Κάπου στην Ακροναυπλία ο κάμπος πυρώνει και μας χτυπάει, πόσο δυνατός μπορεί να είναι ο ήλιος πόση ζέστη μπορείς να αντέξεις και τα μάτια να πονάνε, δεν βλέπω καλά και ψαχουλεύω στα τυφλά το μέρος που μεγάλωσα.
Ο Αργολικός κάμπος. Ο τόπος που έθρεψε μύθους και ύφανε με φως ήταν στο μπαλκόνι μου, βαφόταν κόκκινος τα απογεύματα και γαλάζιος τα πρωινά, όταν βαριόμουν έψαχνα κάτω από τους καναπέδες να βρω αν άφησαν τίποτα οι προηγούμενοι που έμειναν εκεί.
Είχα ένα γραφείο και ένα κρεβάτι και οι επισκέπτες κάθονταν στο δικό μου δωμάτιο που ήταν και το σαλόνι και δε με άφηναν να διαβάσω και εκνευριζόμουν και το πρωί στο σχολείο είχα άγχος αλλά έβλεπα το Παλαμήδι από το παράθυρο και σκεφτόμουν 999,999 σκαλοπάτια και μια θάλασσα από κάτω, μια θάλασσα που δεν είναι κυκλαδίτικη, μια θάλασσα παράξενη, το μπάνιο μας ήταν φυστικί και η μοκέτα γαλάζια και μια φορά χιόνισε αλλά συνήθως έκανε ζέστη.
Μια φορά με το σχολείο μας πήγαν εκδρομή στην Τίρυνθα και είδαμε τις αγροτικές φυλακές. Στην παραλία είχε τεράστιες μέδουσες και φοβόμουν,είχε και το χειμώνα μέδουσες και εγώ νόμιζα πως το χειμώνα πέθαιναν αλλά ζούσαν.
Φύγαμε σαν κυνηγημένοι και ήταν Νοέμβρης μια Κυριακή απόγευμα έφτιαξα τα πράγματά μου βιαστικά και φορτώσαμε το αυτοκίνητο γυρίσαμε πίσω ήταν βράδυ έκανε κρύο φοβόμουν η μάνα μου έστρωνε αμίλητη το κρεβάτι μου και την επόμενη μέρα πήγα σχολείο και δεν πρόλαβα να αποχαιρετήσω κανέναν καν.
Και τώρα βλέπω μόνο μια βεράντα και γαλάζια νερά. Κάπου πριονίζουν μια ροδιά που ήταν η δική μου και ακούω μια φωνή δεν ανήκουμε πια εδώ είμαστε ξένοι κάποιοι με κοιτούν εχθρικά αλλά δεν τους βλέπω μυρίζει χλώριο και κάτω οι στέγες των σπιτιών να απλώνονται
και έχουν σχεδόν περάσει 30 χρόνια και ίσως από τότε να τους κοιτάω όλους υποψιασμένα και αυτό,αυτό είναι που δεν αντέχω.
No comments:
Post a Comment