στην Αθήνα βρέχει, μια γυναίκα ανοίγει τα πατζούρια και αρχίζει να κλαίει επειδή ο ορίζοντας την πνίγει, ένα κοριτσάκι κλαίει γιατί βράχηκαν και καταστράφηκαν τα ολοκαίνουριά της παπούτσια, έσβησε το τσιγάρο του συνταξιούχου στη γωνία που καπνίζει κρυφά από τη γυναίκα του και σήκωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε να σου δώσω μια να σπάσεις αχ βρε κόσμε γυάλινε.
Η Κ. θα ανοίγει την ομπρέλα της περιμένοντας στη στάση, όταν βρέχει πάει με μια φίλη της στη δουλειά, το κρεβάτι μου πόσο θα θελα να μαι στο κρεβάτι μου λέει, η πατρίδα για μας τους μελαγχολικούς, η Β. δε θα βγει να περπατήσει θα ανάψει τα φώτα στο σαλόνι και θα πει αχ να ήμουνα αλλού..η Α. θα περιμένει να χτυπήσει το κουδούνι πάνω από τους ατμούς της κατσαρόλας. Η Ε. γυρίζει το φλυτζάνι από συνήθεια και η Μ σε ένα πούλμαν για Στερεά Ελλάδα λέει μόνο όταν βρέχει μου αρέσει, τι όμορφη που δείχνει η Οινόη στα γκρίζα σαν λερωμένο μαργαριτάρι, ο Α. σκέφτεται μια τέτοια μέρα σκοτώσαν τον πατέρα μου μια τέτοια μέρα γεννήθηκε ο γιος μου.
Στο Λονδίνο ανοίγουν ομπρέλες με κινήσεις συγχρονισμένης κολύμβησης, βάζουν οι κυρίες κρέμα χεριών με άρωμα verbena και lily of the valley,το κρίνο της κοιλάδας λευκό και ασήμαντο με μια ευωδιά που ζαλίζει, βήματα αθόρυβα πάνω στις μοκέτες,κάπου αλλού πέφτει ήσυχο και ντροπαλό το χιόνι..
No comments:
Post a Comment