Δεν ξέρω τι να ακούσω τα πρωινά.Ο καφές δε με ξυπνάει πια.Ούτε το κρύο νερό.Τα χείλια βουβά.Πράσινο παντού και μαρμελάδα blueberry και μια τσαγιέρα στον ουρανό.Να στροβιλίζεται,να αιωρείται,σε έναν ουρανό πάνω από το Κέμπριτζ.Οι κοιτώνες του κολλεγιου βουβοί και αυτοί.Πατούσα στα παρτέρια.Κρυφοκοίταζα απ'τα παράθυρα.Απαγορευόταν.
Ήμουν ευτυχισμένη.Είχα ρίξει ένα κέρμα στον Καμ και μου έκλεισε το μάτι ο Φελλίνι από ψηλά.Τα χέλια κοιμόντουσαν και ξέχασα τον εφιάλτη από τη σκηνή του βιβλίου του Γκύντερ Γκρας που με φόβιζε και έσβηνε το καντήλι στο τζάκι τα βράδια.Ξυπνούσα με κραυγές.
Δεν ήταν οι δικές μου.
Το πρωί εκείνο το τζίντζερ μου γαργάλισε τη γλώσσα από εκείνο το φούρνο.boots και μια βρεφική κρέμα και το κραγιόν rouge noir,chanel.Μιλούσαν με έντονη προφορά της περιοχής.Μου άρεσε.Κατέβαινα για πρωινό και μου έλεγες,α,ναι,μύρισα το άρωμά σου.Amarige του Givenchy.Δώρο της μάνας κάποια Χριστούγεννα.Είχε μυρίσει τον καρπό μου.Είχε χαμογελάσει.Στο δρόμο για το σπίτι τα χείλη της ήταν ελεύθερα.Ο αέρας ήταν φρέσκος και έκαιγαν τζάκια.Της είχα πιάσει το χέρι.Μαμά;Κλαις μαμά;Μίλησέ μου μαμά.
Μαμά;
Λίγη ποίηση το βράδυ.Δε με νοιάζει πια.Ένας κοκκινολαίμης μικρός μικρός στη χούφτα μου ορφανός,πάει να βρει τη μάνα μου στο κρεβάτι που κοιμόταν κορίτσι,στο μπρούντζο επάνω.
Το πρωί ένα αόρατο χέρι άναψε τη φωτιά στο τζάκι.
2 comments:
Αφου υπαρχει φωτια στο τζακι, μην φοβασαι τιποτα.
και γραφεις και ομορφα!!
Post a Comment