και τις λεμονάδες,και το παγωτό βανίλια.
Η γιαγιά η Λ.δεν έτρωγε τίποτα από ευχαρίστηση,μόνο από ανάγκη,και η ιερή στιγμή της μέρας της ήταν η στιγμή του καφέ.
Ο καφές θα μπορούσε να ναι η αφετηρία της ιστορίας της ζωής μου και όλης μου της οικογένειας.Ήταν εκτός από ξεκούραση,λόγος έρωτα,χωρισμού,ταξιδιών και λαθών και σωστών.
Μου φαίνεται δύσκολο να συμπαθήσω ανθρώπους που δεν πίνουν καφέ,νομίζω πως δεν είναι καν άνθρωποι.
Ξέφυγα απ'το θέμα.Το τραγούδι λέει,"όπως θα μπάινει η άνοιξη¨,τώρα,χινόπωρο.Το σπίτι,μου,αποφάσισα,δεν πρόκειται να νικηθεί.Η ταπετσαρία,κύριε Ουάιλντ,νίκησε,νίκησε.
Μα εγώ δεν είμαι ετοιμοθάνατη κύριε Ουάιλντ.Δεν είμαι καν 30.Έτσι,έχω ευκαιρίες ακόμα.
'Εκανα πολλά λάθη.Στη ζωή,στις σχέσεις,στα χρήματα,στις φιλίες,στο μπλογκ.Το πιο ασήμαντο.
μα τώρα είναι -αφετηρία-.Και έστω με ένα καθαρό μπάνιο και ένα γραφείο τακτοποιημένο,θα γίνει και το μυαλό,καθαρή,γάργαρη πηγή.
Και όπως μου τραγουδάει τώρα η Βίκυ,"θα κλείσω τα μάτια και όπου με βγάλει",η ρόμπα στο νερό και το σαπούνι να μουλιάζει,η Βέμπο γνέφει καταφατικά,το τατουάζ δε θα γίνει,θα γίνει ένα δαχτυλίδι να θυμίζει,θα το βάλω σε ένα κουτί άφιλτρα Σαντέ και το ροζ μαντώ θα ράβεται και θα ξηλώνεται.
Η αφετηρία,είναι εδώ.
υ.γ-το ποστ αυτό,αφιερωμένο με όλη μου την καρδιά στη thel.Ξέρει αυτή.
Thursday, November 01, 2007
Η βία της αρρώστιας
και ήταν μια μέρα σαν όλες τις άλλες,μα βγήκες,στο Κολωνάκι πήγες να πέσεις κάτω,ο ταξιτζής σε ρώτησε αν είσαι καλά και είπες ποτέ δεν ήμουν καλύτερα,έψαχνες έψαχνες για κάτι,μετρητά και κάρτες,ένα πολυκατάστημα μετά έβαζες σε ένα καλάθι βιβλία χωρίς να τα κοιτάξεις καν,δυο τρία σιντι,μπορεί να τα χες ήδη,έκανε ζέστη και ήταν σκοτεινά κάτω απ'τη γη,άδειο το μαγαζί,το καλάθι βαρύ,στην τουαλέτα έκανες εμετό πάνω στην ολοκαίνουρια σου blumarine ζακέτα και μετά έκοψες με ψαλίδι όλα τα στολίδια της,τι ιεροσυλία,χαχα,χάπια,είμαι η Τζούντυ Γκάρλαντ,χα χα,θα πεθάνεις στη μπανιέρα,χαχα,τι αστείο,τρεκλίζεις στο φαρμακείο,μετράνε την πίεση,τη θερμοκρασία,παράξενο,μα τι παράξενο,θέλετε ένα ποτήρι νερό,ναι,πάει να σου πέσει απ'τα χέρια,μα τι παράξενο.
Ξανακάνεις εμετό,και όλα τα χάπια ανέπαφα ξαναβγαίνουν στο νιπτήρα,κάπως βρισκεσαι στο σπίτι,τρέμεις,φοβάσαι,ημικρανίες,ιδρώτας,εφιάλτες,παραμονή αγ.αναργύρων που είναι και γιατροί,τι ειρωνία,σου βρέχουν το μέτωπο,σε κάνουν μπάνιο,και δεν κοιτάς καν γύρω παρά μια φλέβα που χτυπά πάνω στον αστράγαλο,σχεδόν το χρώμα της τσόχας,δουλειες που έχεις αναβάλλει ξανάρχονται,ζαλίζεσαι,οι σακούλες με τα πράγματα που αγόρασες στο πάτωμα,δεν θυμάσαι καν τι αγόρασες,δεν μπορείς να φας σε παρακαλάνε,ρωτάς τι έχεις,τίποτα σου λένε,μα τότε πως,σου δίνουν ένα τσάι και σου λένε να σωπάσεις,κάποιοι βλέπουν τηλεόραση στο σαλόνι,βαρύς ύπνος,η υγρασία σου τρυπάει τα κόκκαλα,το ψάρι έξω απ'το νερό,μια τηλεόραση παίζει κάπου στο σαλόνι και το τσάι σου πέφτει απ'τα χέρια,και σου λένε τίποτα δεν έχεις.
Subscribe to:
Posts (Atom)