βρέχει
δε θέλω να σε βλέπω πια θέλω να ξανασυναντηθούμε στα πενήντα και να λέμε για το τότε, να νοσταλγούμε που δεν είμασταν ούτε νέοι ούτε όμορφοι
με ρίζες γερές σαν βελανιδιές θέλω όταν με βλέπεις να βρέχει και να ναι τα μάτια σου θολωμένα και να έχω ρυτίδες σαν χάρτης και κοφτερά νύχια σαν μάγισσα μα να μην είμαι πια ούτε γυναίκα ούτε όμορφη ούτε χαριτωμένη
να μην είμαι η γυναίκα ή η κόρη κανενός μα ορφανή σαν δακρύβρεχτο μυθιστόρημα, να γυρίζω τα χρόνια πίσω όπως και όσο μου αρέσει να μπερδεύω επίτηδες ημερομηνίες και πρόσωπα
θα έχω ένα σάλι και μια άκακη καρδιά και μια υπόνοια λεβάντας στα μαλλιά μου-λιγοστά και ίσια σαν βανίλια
και να λέμε στίχους από παλιά τραγούδια και να βήχουμε στα καλοσιδερωμένα μας μαντίλια και με κάθε ανάσα να μην ξέρουμε αν θα είναι η τελευταία ή πάλι η πρώτη
θα σου λέω θυμάσαι τότε που φορούσα τα λευκά και να εννοώ μαύρα να εννοώ κόκκινα κι εσύ να καταλαβαίνεις και να γελάς
να μην μου χωράνε πια τα δαχτυλίδια και να τρίβω με σαπούνι και βούτυρο και να μαγκώνει πάλι
και να λέμε για τα ρούχα και τα παπούτσια που έχουμε φυλαγμένα στο μπαούλο ολοκαίνουργια τα αφόρετα παπούτσια και να νοσταλγούμε
άλγος ίσον πόνος θα λέμε
μια νιότη που δε ζήσαμε
ίσως για να είμαστε αθώοι μέχρι τέλους
2 comments:
Πες μου, αλήθεια.
Πού βρίσκεις τη δύναμη και λες τέτοια πράγματα;
δεν ξέρω-απλά έρχεται.
Post a Comment